Σε ποιόν ανήκουν οι τοίχοι;

Προβληματισμοί με αφορμή την εικαστική παρέμβαση στο Ε.Μ.Π

| 12/03/2015

Η χαοτική και παράλληλα ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση που έχει αναπτυχθεί τις τελευταίες μέρες με αφορμή το graffiti που αποτελεί το νέο ένδυμα των τοίχων του Πολυτεχνείου, κινείται στην περιφέρεια ενός ζητήματος το οποίο χρήζει πραγματικά συζήτησης και απαιτεί την τοποθέτηση όλων μας, καθώς αποτελεί την αντικειμενική βάση επάνω στην οποία αναδύονται επιμέρους και παράγωγα προβλήματα. Και αυτό είναι το ζήτημα της ύπαρξης, της ιδιοκτησίας, της χρήσης και της νοηματοδότησης του δημόσιου χώρου.

Προτού αναφερθούμε σε αυτό, ας θέσουμε, καταρχάς, κάποια ρητορικά ερωτήματα. Αν υποθέσουμε ότι μια τέτοιου τύπου παρέμβαση πραγματοποιείτο με την έγκριση και την άδεια των αρμόδιων κρατικών φορέων θα είχε γίνει λόγος περί βανδαλισμού, αλητείας και ασυδοσίας; Αν υποθέσουμε επίσης, ότι οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς ανέθεταν την πραγματοποίηση του έργου αυτού σε κάποιον διάσημο καλλιτέχνη αναγνωρισμένης αξίας και κύρους και ευρείας αποδοχής θα γινόταν λόγος για παρακμιακές μουτζούρες και βεβήλωση ενός ιστορικού μνημείου; Αν δεν επρόκειτο για τον τοίχο του Πολυτεχνείου, αλλά για έναν τοίχο σε έναν παράδρομο μιας επαρχιακής κωμόπολης θα ασχολείτο κάποιος; Όταν πριν λίγους μήνες η «ασέβεια» ονομαζόταν επισήμως «Τέχνη» μέσα στο αποστειρωμένο –για το graffiti- περιβάλλον ενός κλειστού χώρου, όπως αυτός της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, όπου έλαβε χώρα μία έκθεση-καταγραφή της ελληνικής graffiti και street art σκηνής με συμμετοχή ενός μεγάλου αριθμού καλλιτεχνών που ανταποκρίθηκαν στην ανοικτή πρόσκληση ενδιαφέροντος της Στέγης, τότε τί έλεγαν όλοι αυτοί οι δημοσιολόγοι που σήμερα κατακεραυνώνουν;

Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, όμως, ας δούμε τα κριτήρια με βάση τα οποία εκφέρονται απόψεις επί του θέματος. Το πρώτο κριτήριο που τίθεται αφορά στη νομιμότητα της πράξης. Με βάση αυτό, οι υπερασπιστές της νομιμότητας την καταδικάζουν ως πράξη και οι αντιεξουσιαστές την εξαίρουν. Το δεύτερο κριτήριο αφορά στην αισθητική τής παρέμβασης. Αφήνοντας κατά μέρος την παράμετρο του προσωπικού γούστου του καθενός, το τί θεωρείται γενικά ωραίο ή το τί θεωρείται τέχνη σε κάθε εποχή και σε κάθε κοινωνία είναι κάτι το οποίο, κατά κύριο λόγο, το προσδιορίζουν συγκεκριμένοι θεσμοί. Με βάση αυτό, οι εκπρόσωποι κατεστημένων αισθητικών αντιλήψεων χλευάζουν το εν λόγω έργο ως μη τέχνη και οι υπέρμαχοι της αμφισβήτησης των αντιλήψεων αυτών το υμνούν ως πρωτοποριακή αναδυόμενη τάση.

Το τρίτο κριτήριο αφορά στο χαρακτήρα αρχιτεκτονικού μνημείου που έχει το συγκεκριμένο κτήριο. Εάν μια κοινωνία ή τμήματά της δεν αναγνωρίζουν την εικαστική αξία ενός έργου, όπως αυτή τίθεται, και παρεμβαίνουν σε αυτό είτε μετασχηματίζοντάς το είτε καταστρέφοντάς το, τότε αυτό συνιστά μια ένδειξη σχετικά με το ότι, αν κάτι θεωρείται μνημείο, αυτό συμβαίνει λόγω κάποιων συμβάσεων που δεν είναι ούτε καθολικά αποδεκτές ούτε υπεριστορικές και δεν μπορούν να εγείρουν τέτοιες αξιώσεις. Μια κοινωνία διατηρεί τα έργα που την εκφράζουν, για όσο χρόνο την εκφράζουν και με ό,τι τρόπο την εκφράζουν. Και επειδή προφανώς, μια κοινωνία δεν είναι κάτι συμπαγές και ομοιόμορφο, αυτό θα αντανακλάται αναπόφευκτα και στους ποικίλους τρόπους με τους οποίους οι τάσεις εντός της αντιμετωπίζουν τα έργα της. Στις ακρότατες συνέπειές της μια τέτοια αντίληψη μπορεί να σημαίνει ακόμα και το ότι μια κοινωνία, αν φτάσει στο σημείο να μετασχηματιστεί τόσο ριζικά που να μην την εκφράζουν τα μνημεία που διατηρούσε μέχρι πρότινος, θα μπορούσε να τα αποκαθηλώσει αμετάκλητα. Φυσικά, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με κάτι τέτοιο και για αυτό και η παρέμβαση που έγινε ήταν σχετικά περιορισμένη. Τα μνημεία με λίγα λόγια είναι ζωντανοί οργανισμοί μέσα σε μια κοινωνία και η διάστασή τους αυτή είναι που επιτρέπει τον κάθε μορφής διάλογό τους με τους ανθρώπους της κοινωνίας που τα γέννησε μέσα στο χρόνο. Και σε τελική ανάλυση, αν θέλει κάποιος να αναζητήσει υπαίτιους για κακή μεταχείριση την οποία μπορεί να έχει υποστεί το κτήριο αυτό, ας φέρει στο νου του είτε την ανεπαρκή υλικοτεχνική συντήρηση εκ μέρους του κράτους είτε τις πολλαπλές επιθέσεις που έχει εξαπολύσει εκεί η αστυνομία στην πρόσφατη ιστορία.

Το τέταρτο κριτήριο αφορά στον ιστορικό χαρακτήρα του κτηρίου του Πολυτεχνείου και τους σχετιζόμενους με αυτό αγώνες για την ελευθερία, που δήθεν αμαυρώνονται. Η απάντηση σε αυτό είναι από απλή έως προφανής. Η ελευθερία δεν έχει μουσειακό χαρακτήρα, δεν μπαίνει σε προθήκες, δεν εξαντλεί το νόημά της σε άψυχα ντουβάρια. Επανανοηματοδοτείται στο εκάστοτε σήμερα, με νέους όρους, με νέους τρόπους, αναπνέει στις τάσεις αμφισβήτησης κάθε παραδεδεγμένης αλήθειας. Αν θέλουν κάποιοι, επίσης, να βρουν ποιοί αμαυρώνουν τους αγώνες που ξεδιπλώθηκαν μέσα από το κτήριο αυτό, ας ρίξει μια ματιά στη διαδρομή αρκετών εκ των πρωταγωνιστών της εξέγερσης του 1973. Κοινώς, η ευκολία με την οποία προκύπτουν τα πορίσματα, οι αποφάνσεις και οι αφορισμοί, καθώς και ο επιφανειακός τους χαρακτήρας, οφείλεται στο γεγονός ότι τίθενται ανεπαρκή κριτήρια.

Αυτό, λοιπόν, που πραγματικά αποτελεί τη βάση επάνω στην οποία αναπτύσσονται οι παραπάνω συζητήσεις, καθώς αναδεικνύεται αντικειμενικά από την πράξη αυτή (ανεξάρτητα από τις προθέσεις των δρώντων), και αποτελεί κριτήριο για μια σε βάθος προσέγγιση του ζητήματος, είναι το ποιά είναι, ποιά πρέπει να είναι και ποιά μπορεί να είναι η χρήση του δημόσιου χώρου ως κοινού. Στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και σε συνθήκες πραγματικής υπαγωγής όλων των πτυχών της ανθρώπινης ζωής στο κεφάλαιο, τα κοινά υπόκεινται σε ολοένα και πιο ασφυκτικές ιδιοκτησιακές σχέσεις. Είτε πρόκειται για τα φυσικά κοινά, όπως το νερό, τα δάση, τα ορυκτά, οι δρόμοι είτε για τα τεχνητά κοινά, όπως οι ιδέες ή οι γενετικές πληροφορίες, η συλλογική και από κοινού χρήση τους υπονομεύεται, λόγω του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στο οποίο περιέρχονται. Έτσι, ο τοίχος ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος, ενός χώρου δηλαδή, όπου γεννιέται και κοινωνείται το κοινό της γνώσης, γίνεται ο καμβάς επάνω στον οποίο απλώνεται, όχι μόνο ένα graffiti, αλλά μια ολόκληρη αντιπαράθεση ανάμεσα στο δημόσιο και στο κρατικό. Μια πράξη, όπως αυτή που συζητούμε, έρχεται να θίξει με άμεσο τρόπο το τί είναι κρατικό και τί δημόσιο, σε τί βαθμό αυτά αλληλοδιαπλέκονται, αν μπορούν αυτές οι δύο πλευρές να συνυπάρχουν και μέχρι ποιό σημείο, πότε ακριβώς αρχίζουν να γίνονται αντιπαραθετικές, ποιός μπορεί να είναι ο δημόσιος χαρακτήρας της χρήσης του κρατικού και ποιός ο κρατικός χαρακτήρας της χρήσης του δημοσίου, ποιός αποφασίζει και πώς τον τρόπο της χρήσης του δημόσιου χώρου (το κράτος ή οι πολίτες και μέσα από τί διαδικασίες) και σε τελική ανάλυση αν μπορεί κάτι κοινό να έχει εντελώς δημόσια λειτουργία, όταν ανήκει στο κράτος. Με μια δόση υπερβολής, ίσως, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι μια τέτοια πράξη διεκδικεί αποφασιστικό ρόλο, ως προς τη χρήση του δημόσιου χώρου, για λογαριασμό των πολιτών, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να κλονίσει ή να αφαιρέσει το ρόλο αυτό από το κράτος, μέσα από οποιαδήποτε μορφή ή θεσμό του. Στην πραγματικότητα, η εικαστική αυτή παρέμβαση μας προκαλεί να σκεφτούμε τους εαυτούς μας ως άμεσα ενδιαφερόμενους για τα κτήρια και τους χώρους της πόλης μας. Ωστόσο, εύλογα θα μπορούσε κανείς να επισημάνει ότι ακόμα και αν ως κοινωνία φτάσουμε στο σημείο μιας τέτοιας κατάστασης ως προς τη χρήση των κοινών, ώστε να αποφασίζουμε για αυτά ως κοινότητα, απαραίτητη προϋπόθεση θα έπρεπε να είναι ο κάθε πολίτης να νιώθει το δημόσιο χώρο και τα κτήριά του ως πραγματικά κοινά αγαθά που ανήκουν σε όλους (και άρα ταυτόχρονα σε κανέναν προσωπικά) και συνεπώς να νιώθει συνυπεύθυνος στη χρήση και την αξιοποίησή τους.

Έχοντας μεγαλώσει όλοι μας σε κοινωνίες με σχέσεις ιδιοκτησίας, ατομικής και κρατικής, ίσως δυσκολευόμαστε να τοποθετηθούμε με οριστικό τρόπο σε σχέση με το παραπάνω κριτήριο. Δυσκολευόμαστε, επειδή αυτό που χρειάζεται να φανταστούμε και να σκιαγραφήσουμε δεν είναι μόνο μια αντικατάσταση των υπαρχουσών σχέσεων ιδιοκτησίας ή η επανοικειοποίηση των χώρων και των αντικειμένων. Είναι η επανοικειοποίηση της ίδιας μας της υποκειμενικότητας στο πλαίσιο νέων κοινωνικών σχέσεων με όρους κοινότητας, όπου θα αποφασίζεται συλλογικά ακόμα και η πραγματοποίηση μιας ζωγραφιάς σε ένα δημόσιο τοίχο και δε θα αποτελεί πια κραυγή οργής για την αποξένωση ή τον αποκλεισμό, αλλά εκπνοή ευχαρίστησης προερχόμενη από μια νέα ανθρωπινότητα.

 Υ.Γ. Σε όσους διέγνωσαν ένα χαρακτήρα βίαιης επιβολής σε αυτήν την πράξη, θα λέγαμε ότι ναι, όντως, αυτή η βία είναι παρούσα. Αλλά είναι παρούσα ως αντανάκλαση της διάχυτης βίας που επιβάλλουν οι κυρίαρχες σχέσεις και αποτελεί αναπόδραστα γέννημά της.

πολυτ1

Ο Δημήτρης Κεχρής είναι φωτογράφος και επιμελητής. Σπούδασε Φυσική στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ολοκλήρωσε το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών «Ψηφιακές Μορφές Τέχνης» της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Είναι συνιδρυτής του κόμβου θεωρίας και κριτικής της φωτογραφίας ALDEBARAN και εργάζεται ως επιμελητής στο MedPhoto Festival. Κείμενά του για τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο έχουν δημοσιευτεί σε επιθεωρήσεις, σε συλλογικούς τόμους και στον ημερήσιο Τύπο. Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος.