Ρέμπραντ | Δύο πίνακες
Δύο από τους πιο γνωστούς και αριστουργηματικούς πίνακες του Ρέμπραντ, «Η Νυχτερινή Περίπολος» και «Ο όρκος των Βαταυών», θεωρήθηκαν ακατάλληλοι για τα καλλιτεχνικά δεδομένα της εποχής.
Η ζωή του Ρέμπραντ από το 1640 και μετά δοκιμάστηκε σκληρά λόγω μιας σειράς δυσάρεστων καταστάσεων. Έχασε τη μητέρα του που κυριολεκτικά λάτρευε. Το 1641 η αγαπημένη γυναίκα του Σάσκια έφερε στον κόσμο ένα αγόρι (τρία άλλα παιδιά είχαν ήδη πεθάνει μετά τη γέννησή τους) όμως η ήδη επιβαρυμένη υγεία της, κλονίστηκε ακόμη περισσότερο με αποτέλεσμα να πεθάνει στις 14 Ιουλίου 1642. Ο Ρέμπραντ έκλεινε τότε τα τριάντα έξι του χρόνια και το γεγονός αυτό σήμαινε το τέλος της ευτυχισμένης μέχρι τότε ζωής του. Η ανέφελη εποχή είχε περάσει πια ανεπιστρεπτί.
Η χρονιά αυτή συνδέθηκε επίσης με ένα γεγονός που είχε άμεσες συνέπειες στην καλλιτεχνική του σταδιοδρομία. Η αδελφότητα των μελών της Πολιτοφυλακής του Άμστερνταμ του είχε παραγγείλει μια «ομαδική προσωπογραφία» για να διακοσμήσει την κεντρική αίθουσα του κτηρίου που στεγαζόταν το σωματείο. Ο Ρέμπραντ φιλοτέχνησε ένα έργο πολύ διαφορετικό από τα καθιερωμένα. Απεικόνισε τη μικρή ομάδα του λοχαγού Φρανς Μπάννινγκ Κοκ, όχι όπως συνηθιζόταν μέχρι τότε δηλαδή σε ακίνητη στάση κύρους και αξιοπρέπειας. Το έργο απεικονίζει την ομάδα να βγαίνει από την πόλη για να ακολουθήσει μία άσκηση. Η ατμόσφαιρα είναι χαρούμενη και πλημμυρισμένη από κίνηση και ευχάριστο θόρυβο. Εκτός από τους 17 πολιτοφύλακες που είχαν πληρώσει για το πορτρέτο τους, παρεμβάλλονται και άλλα πρόσωπα, όπως για παράδειγμα το μικρό κοριτσάκι με το σαστισμένο χαμόγελο που έχει κρεμασμένο έναν κόκορα στη ζώνη της μέσης του, που πιθανότατα συμβολίζει την νίκη επί του αντιπάλου.
Ένας πίνακας μεγάλων διαστάσεων, γεμάτος ζωντάνια και λουσμένος σε ένα υπέροχο φως το οποίο τονίζεται από υποβλητικές σκιάσεις. Έχει υποστηριχθεί επίσης από μελετητές ότι εμπεριέχει και μια σειρά συμβολικών εννοιών μεταξύ προτεσταντών και καθολικών ενάντια στην ισπανική κυριαρχία. Ο Ρέμπραντ κατάφερε να προσδώσει στη σύνθεση τη συνεχή κίνηση, ο θεατής παρατηρεί την πομπή να έρχεται προς το μέρος του, σχεδόν ακούει τα βήματα και το θόρυβο.
Ο υπέροχος αυτός πίνακας που συγκαταλέγεται στα μεγάλα επιτεύγματα της παγκόσμιας τέχνης απορρίφθηκε στην εποχή του, επειδή θεωρήθηκε ιδιαίτερα ανατρεπτικός στην οπτική του και σόκαρε τους θεατές.
Ο Ρέμπραντ δεν θέλησε να δώσει καμία εξήγηση για αυτή την απόρριψη, όμως είχε αρχίσει να χάνει την εκτίμηση του κόσμου και σιγά σιγά είχαν αρχίσει να μειώνονται οι παραγγελίες και οι επισκέψεις στο ατελιέ του.
Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε μια περίοδος απομόνωσης, μοναξιάς και οικονομικών δυσχερειών για τον καλλιτέχνη η οποία θα διαρκούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Το 1658 ο Ρέμπραντ πούλησε το σπίτι του για να πληρώσει τους πιστωτές του επειδή η δημοπρασία των έργων του δεν είχε αποδώσει τα αναμενόμενα. Το 1660 του ανέθεσαν να ζωγραφίσει το έργο Η συνωμοσία του Claudius Civilis ή αλλιώς Ο όρκος των Βαταυών. Η σύνθεση αυτή θα αποτελούσε μέρος του σχεδίου για τη διακόσμηση του Δημαρχείου του Άμστερνταμ, στην οποία συμμετείχαν αρκετοί καλλιτέχνες. Αρχικά το έργο είχε ανατεθεί στον Χόβαρτ Φλινκ αλλά μετά το θάνατό του, έπρεπε να βρεθεί αντικαταστάτης.
Ο Ρέμπραντ φιλοτέχνησε ένα έργο μεγάλων διαστάσεων 5Χ5 μέτρα το οποίο παρέδωσε δύο χρόνια αργότερα. Ωστόσο οι παραγγελιοδότες λίγο μετά την τοποθέτησή του, το επέστρεψαν στο ζωγράφο. Το θέμα του έργου προερχόταν από την ιστορία της Ολλανδίας και τη συνωμοσία που κατά τον 1ο αιώνα οδήγησε στην επανάσταση των Βαταυών ενάντια στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Το θέμα αποκτούσε ιδιαίτερη βαρύτητα και λόγω της πρόσφατης επανάστασης του Γουλιέλμου της Οράγγης κατά των Ισπανών για την ανεξαρτησία της Ολλανδίας.
Ο Ρέμπραντ αποτύπωσε τη στιγμή που οι αρχηγοί των βαρβαρικών φύλων διασταυρώνουν τα ξίφη τους και δίνουν όρκο για να πολεμήσουν τους Ρωμαίους. Ένα χρυσό φως αναδύεται στη σκηνή αυτή και μια ατμόσφαιρα μυσταγωγικής τελετουργίας. Στο κέντρο η ηρωική μορφή της Ολλανδίας, ο Claudius Civilis, ο οποίος καταγόταν από τα γερμανικά φύλα και ήταν τυφλός από το ένα μάτι. Ο Ρέμπραντ τον απέδωσε σε μετωπική όψη, ενώ όλοι οι ζωγράφοι που συμμετείχαν όφειλαν να τον απεικονίζουν σε πλάγια όψη ώστε να μην φαίνεται η αναπηρία του. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με το γενικότερο λιτό ύφος που είχε υιοθετήσει ο ζωγράφος στη συγκεκριμένη περίοδο μάλλον ήταν οι λόγοι που το έργο απορρίφθηκε. Επιπροσθέτως η απομάκρυνση του Ρέμπραντ από τα κλασικά πρότυπα αποτύπωσης των σημαντικών προσώπων μέχρι τότε είχε ως αποτέλεσμα αυτή την απόρριψη.
Ο Ρέμπραντ αποτύπωσε την εσωτερικότητα, την πνευματικότητα και τη μοναξιά του ατόμου μέσα σε ένα μεταφυσικό και θρησκευτικό πλαίσιο. Η σύγκρουση με τις συμβατικότητες της εποχής του και το καλλιτεχνικό περιβάλλον όπως και με την αστική «αξιοπρέπεια» τον οδήγησαν σε μια απομόνωση. Η κατάσταση του ανθρώπου ήταν πάντα το επίκεντρο της δημιουργίας του. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του προσφερόταν για μοντέλο γέρου ζητιάνου σε μαθητευόμενους ζωγράφους για ένα φλορίνι.
.
Βιβλιογραφία – Πηγές:
1. Ρέμπραντ, Βιβλιοθήκη Τέχνης, εκδ. Καθημερινή
2. Μουσεία του Κόσμου, Βασιλικό Μουσείο Άμστερνταμ, εκδ. Mondatori – Φυτράκης
3. Ρέμπραντ, Taschen
.
*κεντρική εικόνα: Rembrandt Harmensz van Rijn – The Night Watch