Ραντεβού στο Μελτεμάκι...
Ραντεβού στο Μελτεμάκι…
Ήταν ο σταθερός χαιρετισμός και αποχαιρετισμός μας. Ο άνθρωπος που ξέρω τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου. Από όταν ήμουν 4 χρόνων. Καλοκαίρια μακριά, ζεστά, χαρούμενα και ανέμελα. Όπως πρέπει να είναι τα καλοκαίρια των παιδιών. Εκεί στο μελτεμάκι. Στο δικό μας μελτεμάκι.
Εκεί που παίρναμε αμπάριζα από το ένα πεύκο στο άλλο. Εκεί που οι ευκάλυπτοι όριζαν το τέρμα για το ποδόσφαιρο. Εκεί που οι παππούδες, μας κατέβαζαν στη θάλασσα ώρες να πλατσουρίσουμε με την ησυχία μας. Να παίξουμε, να γελάσουμε, να πλακωθούμε κιόλας και ενίοτε να ανεβούμε και τσακωμένοι για το ποιος νίκησε σε κάτι (στον καλύτερο πύργο στην άμμο, στην μπάλα). Μουτρωμένοι για λίγες ώρες. Για να φωνάξουμε μετά από λίγο ο ένας τον άλλο για μια ακόμη μέρα παιχνιδιού.
Εκεί που βάζαμε τα «καλά» μας για να μας πάνε να φάμε παγωτό στο Μάτι. Και ίσως κανένα σινεμά. Στο Ρία. Εκεί που ερωτευτήκαμε πρώτη φορά, που προδοθήκαμε, που ρεμβάσαμε και που ο ένας κορόιδευε τον άλλον για όλα αυτά.
Εκεί που τα μεσημέρια, για «να κοιμηθεί ο μπαμπάς και η μαμά που δούλευαν όλη μέρα» καθόμασταν σιωπηλοί, ο καθένας στο σπίτι του, κοιτώντας το ρολόι που θα μας έδινε το σήμα για να βγούμε και πάλι για παιχνίδι. Ο ήχος των τζιτζικιών. Το ψιθύρισμα των πεύκων. Και αυτή η μυρωδιά τους. Μυρωδιά καλοκαιριού. Και το κύμα. Ο παφλασμός. Η συντροφιά του την νύχτα. Που καλυπτόταν από τις φωνές των λουόμενων, κυρίως τα Σαββατοκύριακα.
Οι παππούδες έφυγαν. Και εμείς μεγαλώσαμε. Πια αυτός έλεγε καθαρά το σ και εγώ το ρ. Αλλά το ραντεβού μας έμεινε πάντα το ίδιο. Στο μελτεμάκι. Για λίγες μέρες. Ή απλώς για να βρεθούμε. Ακόμη και αν κάποια στιγμή βρισκόμασταν στην Αθήνα. Η αναφορά ήταν εκεί. Σαν να ήμασταν πάντα εκεί. Παίζοντας αμπάριζα, ποδόσφαιρο, ή φάπες. Για τις φάπες, εκ των υστέρων, γελάγαμε. Δεν συμφωνήσαμε, όμως, ποτέ ποιος είχε δίκιο.
Και τώρα έχουμε ραντεβού στο Μελτεμάκι. Να σταθούμε ο ένας κρατώντας το χέρι του άλλο σφιχτά κλείνοντας τα μάτια μήπως και το φέρουμε πάλι πίσω. Στο μυαλό μας. Να κλάψουμε αγκαλιά για ό,τι χάσαμε. Για τα πεύκα που δεν υπάρχουν πια για αμπάριζα. Τους ευκάλυπτους που δεν υπάρχουν για τέρμα. Τα γατάκια που γύρναγαν ελεύθερα γύρω γύρω και όλοι τα φροντίζαμε και όταν έγινε το κακό, δεν τα βρήκαν όσοι είχαν μείνει πίσω για να τα πάρουν μαζί τους. Για πουλιά που σιώπησαν και τα τζιτζίκια που βουβάθηκαν.
Έχουμε ραντεβού. Να κοιταχτούμε για να βεβαιωθούμε ότι όλα αυτά τα ζήσαμε όντως. Και τα ζήσαμε εκεί. Στο Μελτεμάκι. Που δεν υπάρχει πια. Πόνος. Πονά το βλέμμα. Ένας πόνος διάχυτος. Βαθιά. Μέσα. Σαν κάποιος να έκοψε ένα κομμάτι από μέσα σου. Χωρίς βαθιές ανάσες. Δεν υπάρχουν πια ανάσες εδώ.
Έχουμε ραντεβού. Να αναμετρηθούμε με τη σιωπή. Την απόλυτη νεκρική σιωπή. Να την καταπιούμε. Αυτήν τη βαθιά καπνισμένη σιωπή. Την μυρωδιά του καμμένου. Να θρηνήσουμε. Να πενθήσουμε. Να κλάψουμε. Να σιωπήσουμε και εμείς με τη σειρά μας.
Σιωπήστε. Σιωπήστε λίγο όλοι. Για τους γείτονες που δεν θα δούμε πια. Για τα ζώα που δεν κάνουν πια βόλτες. Για το πράσινο που έγινε γκρι. Για τις διόδους στη θάλασσα που ήταν λίγες σε εμάς, ανύπαρκτες στο Μάτι γιατί αυτή η «ιερή» ιδιοκτησία δεν έδινε ούτε 10 πόντους για να μεγαλώσουν οι σκάλες. Για τους 20 πόντους που κανείς δεν έδινε για να γίνει στοιχειώδης διαπλάτυνση του δρόμου και κανείς από όσους έπρεπε δεν πίεσε για να τους πάρει. Για αυτήν την «ιερή ανάπτυξη» που έκλεισε την παραλία με ντουβάρια και οι γείτονές μας δεν έφτασαν ποτέ στη θάλασσα. Για τους τυφλούς αδιέξοδους δρόμους που κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε ότι θα γίνουν παγίδα θανάτου. Για τα σχέδια αντιμετώπισης πυρκαγιάς και εκκένωσης της περιοχές που κανένας ιθύνοντας ποτέ δεν εκπόνησε και οι λίγοι γραφικοί που το ζητούσαμε λοιδορούμασταν, όπως λοιδορούμασταν και στην έκκληση για το «μαζί» να παλέψουμε. Για τα κομμάτια μπακλαβά γης που μοιράστηκαν χωρίς άδειες έναντι αδρού αντιτίμου. Για τους τίτλους που η Ιερά Μονή Πεντέλης μοίραζε με το αζημίωτο μεταπολεμικά από τον Μαραθώνα μέχρι τα Σπάτα κατέχοντάς τους από την εποχή της…Τουρκοκρατίας. Σε ημετέρους. Για εκείνους που δεκαετίες μοίραζαν τις άδειες και, επίσης με το αζημίωτο, έκαναν τα στραβά μάτια σε μια ολόκληρη πυκνοκατοικημένη περιοχή που έγινε πολιτεία χωρίς να είναι καν στο σχέδιο πόλης. Μια Πολιτεία χωρίς καμία υποδομή και σχέδιο. Για όσους, αν και έχουν την ευθύνη, δεν σκέφτηκαν ποτέ να έχουν ένα δοκιμασμένο σχέδιο Β για την περίπτωση που μία φορά ο άνεμος δεν ήταν βοριάς και για την μία εκείνη φορά που η φωτιά θα ήταν κάτω από την Μαραθώνος. Που δεν έφτιαξαν περισσότερους και δεν γέμισαν ούτε καν τους κρουνούς. Και για όσους δεν σκέφτηκαν ποτέ να διεκδικήσουν να γίνει κάτι τέτοιο. Για όσους δεν συνειδητοποίησαν ότι όταν κόβονται κονδύλια από την πολιτική προστασία στο όνομα των μνημονίων και στο βωμό της «ευρωπαϊκής προοπτικής» σημαίνει λιγότεροι πυροσβέστες και δεν ανατρίχιαζαν και μόνο στην ιδέα. Που δεν κατάλαβαν ότι δεν υπάρχουν φωτιές να σβήνουν χωρίς εξοπλισμό και χωρίς πόδια, πολλά πόδια. Που δεν έχουν αντιληφθεί ότι Πολιτική Προστασία με δεκάδες εμπλεκόμενες υπηρεσίες και αλληλοκαλυπτόμενες ευθύνες (εδώ και πολλές δεκαετίες) δεν υπάρχει. Αυτός ο ίδιος δαίδαλος που βοηθούσε με τα πολλαπλά «παραθυράκια» του. Που όταν καταργήθηκαν οι δασοπυροσβέστες επί Σημίτη δεν αντιλήφθηκαν ότι είμαστε μόνοι μας απέναντι στο θεριό. Ποιος πυροσβέστης αλήθεια που δεν έχει ζήσει, περπατήσει, καθαρίσει τα δρομάκια αυτά, θα μπορούσε να ξέρει ποια είναι τα λιγοστά περάσματα στη θάλασσα; Πώς αλήθεια θα έφτανε εκεί το υδροφόρο όχημα όταν δεν υπάρχει δρόμος;
Σιωπήστε. Μην κραυγάζετε με τόση βεβαιότητα για τα πάντα όλοι όσοι δεν πατήσατε ποτέ το πόδι σας εκεί, δεν ξέρετε το ανάγλυφο, την απόσταση, την ταχύτητα, το προδιαγεγραμμένο έγκλημα, τη φρίκη. Σιωπήστε για να μην ξεχάσετε. Σιωπήστε για να πάρετε όση βαθιά ανάσα σας επιτρέπουν τα αποκαΐδια για να ουρλιάξετε μαζί μας. Για τον τρόπο που το σύστημα αυτό, της «ιδιοκτησίας», μας κάνει εμάς ντουβάρια να μην βλέπουμε γύρω μας. Να δεχόμαστε, να συμβιβαζόμαστε, να προσαρμοζόμαστε, να εντασσόμαστε, να καιγόμαστε, να πνιγόμαστε.
Σιωπήστε για να σας μείνει δύναμη να σταθείτε δίπλα μας. Δίπλα μας για να μην γίνει μια περιοχή που θα μυρίζει θάνατο για πάντα. Που θα την παρασύρει το νερό της βροχής στη θάλασσα μαζί με ό,τι ζωντανό έχει απομείνει. Για να κλάψουμε απλά τους γείτονες, τους φίλους μας. Σιωπήστε. Και κοιτάχτε λίγο χαμηλά. Στο μαύρο, πια, χώμα που πατάμε. Ακόμη κι εδώ στο Κόκκινο Λιμανάκι. Αναλογιστείτε πώς θα ξαναγίνει ένα χώμα για να φτιάχνουμε πυργάκια. Να παίζουμε μπάλα και αμπάριζα. Με δέντρα. Αναλογιστείτε πώς θα συμμετάσχουμε όλοι για να ακουστούν πάλι παιδικές φωνές στην παραλία. Πώς θα γίνει ανθρώπινος τούτος ο τόπος. Χωρίς μαντρότοιχους, χωρίς τυφλά δρομάκια, χωρίς «ιερές ιδιοκτησίες» και ατομικούς μονοδρόμους, χωρίς κλειδαμπαρωμένες πόρτες και κώφωση στο «μαζί».
Σιωπήστε. Γιατί εμείς κλαίμε. Κλαίμε και δεν μπορούμε να πάρουμε ανάσα. Γονατιστοί στις στάχτες της παιδικής μας ηλικίας. Της συνείδησής μας. Της εναπομείνασας δύναμής μας. Με πείσμα. Είμαστε εκεί. Αρνούμενοι ότι έτσι ήταν και έτσι θα είναι τα πράγματα. Αρνούμενοι να μείνουν όλα στάχτη.
Εμείς έχουμε και πάλι ραντεβού στο Μελτεμάκι. Κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου. Κλείνουμε τα μάτια και το βλέπουμε μπροστά μας. Όχι στο παρελθόν. Στο αύριο.
*η φωτογραφία από το rpn.gr