Σε λάσπες κοιμισμένης χώρας - Ο καταυλισμός της Μόριας στη μορφή που υπήρξε και στις σχέσεις που επιζεί

| 29/05/2023

Την Τετάρτη 7 Ιουνίου στις 19.00, το Περιοδικό σε συνεργασία με το MedPhoto Festival θα συμμετάσχει στο Ίριδα Visions, στον χώρο της Ίριδας στην Πανεπιστημιακή Λέσχη, διοργανώνοντας μια εκδήλωση με αφορμή τα 3 χρόνια που κλείνουν φέτος από το κάψιμο του καταυλισμού της Μόριας. Στην εκδήλωση, το παρακάτω κείμενο του Κωστή Πλευρή* θα συνομιλήσει με εικόνες σημαντικών φωτογράφων που κατέγραψαν -η καθεμία και ο καθένας με τον δικό τους τρόπο- πώς συγκροτούνταν η καθημερινότητα και πώς αναπτύχθηκε ο οικιστικός ιστός της Μόριας, αλλά και το πώς τελείωσε μέσα στις στάχτες, καθώς και άλλα ζητήματα που θέτει η αποτύπωση μιας τέτοιας κατάστασης στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο.  Περισσότερες λεπτομέρειες για την εκδήλωση μέσα στις επόμενες μέρες. Ακολουθεί το κείμενο του Κ.Π.

 

 Εισαγωγή

Το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου 2020 ο καταυλισμός τής Μόριας περνάει γρήγορα στην οριζόντια μορφή τής στάχτης και η ιστορία του κλείνει, τουλάχιστον σαν κέντρο καταγραφής και ιώβειας αναμονής μεταναστών και μεταναστριών. Η μεταναστευτική πολιτική, όμως, άφησε τη Μόρια σαν παλιό δέρμα, μόνο για να ντυθεί στην πολύ σκληρότερη δομή των κλειστών κέντρων και των ερμητικών συνόρων, που εξαφανίζει τα θύματα μέσα σε μαύρες τρύπες ή υγρούς τάφους. Το κείμενο αυτό θέλει να αναλύσει από μια χωρική σκοπιά τι ήταν η Μόρια, ώστε να μη ξεχαστεί ποτέ η ιστορία της, όπως υπήρξε και όπως επιζεί σε χιλιάδες μέρη της γης.

Μπαίνοντας στη Μόρια

Ο καταυλισμός της Μόριας σε σάστιζε πολύ πριν πατήσεις σε αυτόν, όπως τον αντίκριζες περνώντας έξω από το κυρίως χωριό -λίγο πριν η επαρχιακή σού χαρίσει τα κρεμάμενα χρώματα του κόλπου τής Γέρας. Αν δεν υπήρχε στα δεξιά σου, σκαρφαλωμένη πάνω στους λόφους αυτή η αμοιβαδοειδής εγκατάσταση προσφύγων, τα εκατοντάδες ελαιόδεντρα θα έπαιρναν αβίαστα μέρος σε μια φυσική συμφωνία· οι κορμοί τους δεν θα άφηναν τον συνήθη περαστικό να εκτιμήσει σε ποιον αιώνα μπορεί να γεννήθηκαν, παρά θα στέκονταν εκεί, σαν συμμέτοχοι ενός παντοτινού τοπίου.

Κι όμως, εδώ η φύση ζούσε σε μια σπαρακτική αντίθεση με τον άνθρωπο, απόδειξη ότι όλα μετασχηματίζονται μέσα από τις ανθρώπινες ανάγκες. Τα ίδια δέντρα γίνονταν στύλοι για παράγκες, σκιά για χαγιάτια, πλάκες για να χαρακωθούν αρχικά ονομάτων και, αλίμονο, καυσόξυλα για ένα σκληρό χειμώνα ή ένα φαγητό που μαγειρεύτηκε στο μέταλλο που άνοιξε, αφού ξεκοιλιάστηκε ένας παλιός τενεκές του λαδιού. Στα χωράφια, τα πεζούλια ξανασκάβονταν κι οι ξερολιθιές ξαναστήνονταν για να στηρίξουν τώρα πια όχι την φουσκωμένη ανθοφορία, αλλά ολόκληρες γειτονιές ομοεθνών. Σε αυτή την εργασία αλλού επιδίδονταν οι ίδιοι οι πρόσφυγες με τα χέρια τους, ενώ αλλού μη-κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) υπέγραφαν τυπικά συμφωνητικά με ντόπιους εργολάβους, ώστε να βάλουν οι τελευταίοι μέσα τις ερπηστριοφόρες τσάπες τους. Γύρω-γύρω από τα τσαρδιά τους, οι επήλυδες άνοιγαν επιφανειακά ρυάκια για να μη νοτίζει το πάτωμα των χειμαδιών τους, έτσι που το ένα σκάμμα ενωνόταν φιδίσια με το άλλο, μέχρι να ξεχυθούν μαζί σε κάποιον από τους χειμάρρους γύρω από το παλιό στρατόπεδο. Το χώμα πατιόταν και ξαναπατιόταν άπειρες φορές, έτσι που κάποτε στερεοποιούνταν, πλάθοντας σκάλες και μονοπάτια -κυρίως από την ζωηράδα των παιδιών, που δεν είχαν ούτε να πάνε σχολείο, ούτε να μείνουν σπίτι, παρά μόνο να παίξουν φευγαλέα.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η αντίστιξη που χώριζε δυο κόσμους σε λίγα μέτρα απόσταση. Ποιος και ποια μπορούσε να πιστέψει, ότι το ίδιο τοπίο που εναλλάσσεται για χιλιάδες στρέμματα στο νησί, μπορούσε σε ένα μικρό του μέρος να διασαλευτεί τόσο έντονα από το πέρασμα χιλιάδων ψυχών για περισσότερα από πέντε χρόνια, που να θυμίζει περισσότερο στοιβαγμένες παραγκουπόλεις της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, παρά τη λεσβιακή γη.

 

 

Ο καταυλισμός

Πατώντας στον καταυλισμό άρχιζες να χάνεις τη δυνατότητα να εστιάσεις. Η εικόνα διάχυσης χιλιάδων κατασκευών πάνω σε λίγους λόφους, όπως την έβλεπες μακρύτερα από το δρόμο, γινόταν σταδιακά ένα ανθρώπινο πανηγύρι που σου ήταν τόσο ξένο και πληθωρικό, που αδυνατούσες να το συλλάβεις σαν σύνολο. Την επιδημική άνοιξη και το καλοκαίρι του 2020 ένας ξένιος πληθυσμός 19.000 ατόμων φώλιαζε στην πλειοψηφία του πάνω σε χιλιάδες παλέτες και έναν πρόχειρο σκελετό από καδρόνια, με μια τελική επιφάνεια από λεπτό νάυλον. Άλλοι και άλλες ήταν πιο τυχεροί, αφού κοιμούνταν μέσα σε προκατασκευασμένα πάνελ, σαν αυτά που βλέπεις στα  μεγάλα εργοτάξια. Κάποιοι και κάποιες, από την άλλη, ήταν λιγότερο ευλογημένοι και κοιμούνταν μέσα σε σκηνές, σαν αυτές που στήνουμε στα καλοκαιρινά μας κάμπινγκ, πλην όμως με όλη την κόπωση των μοριανών υγρών χειμώνων και ξερών καλοκαιριών.

Ανηφορίζοντας τον λόφο προς τα πάνω, από όπου κι αν προσπαθούσες να μπεις, γρήγορα θα διαπίστωνες ότι όλες οι εκδηλώσεις της ζωής γίνονταν εδώ με τον κόσμο σε σμήνη· άνθρωποι περίμεναν γύρω από τις τουαλέτες να ενεργηθούν και στα πλυντήρια για να πλύνουν τα ρούχα τους· στο σημείο όπου μοιραζόταν το φαγητό, οι ίδιοι άνθρωποι σχημάτιζαν μια πολύ μακριά ουρά για πάρουν μια μερίδα· γύρω από την κοινή φωτιά, στην αυλή που ενστικτώδικα σχημάτισαν ανάμεσα στα σπίτια τους, συγγενείς και φίλοι κουβέντιαζαν ομοθυμαδόν· στα πλατώματα, μπουλούκια από μικρά παιδιά παίζαν με το φρεσκοσκαμμένο χώμα ή με χαρταετούς φτιαγμένους από σκουπιδοσακκούλες και από φρέσκα καλάμια που μάζεψαν μέσα από τα ρέματα· στις εξόδους τού οικισμού με κατεύθυνση προς την πόλη, παρέες εφήβων διατράνωναν με περίσσεια φασαρία το πέρασμά τους, προκαλώντας με χειρονομίες τούς περαστικούς οδηγούς για λόγους υποσυνείδητους που μοιάζαν για τους υπόλοιπους αναίτιοι.

Στη Μόρια θα έβρισκες δεκάδες μαγαζιά, φτιαγμένα και αυτά από παλέτες και αναρτημένους ξύλινους πάγκους· η γραμμική τους κατανομή μάζευε τον κόσμο ολόγυρά τους και διαφοροποιούσε τις ανθρώπινες δραστηριότητες σε σχέση με τον υπόλοιπο οικισμό που ήταν αφιερωμένος βασικά στη ρουτίνα τής ζωής τού σπιτιού. Τα μαγαζιά αυτά σχημάτιζαν περαντζάδες τόσο για τους περίεργους, όσο και για όσους χρειάζονταν ένα κιλό καρφιά, φρούτα, ντομάτες, τσιγάρα, μπαταρίες, κόκα-κόλα, ένα κούρεμα, ακόμα και λίγο κρέας. Αν κατάφερνες να ξεχωρίσεις τη μυρωδιά της λαγάνας, έπρεπε να ψάξεις για τους συγκεντρωμένους φούρνους, οι οποίοι ήταν απλά φτιαγμένοι από θαμμένα πιθάρια στα οποία οι ζυμωτές καίγαν μέσα ξύλα που πυρώναν τα τοιχώματά τους· το ανεβασμένο αλεύρι φιλούσε κάθετα τα τελευταία και μόλις έβγαινε η λεπτή του κόρα έσπαζε με ελάχιστη δύναμη πάνω στο χέρι σου, αχνίζοντας μπροστά σου το λευκό επιούσιο εσωτερικό του. Αν άκουγες σφυριά να χτυπάνε όλα μαζί, μάλλον κάποιοι βοηθούσαν στο χτίσιμο· τότε έπρεπε να πας από κοντά για να δεις πώς ισοπεδώνεται μια αλάνα, πώς σηκώνεται ομαδικά ένα σπίτι -από φυλετική, άγραφη υποχρέωση- και πώς η οικογένεια αποτελούσε σιγουριά στις ολόγυρα ρευστές σχέσεις. Αν άκουγες τον μουφτή, σίγουρα θα ήσουν σε ένα από τα έξι τζαμιά, μεγάλες ξύλινες πλατφόρμες από όπου ακουγόταν από μεγαφωνικά αυτοσχέδια συστήματα η προσευχή στη σιίτικη ή σουνίτικη γραφή.

Αν ξεθάρρευες και άρχιζες να κοιτάς τους ανθρώπους, θα έβρισκες τα στοιχεία τής τρέλας, της ματαίωσης, της πονηριάς, της συγκαταβατικότητας, του μίσους και της απόγνωσης. Στο χώμα θα έβρισκες λουλούδια, πολύ πλαστικό, κόπρανα, αποφάγια και χιλιάδες πατημασιές που διασταυρώνονταν προς όλα τα σημεία του κύκλου.

Ένα ήταν σίγουρο· ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβεις τι γίνεται, να αρθρώσεις το «όλο» σε κάτι γνώριμο. Ο προσανατολισμός σου που χανόταν εύκολα, ο φόβος των ασθενειών, ο ασυνείδητος υπεροπτικός μας εξωτισμός, η μυρωδιά καρκίνου από καμένο πλαστικό, το απόγευμα που έπεφτε και έφερνε την ανησυχία τού σκοταδιού, όλα σε κρατούσαν σε μια εγρήγορση που αποσπά. Και όμως, εδώ όλα είχαν οργανωθεί όχι μόνο έκτακτα και γρήγορα, αλλά και με μια καταραμένη ισορροπία, που επέτρεπε στη ζωή να βρίσκει λύσεις και στον θάνατο να ροκανίζει αργά την ψυχή και το σώμα.

Το έδαφος και οι κατασκευές

Μετά από λίγες επισκέψεις στον καταυλισμό, ένιωθες ότι σίγουρα σχημάτιζε γειτονιές, αφού υπήρχαν σύνολα που μοιράζονταν κάποια γενικά κοινά στοιχεία. Ο κόσμος ήταν τόσο πολύς και τα χρώματα του προσώπου, το σκίσιμο των ματιών, η κουλτούρα του ντυσίματος τόσο ανοίκεια, που δεν έβρισκες την εμπειρία και το θάρρος να τους εντάξεις σε κατηγορίες, ώστε να συγκρατήσεις τη γνώση. Ωστόσο, βεβαίως και μπορούσες να πεις ότι το έδαφος που περπατούσες δεν ήταν παντού το ίδιο, ούτε και τα σπίτια των ανθρώπων, και μάλιστα αυτή η σχέση απέδιδε σίγουρες διαφοροποιήσεις του χώρου.

Άλλωστε, ο άνθρωπος αλληλεπιδρά με τη φύση καθώς φτιάχνει τις κατασκευές του. Κάθε υλικό εμπεριέχει μια συμπυκνωμένη σοφία τής ανθρωπότητας, ακόμα κι αν ο χρήστης του δεν το γνωρίζει. Αν σου δώσουν να φτιάξεις ένα σπίτι από παλέτες, θα είναι διαφορετικό από ό,τι αν σου παραχωρήσουν έναν σωρό πέτρες. Οι αντοχές τού υλικού, η πλαστικότητά του και ο τρόπος που αλληλοκλειδώνεται φτάνουν για να αποδώσουν πάμπολλες από τις μορφές τόσο μιας κατοικίας, όσο και ενός ολόκληρου οικισμού.

Περνώντας από την ανωδομή στο έδαφος, εκεί όπου το τελευταίο ήταν αδιαμόρφωτο, η διάταξη των κατοικιών ήταν χαώδης και πολυσχιδής -όπως δυτικά τού παλιού στρατοπέδου. Αντίθετα, στα ανατολικά μια ΜΚΟ νοίκιασε, έσκαψε και στήριξε το έδαφος, έτσι που σχημάτιζε μεγάλα οριζόντια πεζούλια, πριν το επόμενο υψομετρικό ξέσπασμα. Η διάταξη των σπιτιών εδώ ήταν πιο επάλληλη και κανονικοποιημένη. Ένας χάρτης μπορεί να δείξει πώς αυτή η αλληλεπίδραση υλικών και εδάφους διαμόρφωνε τις γειτονιές της Μόριας.

Μέσα στο παλιό στρατόπεδο ο άνθρωπος επιβλήθηκε με σαφέστερο τρόπο πάνω στη φύση, πολύ πριν τον ερχομό αυτών των ανθρώπων και έτσι παρέδωσε στους τελευταίους μια αυστηρή έκταση που μπορούσε να φιλοξενήσει μια ανώτερη οργάνωση. Αύλειοι χώροι και ράμπες από μπετόν, μεταλλικά στέγαστρα, γαλβανιζέ φράχτες και οικίσκοι από πάνελ απέδιδαν έναν πιο πολύπλοκο και συγκροτημένο χώρο. Εδώ έβρισκες κρατικές δομές ασυνόδευτων ανηλίκων και αιτήσεων ασύλου, κέντρα κράτησης, αστυνομικούς σταθμούς, λίγες δομές απασχόλησης των παιδιών, πλυντήρια και ιατρεία.

Όσο πιο αδάμαστη είναι η φύση, τόσο πιο αναγκαίοι είναι οι δεσμοί αίματος και φυλής, έτσι που η γειτονιά γίνεται πιο αναγνωρίσιμη, καθώς συμπληρώνεται από παρόμοιες ανθρώπινες φιγούρες. Έτσι, κάπου-κάπου σκουριασμένα σύρματα και πλέγματα που αγκάλιαζαν 4-5 κατοικίες δεν άφηναν καμιά αμφιβολία για τον μικρό κόσμο που κλείνεται πίσω από αυτά.

 

Τέχνη και λογική

Είναι πολύ δελεαστικό να περιγράφει κανείς και καμία ό,τι του κάνει εντύπωση. Όταν όμως αναρωτιέται τι έχει μπροστά του, αυτό δεν μπορεί να τον γλιτώσει από βασικά προβλήματα, όσο προσεκτικός κι αν είναι. Καταρχάς, πόση πληροφορία χάνεται ακόμα και για την καλύτερη, την πιο τακτική εξωτερική παρατηρήτρια; Μήπως άλλωστε η κουλτούρα μας δε μαγνητίζει -ακόμα και ελάχιστα- την πυξίδα μιας ψύχραιμης ανάγνωσης, έτσι που ο εξωτισμός, η φιλανθρωπία ή η ηθική αγανάκτηση -για τους πιο καλοπροαίρετους- τελικά να διαταράσσουν την όποια κρίση μας;

Πώς μπορεί να συμβάλει η φωτογραφία σε αυτό το πρόσκομμα; Οι κατηγορίες τής σκέψης που ξεδιπλώνει ένα δοκίμιο από τη μια, και το κάλεσμα της τέχνης που αποκαλύπτει τα μυστικά τού κόσμου ενώ ταυτόχρονα επιστρέφει το άτομο σε μια πανανθρώπινη ομάδα (Φίσερ, 1984:7,42), πλέκονται εδώ για να πολλαπλασιάσουν τη δύναμη της κατανόησης της κοινωνικής πραγματικότητας: φαντασία και λογική μαζί, αναπαράσταση της κοινωνίας και νόμοι τής αναπαράστασης, φωτογραφίες σε διάλογο και διάλογος μέσα από καρέ. Οι χιλιάδες εντυπώσεις, οι μυρωδιές, το αιχμηρό ή σκεδασμένο φως, η ζωή γύρω από τις σκηνές, το παιχνίδι, οι ένστολοι και οι οργανώσεις πρέπει να βρουν τη θέση τους μέσα από ένα ξεδίπλωμα του τι πραγματικά είναι η Μόρια.

 

Ένας αντι-πόλος

Τις πρώτες φορές που μπήκαμε στον καταυλισμό αναφωνήσαμε, «μα εδώ είναι μια πόλη!». Πράγματι, η Μόρια μας τονίζει ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε μόνο τη μια μεριά τού άστεως -με τους λαβύρινθους παραγωγής, κατανάλωσης και αποφάσεων- γιατί θα έχουμε μια λειψή περιγραφή τού τρόπου που αναπτύσσεται. Η ιστορία μας συμπληρώνεται από όλους εκείνους τους μικρούς ή μεγάλους τόπους τής παγκόσμιας περιφέρειας που στέλνουν κάθε μέρα τα παιδιά τους θυσία στον μητροπολιτικό μινώταυρο. Η Μόρια ήταν ακριβώς ένας από αυτούς τους τόπους, τόσο σαν ιστορικό αποτέλεσμα, αλλά και σαν ειδική περίπτωση. Σαν ιστορικό αποτέλεσμα, η Μόρια συμπύκνωνε την κατάρρευση της ισορροπίας τής ζωής σε δεκάδες γωνιές του πλανήτη, όσες και οι εθνοτικές ομάδες και φυλές όσων κοιμήθηκαν στα χώματά της. Ήταν ο άλλος πόλος, ένας από τους χιλιάδες, της άνισης ανάπτυξης, η οποία δεν άρμεξε μόνο τα πλούτη τους, αλλά τους έφτασε και σε σημείο θραύσης, όταν η οικονομική αφαίμαξη πέρασε στη γεωπολιτική αστάθεια.

Σαν ειδική περίπτωση, η Μόρια ήταν ένας τόπος που συνέβαλε στον πλουτισμό ανθρώπων και δραστηριοτήτων που είχαν την έδρα τους αλλού, ίσως χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, ίσως και μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα. Για παράδειγμα, η γη που νοίκιαζαν εδώ μερικές ΜΚΟ ήταν πιο ακριβή από ό,τι ένα ακίνητο στην πλατεία Αριστοτέλους ή στο Παγκράτι. Μια αποθήκη σε μικρή απόσταση από τον καταυλισμό ή ακόμα και τα χωράφια έξω από το κέντρο υποδοχής και ταυτοποίησης, χωρίς κανέναν κόπο από τον σπιτονοικοκύρη τους, γρήγορα αποκτούσαν έναν χαρακτήρα μονοπωλιακό (δες Harvey, 2006, 295), έτσι που πολλά ενοίκια εκείνο τον καιρό φημολογούνταν ότι ήταν τετραψήφια. Ο προϋπολογισμός των ΜΚΟ ήταν επίσης τεράστιος και προκαλούσε με τη σειρά του μια χρηματική συσσώρευση σε πολυεθνικές και ντόπιες επιχειρήσεις τού νησιού: από αεροπορικές εταιρείες μέχρι προμηθευτές αγροτικών ειδών. Ο έλεγχος και η συμμόρφωση της αναπαραγωγής τού συστήματος ήταν επίσης εδώ: το κράτος, η αστυνομία, οι οργανώσεις που απογράφουν τη ζωή και η φιλανθρωπία. Αρκούσε να σταθείς ένα μισάωρο για να παρατηρήσεις τα περαστικά οχήματα για να δεις δεκάδες αποφρακτικά, εργολαβικά, γερανούς, επικαθήμενα με χημικές τουαλέτες και οικοδομικά υλικά, μαζί με στόλους ενοικιασμένων αυτοκίνητων.

Από την άλλη, η συσσώρευση αυτή δεν γεννήθηκε από το πουθενά· πέρα από ατομικό κέρδος ήταν και ο βασικός τρόπος που τα ευρωπαϊκά κράτη διάλεξαν μέσα από την κολάσιμη αδιαφορία τους να αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα που γεννήθηκε από τα ίδια. Ιδιωτικές εταιρείες και ΜΚΟ προσέφεραν τα αναγκαία σε έναν πληθυσμό που δεν είχε θέση στη δημόσια ζωή, του οποίου όμως οι βασικότερες ανάγκες δεν σταμάτησαν να υπάρχουν, όπως φαγητό, περίθαλψη, μετακίνηση και στέγαση. Άλλες είχαν de facto ακυρωθεί, ιδίως της εκπαίδευσης και της δημιουργίας.

Σε πιο θολά νερά, πολλοί έμποροι έβαζαν τα προϊόντα τους στον καταυλισμό με τη βοήθεια προσφύγων-τσιρακιών, πόρνες εκδίδονταν σε αποθήκες και ναρκωτικά γλιστρούσαν εύκολα μέσα στον εύκαμπτο αγωγό που ανακαλύπτουν σε όλα τα μέρη του κόσμου. Εξάλλου, η ανθρώπινη ανάγκη συχνά παρακάμπτει την αρετή ή μάλλον αποκτά διεθλασμένες μορφές της, σε έναν κόσμο που η ηθική είναι σχεδόν πάντα παράγωγο της εγχρήματης επιτυχίας· στα σύνορα ενός καταυλισμού αποκτά τις δικές της ιδιαιτερότητες.

Η Μόρια, ωστόσο,  είχε και τις ειδικές της ιδιαιτερότητες ανάμεσα στους αντι-πόλους· ήταν ένας τόπος καταναλωτών. Ίσως αν εξαιρέσεις λίγους φούρνους και όσες δραστηριότητες συνδέονταν με την προσωπική αυτοσυντήρηση, ήταν ένα σημείο φτιαγμένο για να επιβιώνεις, αναστέλλοντας τα πάντα στο όνομα της εξέτασης της αίτησης ασύλου. Οι σωματικές σου καύσεις και ο καιρός καθόριζαν σχεδόν όλη τη μέρα σου. Έπρεπε να βρίσκεσαι συνεχώς σε «ένα τόπο αναμονής που μόνο τρως και κοιμάσαι ώστε να μη μένει μέρος για τίποτε άλλο (…) Οι άνθρωποι όμως δεν ψάχνουν μόνο στέγη και τροφή… η ατμόσφαιρα του καταυλισμού τους κάνει να αποσυνδέονται από τις δεξιότητες τους και τους κάνει να χάνουν τις ελπίδες και τα όνειρα τους»*.

Όταν κάποιοι καταναλώνουν προϊόντα και υπηρεσίες, κάποιοι άλλοι πλουτίζουν, είναι σαφές. Πολύ περισσότερο όταν οι πρώτοι δεν έχουν τα εργαλεία, ούτε την επιθυμία για να παράγουν το βιός τους. Το χρήμα έβρισκε και εδώ έναν μοναδικό ρόλο, καθώς διέτρεχε την ανθρώπινη τραγωδία: στον λογαριασμό των ενήλικων προσφύγων κατατίθονταν περί τα 90 ευρώ τον μήνα. Το έμβασμα αυτό αντιπροσώπευε τον πλουτισμό κάποιων επιχειρηματιών που πουλούσαν καταναλωτικά είδη και ταυτόχρονα τον αποκλεισμό των περισσότερων προσφύγων από μια ζωή με περισσότερα αγαθά που θα ανέκυπτε μέσω της εργασίας τους. Ήταν το μοντέλο ζωής τής Μόριας. Αν δεν ήθελες να περιμένεις στην ουρά και ήθελες να αγοράσεις φαγητό, τότε έπρεπε να πληρώσεις σε ευρώ. Το τσαρδί σου που θα αγόραζες από την οικογένεια που έφευγε πριν από εσένα, δηλαδή οι πρόκες, οι παλέτες και το νάυλον κέλυφος ήταν επίσης διαθέσιμα για όποιον μπορούσε να τα πληρώσει. Όταν όμως είσαι αποκλειστικά καταναλωτής, τότε το χρήμα κάνει τις διαφορές ακόμα πιο έντονες, γιατί δεν μπορείς ούτε καν να ιδρώσεις για να ανέβεις δυο σκαλοπάτια.

Αλλά και η όρεξη ή τα μέσα να υπήρχαν, το κράτος δεν σου επέτρεπε να αποκτήσεις ούτε έναν στοιχειώδη αριθμό κοινωνικής ασφάλισης, έτσι που ήταν αδύνατο να δουλέψεις νόμιμα. Οι αρχές ουσιαστικά σού δήλωναν ότι δεν έχεις την ικανότητα να εργαστείς, ότι δηλαδή πρέπει να αναπαράγεις τη ζωή σου έξω από την πιο ουσιώδη διαδικασία που διατρέχει όλο τον ανθρώπινο πολιτισμό. Αυτό σε κάνει ρημάδι απέναντι στη φύση και στην υπόλοιπη κοινωνία, σε τοποθετεί έξω από την ανθρώπινη συνθήκη, γίνεσαι ένας ζητιάνος των ανθρώπινων αναγκών, τις οποίες εξάλλου γνώρισες ή ονειρεύτηκες και, σε κάθε περίπτωση, κανείς και καμία δεν είναι λιγότερο άξιος/α τους.

«Τώρα πια κουράστηκα», μονολογεί ένας τρόφιμος καταυλισμού, «να βλέπω φίλους, τους ανθρώπους του καταυλισμού, κουράστηκα με το μέρος, κουράστηκα με το νερό, κουράστηκα με το ψωμί, κουράστηκα να κοιμάμαι, κουράστηκα με τα γεύματα, κουράστηκα με το χιόνι, κουράστηκα με τα δέντρα, με τα πρωινά, με τις μέρες, με τις νύχτες, κουράστηκα με τον ήχο τον πουλιών, κουράστηκα με τον ήχο των φύλλων στον άνεμο, με τον ήχο του νερού στην παραλία, κουράστηκα με το βλέμμα του λαγού, κουράστηκα με το χρόνο, με το παρελθόν, με το μέλλον, κουράστηκα με τον εαυτό μου που είναι όλο κουρασμένος»*.

 

Διαιρέσεις

Το σύμπλεγμα αυτό όφειλε να αυτορυθμίζεται. Φυσικά, η αστυνομία μπορούσε πάντα να επεμβαίνει, αλλά καμιά δομή δεν μπορεί να λειτουργεί με το όπλο συνεχώς επ’ ώμου. Οι διαιρέσεις αυτού εδώ του κόσμου πρέπει πάντα να προχωράνε με μια κανονικότητα, όπως γυρνά ο στρόφαλος μια μηχανής που συμπαρασύρει με τη σειρά του δεκάδες άλλα μηχανικά εξαρτήματα.

Πρώτα από όλα, ο ρατσισμός έπρεπε να ξεχωρίζει τους ανθρώπους μέσα και έξω από τον καταυλισμό. Όχι μόνο όφειλε να αισθάνεται ο καθένας και η καθεμιά σαν ξενάκι στον τόπο αυτό, αλλά έπρεπε και να εχθρεύεται το γείτονά του. Αλλιώς, ένας κατά βάση νέος πληθυσμός, μόλις λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη, ευθέως συγκρίσιμος με τον πληθυσμό τής πρωτεύουσας του νησιού -ίσως και μεγαλύτερός του αν τον δούμε από άποψη δυναμικότητας- θα αποτελούσε απειλή για κάθε σχέδιο ενάντιά του. Αφγανοί εναντίον Ιρανών και Ιρακινών, σκουρόχρωμοι εναντίων Αράβων, μειονότητες εναντίον πλειοψηφιών, νησιώτες εναντίον όλων, οι εχθροί πρέπει να είναι τόσοι, όσα και τα ζεύγη που μπορούν να σχηματιστούν.

Έπειτα, η ανάγκη για εξωτερική βοήθεια, από δημοτικές αρχές, ΜΚΟ, υπουργεία και διεθνείς οργανισμούς, δηλαδή η ανάληψη από τρίτους τής αναπαραγωγής τής ζωής, δεν μπορούσε παρά να στερεί την αυτονομία να οριστεί ο άνθρωπος μέσα από την εργασία του. Η ζωή δεν απέκτησε ποτέ τον κοινό ρυθμό τής δημιουργίας που κάπου-κάπου καταφέρνει να συντονίζει το άτομο με την ομάδα, καθώς τόσο οι λύσεις όσο και τα προβλήματα ορίζονταν έξω από τους πρόσφυγες. Εδώ δεν σχολιάζουμε εάν ήταν αναγκαίες οι εξωτερικές αυτές υπηρεσίες, κάτι που προφανώς ισχύει. Επίσης, δεν στοχαζόμαστε το θέμα ηθικά· άλλωστε χιλιάδες άνθρωποι ξεχειλίζουν από πηγαία ένστικτα αλληλεγγύης και έτσι συμμετέχουν στη στήριξη των καταπιεσμένων. Όπως όμως συμβαίνει και σε τόσες πτυχές της ζωής, κάθε δραστηριότητα είναι ένας αντιπρόσωπος του μοντέλου τού πως επιλύονται εκείνη την ώρα οι ανάγκες. Η εκχώρηση από το δημόσιο προς τρίτους των υπηρεσιών που εξασφαλίζουν τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και, ταυτόχρονα, η αδυναμία αυτοοργάνωσης όσων βρίσκονται σε ανάγκη, ώστε να πάρουν το βίος τους στα χέρια τους, όλα διαιρούν τον προσφυγικό κόσμο ώστε να καταλήγει σε εξαρτημένες μονάδες.

«Ο τρόπος που οι άνθρωποι με κοιτάνε γρήγορα με αλλάζει», ομολογεί ένας μετανάστης στο αξιόλογο ντοκιμαντέρ ‘A Camp is a Wall in a Forest’. «Σε κάποιους δεν αρέσω, ίσως να είναι ρατσιστές… Κάποιοι θέλουν να αποδείξουν ότι είναι καλοί άνθρωποι και να μου το δείξουν… Ίσως να θέλουν να βοηθήσουν, αλλά η βοήθειά τους είναι σαν να με πατρονάρουν και με βάζουν σε μία θέση όπου πρέπει να είμαι ευγνώμων και να τους το χρωστώ (…) εγώ θέλω να είμαι ελεύθερος».

Οι υγειονομικοί φόβοι των επιδημιών έσπερναν και αυτοί σπόρους διαχωρισμών. Τις μέρες της κορυφαίας έξαρσης του κορωνοϊού, ενώ στην υπόλοιπη χώρα το σχέδιο ήταν η κοινωνική απομόνωση για να μείνει η νόσος σποραδική, εδώ δεν έβλεπες παρά κόσμο να υπερχειλίζει από παντού. Οι φόβοι για οριζόντια μετάδοση έκαναν πολλούς από τους ντόπιους νευρικούς και οργανωμένες ακροδεξιές φωνές ήταν έτοιμες να προσθέσουν άλλη μια σφαίρα στον σκουριασμένο τους κάλυκα. Από τις Αρχές κανείς δεν έκανε τίποτα για να μετριαστεί ένα πιθανό κακό και μόνο η τύχη ξαγρυπνούσε, μαζί με λίγες οργανώσεις που χάριζαν μάσκες και ράντιζαν τα χέρια όσων μπαινόβγαιναν με υγρό σαπούνι.

Στα παραπάνω προστίθετο φυσικά και η μεγαλύτερη των διαιρέσεων, που βάζει τις γυναίκες σε θέση άμυνας και φόβου, απέναντι στους βιασμούς και την ενδοοικογενειακή βία, χωρίς την ουσιαστική δυνατότητα καταγγελίας. Πώς είναι να μην μπορείς να πας τουαλέτα μετά τη δύση χωρίς συνοδεία; Να ζεις σε ένα κέλυφος που μπορεί να διαρρηχθεί με ένα απλό ανασήκωμα; Να ακούς τη βία να ψάχνει για κατάλυμα κάθε βράδυ, γνωρίζοντας ότι πέρα από το να είσαι μάρτυρας σήμερα, αύριο μπορεί να περάσει το κατώφλι σου;

Τα δεκάδες κλάσματα του κόσμου αυτού ήταν σκαμμένα και στην όψη των ανθρώπων, καθώς κατέρρεε το δικαίωμά τους για ελευθερία -που πέρα από μια νομική κατάσταση, είναι πρώτιστα μια σχέση αβίαστου ορισμού της ζωής τού καθενός και της καθεμίας, κυρίως μέσα από τη δημιουργία. Η ματαίωση αυτής της σχέσης γράφεται στα λυπηρά καρέ, όπου εκατοντάδες έφηβοι κουβαλούν μια οργή προς τα πάντα, γονείς βλέπουν με κατάθλιψη να μοιράζονται λίγα μέτρα λάσπης με τα παιδιά τους, και ηλικιωμένοι προσεύχονται να μείνουν μακριά από το άγνωστο στα τελευταία τους.

Ωστόσο, δεν ήταν και λίγες οι φορές που μπορούσες να δεις καθαρά μια οργανωμένη αλληλεγγύη για να εξασφαλίσει η γειτόνισσα τις ανάγκες της διπλανής της. Καμιά φορά η δυστυχία φτιαχνόταν τραγούδι σε φθηνές κιθάρες, έτσι που ο πόνος γινόταν πιο ανεκτός και τα όνειρα δεν λάσπωναν μέσα στον άργιλο της Μόριας. Στον κορφιά κάποιων σκηνών έβλεπες αγκαλιές από λουλούδια, κρατημένα όλα μαζί με παράλληλες δεσιές από ξερά στάχυα. Το αισθητικά όμορφο συνόδευε την πρακτική λύση, ιδίως καθώς όσοι κοιμούνταν εδώ αντιλαμβάνονταν τη μακριά χρονική διάσταση του «προσωρινού». Ακόμα, οι φιλίες που φτιάχτηκαν εδώ μέσα ίσως και να κρατάνε, ακόμα κι αν η τύχη χώρισε τους δρόμους των φίλων· άλλωστε πόσοι από εμάς δεν νιώθουμε, ακόμα κι όταν έχουμε χρόνια να τους δούμε, τόσο δικούς μας τους παλιούς συνανθρώπους και τόσο χθεσινές τις παλιές μας ιστορίες;

 

Επίλογος

Η Μόρια ήταν ένας καθρέφτης της ζωής όλων μας. Ανάπτυξη και υπανάπτυξη δεν αφορούν μόνο μεγάλα εδαφικά σύνολα, αλλά και το εσωτερικό των μεγάλων μας πόλεων. Μπορεί η περιφέρεια να αρμέγεται από τους μεγάλους πόλους, αλλά μήπως και η περιφέρεια δεν βρίσκεται τόσο στην επαρχία, όσο και βαθιά μέσα στις μητροπόλεις μας; Πλούτος και ερήμωση εναλλάσσονται, φτιάχνοντας μικρά ή μεγάλα σύνολα, και ακόμα περισσότερο διαιωνίζονται σε ένα επαναληπτικό νήμα.

Μπορεί η Μόρια να ήταν μια αποθήκη ψυχών που συντηρούσαν τη ζωή τους και μάχονταν για την επιβίωση τους, αλλά μήπως δε βρίσκουμε την ίδια ανθρώπινη κατάσταση σε χιλιάδες γειτονιές του πλανήτη; Μπορεί να στεκόταν εκεί σαν ένα φευγαλέο μέρος, ένας τράνσιτ-τόπος δραματικής αναμονής, αλλά μήπως η εφήμερη κατοικία δεν είναι στοιχείο τού σήμερα και μήπως εκατομμύρια άνθρωποι δεν αισθάνονται άβολα στα μέρη τους; Μπορεί το καταναλωτικό μοντέλο της να μην ήταν βιώσιμο, αλλά πόσες πόλεις είτε στερούν από τους πολίτες τους τη δημιουργία ή, από την άλλη, εκθειάζουν δεκάδες επαγγέλματα που καταναλώνουν ανθρώπους; Μπορεί στη Μόρια να λείπαν δεκάδες δραστηριότητες που κάποτε γεννήθηκαν στο άστυ, αλλά μήπως εκατοντάδες γειτονιές τού κόσμου δεν βουλιάζουν τον ελεύθερο χρόνο των ατόμων μπροστά στην τηλεόραση, στο κινητό και τον νωχελικό χρόνο της καφετέριας; Πόσοι και πόσες ζούνε μια παρόμοια φτώχεια ή μια ακόμα μεγαλύτερη αποξένωση, μακριά κι από εκείνους ακόμα τους συντηρητικά πρωτόγονους δεσμούς τού αίματος; Εμπόριο, εξουσία, τάξεις, φιλανθρωπία, θεοί, ανοχή, ελπίδα, υπομονή, κρύο, ζέστη, υγρασία και όλες οι απόπειρες του ανθρώπου να προσαρμοστεί σε αυτά, όλα βρίσκονται τόσο στους καταυλισμούς, όσο και παντού.

Μα αν ψάξει κανείς και καμιά κάτω από αυτό τον σωρό του θανάτου, δε θα βρει μόνο την ουσία μιας ιστορίας εξατομίκευσης και κατάρρευσης, κοινή σε όλους και όλες μας, αλλά και το πώς πρέπει να συνεχίζεται η ζωή· ελευθερία, δημιουργία, τέχνη, πολυεθνικότητα, αυτο-οργάνωση είναι καταστάσεις που επίσης θα έβρισκες μέσα στη Μόρια. Παράλληλα είναι έννοιες που οι σύγχρονες κοινωνικές ισορροπίες μάς μαθαίνουν ότι δεν μπορούμε να τις κάνουμε ιστορικά δικές μας -ούτε οι πρόσφυγες, ούτε όμως και οι άλλοι- όσο δεν τις παλεύουμε μέσα στις ίδιες λάσπες.

* Οι παραθέσεις είναι από συνεντεύξεις προσφύγων και έχουν μεταφερθεί αυτούσια από το φιλμ μικρού μήκους «A camp is a wall in a forest» (2017), σε σκηνοθεσία Anna Knappe και Amir Jan.

Ο τίτλος του κειμένου είναι απόσπασμα από το ποίημα «Ο σωστός δρόμος» (1987) του Ανδρέα Εμπειρίκου.

Οι φωτογραφίες είναι του Γιώργου Ιορδάνου

Ο Κωστής Πλεύρης είναι πολιτικός μηχανικός, διδάκτωρ Πολεοδομίας-Χωροταξίας, ο οποίος βρέθηκε να εργάζεται στη Μόρια μέσα από το τεχνικό τμήμα ανθρωπιστικών οργανώσεων κατά τα έτη 2017 και 2020.

 


Βιβλιογραφία

Φίσερ Ε 1984, Η αναγκαιότητα της τέχνης. Θεμέλιο, Αθήνα.

Harvey D 2006, The limits to capital, London, Verso.