Σκέψεις για την Εξέγερση του Δεκέμβρη, τότε και τώρα

Χωρίς κλισέ, πατροπαράδοτα και χιλιοειπωμένα...

| 29/08/2014

Πώς θα ξεκινούσαμε αυτήν τη συνέντευξη-παρουσίαση δεν το ήξερα. Αλλά ήδη την ξεκινήσαμε. Δημοσιογράφος προς δημοσιογράφο. Έτσι, για να έχει πιο πολύ γούστο, να αξίζει τον κόπο, να βγάζει κάτι ουσιαστικό. Να σπάσουμε τα κλισέ, τα πατροπαράδοτα και τα χιλιοειπωμένα. Όχι άλλα στεγανά. Το σκέφτηκα πολύ πάντως. Να σου πω εγώ για το Δεκέμβρη ως…  ντεμέκ «ειδικός», μου φαίνεται από τη μια παράλογο και από την άλλη ανόητο, αν μη τι άλλο. Αστείο. Να σου καταθέσω τη ματιά μου όμως, από όπου ήμουν και για ό,τι είδα, ναι, πολύ ευχαρίστως. Για να τη βάλεις ίσως δίπλα στη δική σου και να ενωθεί με τις ματιές αυτών που έζησαν ή δεν έζησαν την εξέγερση του Δεκέμβρη το 2008. Τα δικά μας «Δεκεμβριανά», αν και κάποιους τους ενόχλησε η λέξη, μαζί με τις σπασμένες τζαμαρίες των τραπεζών.

του Σπύρου Χαλκιά

Θα σου πω μια ιστορία όμως πρώτα διά πένας για να προλάβω την πρώτη ερώτηση που εύλογα έρχεται στο στόμα για τους δημοσιογράφους. Εγώ απλά θα σου μεταφέρω την… «Ιστορία μιας λέξης», όπως την αναφέρει ο Νίκος Βαρδιάμπασης:

Αλήτης


Ο αλήτης (από το αλάομαι) είναι ο περιθωριακός τύπος, ο περιπλανώμενος, ο πλάνητας, ο περιφερόμενος, αυτός που περιθέει στο περιθώριο. Περιθέω σημαίνει περιτρέχω, και αλήτης είναι αυτός που πορεύεται ολόγυρα, τρέχει ολόγυρα για να έχει συνολική θέα.

“Το περι-θώριον είναι το περι- θεώριον, το θεωρείον, δηλαδή τόπος για θέα, του απαιτητικού θεατή που από αγάπη για την γνώση, περιθέει και θεωρεί από όλες τις πλευρές, από όλες τις οπτικές γωνιές, τα δρώμενα, ικανοποιώντας έτσι τις θεωρητικές του ανάγκες στην κοινωνία. Ο περι-θέων, όμως, στο περι-θώριο, επειδή έχει “θράσος” να θεωρεί, για να διαμορφώνει τη δική του, την προσωπική του άποψη, αρνούμενος πίστη στα από καθ’ έδρας θέσφατα (από το θεός + φημί, που σημαίνει λέγω) στα “θέσφατα παλαίφατα” του Ομήρου, στα θεόρρητα, στα παλαιά θεία λόγια που διακηρύσσουν διάφοροι θεόπεμπτοι τιτλούχοι από την έδρα τους, χαρακτηρίζεται, κυρίως απ’ αυτούς, ως άνθρωπος του περιθωρίου, περιθωριακός και αλήτης.

Αυτό όμως είναι άδικο, γλωσσικά τουλάχιστον. Στα χρόνια του Ομήρου, τον βετεράνο της Τροίας, τον τυχοδιώκτη, αυτόν που άλωνε από εδώ και από εκεί, τον έλεγαν οι τότε θεόπεμπτοι άνακες, Άνακτες, Βασιλείς, Διοτρεφείς, αφρήτρορα (από το στερητικό α + φρήτρη, που είναι η φατρία), επειδή δεν κράταγε από σόι, από γνωστή ηρωική γενιά, και ανέστιο, χωρίς εστία, χωρίς δικό του σπίτι και γι’ αυτό αθεμίστιο [Θέμις (από το τίθημι, απ’ όπου ο θεσμός), είναι η προστάτιδα θεά της νομιμότητας και θεμιστεύω πάει να πει δικάζω, κρίνω και χρησμοδοτώ άνθρωπο άνομο, ασεβή, άδικο και ανίερο].

Ο αλήτης πλανάται “θεωρίης είνεκεν” για να δει τι γίνεται στα πέριξ. Δεν μένει απλανής, αλητεύει ικανοποιώντας έτσι τις θεωρητικές του ανάγκες. Άλη λέγεται η περιπλάνηση του αλήτη, περιπλάνηση χωρίς εστία, χωρίς ελπίδα, χωρίς φόβο.

Ακόμα άλη ονομάζεται η περιπλάνηση του πνεύματος, η θεία περιφορά του πνεύματος, η αλή-θεια, την οποία ο Πλάτων στον Κρατύλο παρετυμολογεί απ’ αυτή τη θεία περιφορά του νου, τη Θεία άλη. Ο αλήτης θεωρεί ζητώντας την αλήθεια».

Το σύνθημα λοιπόν «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» και οτιδήποτε μπορεί να ρωτήσεις σχετικά με αυτό, εμένα δεν με αγγίζει. Δεν λέει και ψέματα όμως. Τα συνθήματα πάντα από κάπου πηγάζουν και από αλήθειες βγαίνουν. Αλήθειες καυτηριάζει. Εκείνοι/ες που διαφέρουν στο χώρο το δικό μου δημοσιογραφικά, είτε είναι ρεπόρτερ είτε φωτορεπόρτερ ή τραβούν με κάμερα,  δεν τους λερώνει καν το συνθηματάκι αυτό. Οπότε καλύτερο θα ήταν αντί να ασχολούμαστε με το αν πλήττεται βαρύτατα η δημοσιογραφική οικογένεια καθώς και το δημοσιογραφικό λειτούργημα από αυτό το σύνθημα, να ασχοληθούμε με αυτό που πρεσβεύουν στην έννοιά τους οι λέξεις και επί της ουσίας και επί της διαδικασίας. Και μάλιστα μπορώ να σου πω ότι το πρώτο ανάλογο σύνθημα με την ίδια απαράμιλλη δυναμική ήρθε από δημοσιογράφους προσαρμοσμένο! Και αντίστροφα και μάλιστα σε δημοσιογραφική απεργία και πορεία. Και ακούστηκε εκεί στη Βουλή στα λουλουδάδικα. «Δεν είμαστε ρουφιάνοι, δεν είμαστε αλήτες/αλήτες είναι τα ΜΑΤ και οι ασφαλίτες». Αυτό λέει πολλά αν κοιτάξεις το παρελθόν δημοσιογραφικών κινητοποιήσεων. Γιατί πρώτη φορά στα χρονικά ακούστηκε τέτοιο σύνθημα και μέσα από δημοσιογραφικό μπλόκ.

Μην ξεχνάμε ότι μέσα στο Δεκέμβρη δημιουργήθηκε η πρώτη ανυπάκουη δημοσιογραφική συλλογικότητα, η γνωστή «Κατάληψη ΕΣΗΕΑ», που κατέλαβε το κτίριο της ΕΣΗΕΑ και χρησιμοποίησε τα γραφεία του σωματείου ως κέντρο αντι-πληροφόρησης. Το Δεκέμβρη γεννήθηκε. Μια από τις μέρες της απίστευτης καταστολής και κρατάει ακόμη με πλούσια και ενεργό δράση στους χώρους εργασίας και στις γαλέρες «παραγωγής» ειδήσεων. Μην ξεχνάς ότι οι τηλεοράσεις και «εκλεκτοί δημοσιογράφοι» μόλις έγινε η δολοφονία του Γρηγορόπουλου άρχισαν και έλεγαν τέρατα για το τι είχε συμβεί. Απίστευτα ψέματα. Πραγματικά τέρατα, πραγματικά απίστευτα! Παραποίησαν τα πάντα. Διαστρέβλωσαν και είπαν ό,τι τους υπαγόρευε τόσο η αστυνομία όσο και η βλακεία τους, η φασίζουσα αντίληψη και νοοτροπία που τους διακατέχει, ή καλύτερα η επικινδυνότητά τους. Γιατί πραγματικά κάποιοι/ες  σε αυτές τις θέσεις της «ενημέρωσης»,  είναι επικίνδυνοι με περικεφαλαία. Από την πρώτη στιγμή όμως υπήρχε ένα βίντεο-ντοκουμέντο (που εμφανίστηκε αργότερα βέβαια, αλλά κάποιοι το ξέραμε και το αναζητούσαμε), που δεν χωρούσε καμία αμφιβολία για το τι έκαναν οι δυο ειδικοί φρουροί. Είχαν βγει περίπολο θανάτου.

Ο Δεκέμβρης έδρασε ως καταλύτης νέων εξελίξεων. Έγιναν συγκλίσεις, ανακατατάξεις, αναθεωρήσεις. Διαμορφώθηκαν συνειδήσεις. Ξεκίνησαν νέες ιδέες, ξεπήδησαν οράματα, δημιουργήθηκαν νέες δομές και στήθηκαν στη βάση του κινήματος. Του λαού που εξεγείρεται. Τίποτα δε χάθηκε. Τίποτα δεν τελείωσε.

Ο Δεκέμβρης δεν ήταν απάντηση, ήταν ερώτηση.

Και έβαλε το σπόρο για την επόμενη εξέγερση.

 

Έτσι πρέπει να τον δούμε. Γιατί έτσι όπως έγινε η κοινωνική έκρηξη, τρομοκράτησε πολλούς καρεκλοκένταυρους της εξουσίας και  άλλους τόσους «ειδικούς» στη χειραγώγηση πλήθους τηλεθεατών.

Ο Δεκέμβρης του ΄08 πήρε και θέριεψε τις συνειδήσεις. Τις ξύπνησε. Τις έβγαλε στο πεζοδρόμιο. Τις φώτισε και τις φούντωσε με τη φωτιά της ελευθερίας. Τις έκτισε με την ουσία αυτού του κόσμου. Αλληλεγγύη – Αντίσταση – Ανυπακοή

Τι ήταν ο Δεκέμβρης; Μια έκρηξη. Βαθιά στην καρδιά της κοινωνίας. Όσο βαθιά μπορούσε να φτάσει η οργή για το θάνατο ενός 15χρονου παιδιού. Στο μέσα μας. Σε όσους τους άγγιξε δηλαδή, γιατί υπήρχαν και αυτοί που δεν τους άγγιξε τίποτα. Υπήρχαν και αυτοί, που έπιναν καφεδάκια στις καφετέριες, ενώ κάποιοι άλλοι μάχονταν στους δρόμους, ξυλοκοπούνταν, πνίγονταν στα χημικά, συλλαμβάνονταν, κρατούνταν στα Α/Τ και στη ΓΑΔΑ. Η οργή για τη δολοφονία του νέου, αυτού του νέου αίματος ενός 15χρονου, του καινούργιου που δεν πρόλαβε να ανθίσει, δεν ήταν τόσο απλή υπόθεση όμως. Ο θάνατος του μέλλοντος, η καρατόμηση του ανθού της κάθε κοινωνίας, που είναι τα παιδιά και οι νέοι άνθρωποι. Σκότωσαν οι μπάτσοι ένα παιδί. Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε. Εσύ, εγώ, ο διπλανός μας, ο φίλος μας, ο σύντροφος μας, η μάνα μας, ο αδελφός μας, το παιδί μας, το παιδί του παιδιού μας. Ο δικός μας Αλέξης. Έτσι ήταν για όλους μας αυτή η δολοφονία. Και ναι… «είμαστε συγγενείς… γιατί ήταν ο αδερφός μας ο δολοφονημένος από το κράτος».

Και έτσι βγήκε ο κόσμος στους δρόμους. Δεν ελεγχόταν από κανέναν αυτό. Αυθόρμητα βγήκε στο δρόμο. Αυθόρμητα αντέδρασε.

 Πολύς κόσμος. Ο οποίος είχε αρχίσει να ασφυκτιά και ζοριζόταν πολύ από τις πολιτικές των κυβερνήσεων πασοκοδεξιάς και ξαφνικά μαθαίνει ότι για πλάκα αστυνομικός σκότωσε ένα παιδί. Όλα έδειχναν ότι χρειαζόταν ένα κάτι για να γίνει η έκρηξη. Αλλά δεν ήταν απλά ασφαλιστική βαλβίδα εκτόνωσης αυτό που έγινε. Λειτούργησε σε ένα βαθμό εκτονωτικά, άλλα μετά την εκτόνωση ήρθαν οι νέες συλλογικές δομές που σχηματίστηκαν στις καταλήψεις του Πολυτεχνείου, της ΑΣΟΕΕ, της Νομικής, της Λυρικής, των δημόσιων κτιρίων, των δημαρχείων, της ΓΣΕΕ κλπ κλπ… Αλλά αυτή η βαλβίδα έτσι όπως άνοιξε, με έναν πυροβολισμό στην καρδιά, τους έκατσε άσχημα και γύρισε μπούμερανγκ στους κρατούντες. Δεν περίμεναν τέτοιο ξεσηκωμό. Πίστευαν νομίζω, ότι θα κρατήσει μια δυο τρεις τέσσερις μέρες και μετά θα ξεφουσκώσει. Αμ δε  που έγινε έτσι… Απλωνόταν όλο αυτό στις γειτονιές όλης της χώρας, αλλά και εκτός συνόρων. Δεν μπορούσε να το ελέγξει κανένας. Ούτε το κράτος ούτε και τα κόμματα. Ούτε οι νεολαίες τους. Να σηκωθούν και οι πέτρες όλες, με αυτό τον τρόπο και να αρχίσουν τους εξοστρακισμούς δεν το περίμεναν. Δεν εθελοτυφλώ. Δεν βγήκαν όλοι στο δρόμο. Αλλά όσος κόσμος βγήκε, έμεινε στο δρόμο και έζησε την εξέγερση, είχε άλλη οπτική εικόνα της πραγματικότητας από αυτή που έβλεπε στις ειδήσεις ο μέσος τηλεθεατής. Όλοι όσοι ένιωσαν τις φλόγες στα οδοφράγματα και μπήκαν και στις δομές που δημιούργησε ο Δεκέμβρης, αφού σχηματίστηκαν συνελεύσεις, ομάδες, νέοι συσχετισμοί δυνάμεων, καταλήφθηκαν κτίρια, έγιναν πολύμορφες δράσεις. Άνθρωποι πολλοί βρέθηκαν πολύ κοντά και βαφτίστηκαν με τη φωτιά της εξέγερσης. Θυμάμαι το καμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Καμένο τοπίο στις χλιδάτες βιτρίνες της Ερμού. Και ο κοσμάκης να ψωνίζει ή τουλάχιστον να κάνει ότι ψωνίζει. Ενώ ένα τετράγωνο πιο εκεί γινόταν πόλεμος.

 Αλλά σκέφτομαι πάντα τι γίνονται μετά από τις εξεγέρσεις οι εξεγερμένοι. Τι έγιναν αυτά τα 15χρονα που τότε μας έδιναν μαθήματα αξιοπρέπειας, ανυπακοής και αλληλεγγύης; Σκέπτομαι τα πιτσιρίκια, που προσπαθούσαν το ένα με το άλλο να βοηθήσουν το συμμαθητή τους να μη συλληφθεί  από τα ΜΑΤ. «Όλοι για έναν κι ένας για όλους». Ιπποτικά πράγματα. Μαθήματα ζωής, μαθήματα αξιοπρέπειας και αλτρουισμού από 15χρονα. Και όποιος το υποτιμούσε δεν ήξερε τι του γινόταν. Εκείνος έχανε την ουσία.

Αλλά πάντα, πάντα. Στο μυαλό είναι ο στόχος πριν καν γεννηθούμε. Τους νέους ανθρώπους έχει σαν στόχο εκατοντάδες χρόνια το σύστημα. Να τους τιθασεύσει, να τους εκπαιδεύσει σε καλούς σκλάβους για να συνεχίσουν να εκπαιδεύουν με τη σειρά τους τους νέους καλούς σκλάβους και πάει λέγοντας. Για να βγουν έτοιμοι για τις εργασιακές γαλέρες. Για να βαδίζουν σκυφτά στο δρόμο του μεσαίωνα ξανά και ξανά και ξανά. Και αν χρειαστεί, να γίνουν κιμάς στην πεπαλαιωμένη πια κρεατομηχανή του μεγάλου κεφαλαίου του κέρδους και των πολέμων που σπέρνουν. Ξεκληρίζονται λαοί, γίνονται γενοκτονίες, με τελευταία αυτήν της Παλαιστίνης, άλλα δεν είδα πάρα μόνο δολοφονική στυγερότητα από τους δολοφόνους, κροκοδείλια δάκρυα από τους συνυπεύθυνους και φυσικά δεν είδα τον κόσμο κατά δεκάδες χιλιάδες να ξεσηκώνεται μπροστά στις αιματοβαμμένες εικόνες της Γάζας, τα διαμελισμένα παιδικά κορμάκια και όλες αυτές τις φρικαλεότητες αποτέλεσμα των βομβαρδισμών των Ισραηλινών. Η σκληρή πραγματικότητα του θανάτου δεν είναι παιχνιδάκι και εικόνα στις ειδήσεις. Χρειάζεται κάτι περισσότερο από δάκρια.

Αλλά από αλλού για εμένα ξεκινάει το κακό. Η παιδεία, για εμένα η ουσιαστική παιδεία, η δημιουργική που κάνει το λουλουδάκι να ανθίσει, που κάνει τους ανθρώπους δημιουργικούς, ευτυχισμένους και καλύτερους. Αυτή λείπει όχι μόνο από τα σχολεία, όχι μόνο μέσα στην οικογένεια, αλλά και από τον αγώνα στο δρόμο, την καθημερινότητα. Η παιδεία που δημιουργεί χαρούμενους και ευτυχισμένους ανθρώπους. Και όχι κρέας στη μηχανή του κιμά. Θυμάμαι όταν μαθητής διάβαζα για το Σάμερχιλ, αυτό το υπέροχο σχολείο. Φυσικά γνώριζαν και κάποιοι/ες από τους δασκάλους μας για το «πείραμα» και  αυτό μας έκανε να συναντώνται τα όνειρα και οι ελπίδες για κάτι καλύτερο και δρούσαμε διαφορετικά μέσα στην τάξη και ναι, με αυτά που κάναμε εμπνεόμαστε συλλογικά και λίγο μαζικότερα. Αν είχαν τα σχολεία μας ένα τόσο δα άγγιγμα από το Σάμερχιλ, θα ήταν πολύ καλύτερη η κοινωνία.

Για το αίμα του Αλέξη Γρηγορόπουλου που χύθηκε στα πλακόστρωτα των Εξαρχείων δεν υπήρχε κανένας άλλος τρόπος να εκφράσεις τα συναισθήματά σου παρά μόνο με την οργή. Οργή, πολλή οργή. Ήταν το αυτονόητο. Εθελοτυφλούσες αν δεν το έβλεπες. Η πόλη καίγεται. Η πόλη καίγεται. Και όταν η οργή ξεχειλίζει και τζάμια θα σπάσουν -και όχι μόνο ένα, αλλά πολλά. Μου είχε κάνει εντύπωση που όταν διαδηλωτές εξεγερμένοι έσπαγαν τις τράπεζες στην Κοραή, χαρακτηριστικά τη νύχτα της μεγάλης διαδήλωσης, ο κόσμος δεν έκανε το παραμικρό. Δεν τους ένοιαζε. Δεν έφριτταν όπως άλλες φορές, δεν δυστροπούσαν από τους «βανδαλισμούς». Αντιθέτως. Ήταν οι ληστρικές τράπεζες που έσπαγαν και ο ήχος ήταν διαφορετικός. Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει και απλά γινόταν. Και οι τράπεζες θρύψαλα. Και τα χρήματα από τα αυτόματα μηχανήματα που σπάζονταν, μοιράζονταν στον κόσμο «χαρτοπόλεμος». Είδα παππούδες με τα μαγκούρια τους που χειροκροτούσαν και έπαιρναν τα χρήματα από κάτω. Είδα «εκλεκτούς συναδέλφους» να ψάχνουν μέσα στα διαρρηγμένα ΑΤΜ μπας και υπάρχουν τίποτα χρήματα ξεχασμένα. Έτσι για την ιστορία και για τις όποιες αυταπάτες.

Η οργή απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη όχι για έναν ξένο θάνατο, αλλά για το θάνατο ενός δικού μας ανθρώπου. Για το δικό μας θάνατο που ίσως μας επιφυλάσσει κάποιος ένστολος ειδικός φρουρός της δημοκρατίας που τραβάει εύκολα πιστόλι. Και βέβαια τότε δεν το ξέραμε ή δεν το ’χαμε καταλάβει. Δεν ξέραμε ότι μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη θα ακολουθούσαν βήμα βήμα οι πολιτικές των μνημονίων με την συγκατάβαση από τις κοινοβουλευτικές μαριονέτες. Αχυράνθρωποι,  πιστά σκυλιά του βαθύ κράτους των τροϊκανών αφεντικών.

Με αυτήν τη σκέψη λοιπόν, για το τι έγινε μετά το Δεκέμβρη, άρχισα να ψαχουλεύω και να ξανακοιτώ το υλικό του 2008. Καρέ καρέ. Και σκεπτόμουν εμμονικά θα έλεγα, τι να κάνουν τώρα όλα αυτά τα παιδιά. Πού βρίσκονται επαγγελματικά και σε ποια σύγχρονη γαλέρα κάνουν κουπί, αν δεν έχουν καταταγεί σε σχολές της αστυνομίας. Δεν το λέω εγώ αυτό, το λένε τα αποτελέσματα των επιτυχόντων στις πανελλαδικές εξετάσεις τα τελευταία χρόνια και οι επιλογές των νέων για τα σώματα ασφαλείας. Και αυτό κάτι δείχνει για τον συντηρητισμό της κοινωνίας και το πώς προχωρά με σκυμμένο το κεφάλι.

Όσοι δεν διάλεξαν καλή μόνιμη θεσούλα είναι στα πολυκαταστήματα και στις μεγάλες αλυσίδες. Δουλεύουν για 250 – 300 ευρώ. Είναι οι μαύροι εργαζόμενοι στα μαγαζιά και μάλιστα είναι και αναγκασμένοι να υφίστανται τις ταπεινώσεις και τα ψαξίματα στις τσάντες στην αποχώρηση της δουλειάς τους. Είναι οι νέοι σκλάβοι στα ηλεκτρονικά σάιτ «ενημέρωσης» για ακόμη λιγότερα χρήματα. Με ωράρια προς το άπειρο. Απλήρωτοι για μήνες, με μειώσεις, περικοπές και καθυστερήσεις πληρωμών, αδειών και επιδομάτων. Με ανασφάλιστη εργασία και δουλεία με το κεφάλι. Άραγε αυτή η γενιά πήγε σαν τα σφαχτάρια στο μεσαιωνικό κατήφορο που εκτυλισσόταν και συνεχίζει ακάθεκτος; Είναι η γενιά που βρήκε ένα εργασιακό μεσαίωνα και έτσι τον αποδέχεται; Γιατί αλλιώς, κάποιος άλλος που περιμένει στη σειρά θα τους φάει τη θέση στη μαύρη εργασία για ακόμη λιγότερα.  Αυτή είναι η πραγματικότητα. Άβυσσος. Αλλά και σκοτεινή περίοδος ο μεσαίωνας.

Τότε το 2008 ήταν αλλιώς. Πιτσιρίκια εξοργισμένα, τα αστυνομικά τμήματα βομβαρδίστηκαν από νεράντζια και πέτρες. Η αστυνομία έφερνε αλλεργία. Προκαλούσε οργή μόνο η λέξη. Κόσμος βγήκε στο δρόμο ανταριασμένος από την κρατική αυθαιρεσία και την αστυνομική κτηνωδία.  Καθηγητές, δάσκαλοι, γονείς, κάτοικοι της πόλης. Στο Κολωνάκι, στη Σκουφά χαρακτηριστικά θυμάμαι, ακόμη και εκεί,  πέταγαν στα ΜΑΤ από τα μπαλκόνια νερά και γλάστρες. Τους έδιωχναν με τις μαγκούρες στενό στενό ηλικιωμένοι άνθρωποι. Γραβάτες χρησιμοποιήθηκαν για αντιασφυξιογόνες μάσκες. Εσπασαν τράπεζες, μηχανήματα ΑΤΜ άδειασαν και τα χρήματα μοιράστηκαν στον κόσμο σαν «χαρτοπόλεμος».

Μια πόλη μαντρωμένη από τις αστυνομικές δυνάμεις των ΜΑΤ και κάθε λογής αστυνόμο τώρα ήταν απελευθερωμένη. Δεν υπήρχαν πουθενά και όπου εμφανιζόντουσαν ήταν σαν σκυλιά βρεγμένα. Τους έδιωχνε ο κόσμος. Τους φώναζε «δολοφόνοι». Δεν μπορούσαν πουθενά να σταθούν. Μέχρι με λάστιχα τους έβρεχαν από τα μπαλκόνια.  Το ένιωθες, το μύριζες στον αέρα. Το έβλεπες στα μάτια του κόσμου. Οι δρόμοι ήταν του λαού που εξεγείρεται και χτυπιέται με την κρατική δολοφονική μηχανή που σκότωσε τον Αλέξη. Σκότωσε ένα παιδί. Που δεν πρόλαβε καν να μεγαλώσει. Και να ζήσει. Σκότωσαν τον αδελφό σου, το φίλο σου, το σύντροφό σου, τον άνθρωπό σου. Σκότωσαν έμενα, εσένα, τον διπλανό μας, τη διπλανή μας. Και αυτό δεν μαζευόταν, με όσες διμοιρίες και αν κατέβαζαν. Μη ξεχνάμε ότι για πρώτη φορά σε μαζικές διαδηλώσεις χρησιμοποίησαν τα ΕΚΑΜ που τα είχαν πίσω από τη Βουλή σε ετοιμότητα και τα κατέβασαν στο δρόμο όταν είδαν χιλιάδες λαού.

Ποιος θα με διαψεύσει; Ήμουν και εγώ εκεί όπως και χιλιάδες άλλοι άνθρωποι. Το έχω στα μάτια μου, στην κάμερά μου στη φωτογραφία μου, στο βίντεο. Υπάρχει στο βίντεο αυτό. Τα ΕΚΑΜ να κατεβαίνουν από τη Βουλή εναντίον ενός πλήθους ανθρώπων στο Σύνταγμα. Αυτό είναι να είσαι ρεπόρτερ. Να είσαι εκεί. Όχι πίσω από τις διμοιρίες προστατευμένος, αλλά μπροστά στο γεγονός. Να το βλέπεις και να το καταγράφεις. Με κάθε θυσία προσπαθείς να είσαι μπροστά. Εκεί οπού γίνονται όλα.  Για αυτό εξάλλου πολλούς/ες από εμάς μας έχουν ζητήσει οι δικηγόροι συλληφθέντων, κυρίως μαθητών και φοιτητών, να καταθέσουμε στις δίκες τους. Όλα τα παιδιά αθωώθηκαν και φυσικά πήγαμε μάρτυρες υπεράσπισής τους με όλες τις φωτογραφίες που αποδείκνυαν κάθε φορά τα γεγονότα.

Κινδυνεύεις όντως απ’ όλες τις μεριές μερικές φορές, αλλά το σίγουρο και αυτό που σε οπλίζει καλύτερα, σε θωρακίζει ίσως, είναι ότι έχεις επιλέξεις με ποια πλευρά θα είσαι. Και ως δημοσιογράφος, ως άνθρωπος, έχω επιλέξει στο αξιακό μου σύστημα να είμαι πάντα με τους… Ινδιάνους, τους φτωχούς, τους κατατρεγμένους, τους συλληφθέντες, τους κατηγορούμενους, τους φυλακισμένους, τους άστεγους, τους τοξικοεξαρτημένους και  τους κοινωνικά αποκλεισμένους. Δουλειά μου είναι να μιλώ μαζί τους, να τους δίνω φωνή -η δική τους φωνή να ακουστεί. Ο κόσμος να μιλήσει, να εκφραστεί, να πει την αλήθεια χωρίς μεσάζοντες και καθοδηγητές, γιατί είναι και άτσαλοι πανάθεμά τους κάποιοι ειδικοί της δημοσιογραφίας. Εξόφθαλμα μάλιστα.  Θυμάμαι από τα φοιτητικά το πλάνο στις ειδήσεις: διμοιρίες των ΜΑΤ να ξυλοκοπούν απίστευτα ομάδα φοιτητών που την κύκλωσαν λίγο μετά το κάψιμο του φυλακίου στον Άγνωστο Στρατιώτη. Πολύ ξύλο σε εγκλωβισμένους ανθρώπους που τους είχαν και κάτω. Και ενώ η εικόνα έδειχνε αυτό, ο ενημερωμένος ρεπόρτερ της τηλεόρασης που κάλυπτε το θέμα στο σημείο έλεγε ότι αυτή τη στιγμή διαδηλωτές πραγματοποιούν σφοδρή επίθεση στους αστυνομικούς! Και σου έπεφτε το σαγόνι με αυτά που άκουγες και συνάμα έβλεπες γιατί δεν είχαν τίποτα που να τα συνδέει. Πολύ δε περισσότερο όταν το είχες δει με τα μάτια σου το μακελειό πάνω στα φοιτητικά κορμιά.

Όπως είπα, από παιδάκι ήμουν με τους Ινδιάνους γιατί χρησιμοποιούσαν τα πάντα γύρω στη φύση με σοφία και σεβασμό. Άσχετα αν με έντυναν καουμπόι τις απόκριες. Εγώ μέσα μου ήμουν Ινδιάνος.  Και ναι, είμαι με το αγρίμι που το κλείνουν σιγά σιγά στο κλουβί. Και αν μπορούσα, θα το απελευθέρωνα. Αυτοί που το φυλακίζουν κινδυνεύουν από αυτό. Όχι εγώ. Εγώ με τα αιλουροειδή, τις γάτες, μεγάλωσα και με σκύλους και καναρίνια λεύτερα που μπαινόβγαιναν στα κλουβιά τους.

Εκατό κάμερες να είχες τότε σε όλους τους δρόμους το μεγαλείο του Δεκέμβρη δεν θα μπορούσε να καταγραφεί στην ολότητά του. Είναι βαθιά χαραγμένο μέσα μας.

Δεν έλειψαν φυσικά και τα χιουμοριστικά περιστατικά μέσα στην όλη δύσκολη κατάσταση. Ένα δένδρο καίγεται, Στουρνάρη. Πετροπόλεμος και χημικά στη Στουρνάρη κατά τις συμπλοκές στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Από μολότοφ έχει πιάσει φωτιά κάδος με σκουπίδια και στη συνέχεια είχαν αρχίσει να γλύφουν οι φλόγες ένα αυτοκίνητο, αλλά και ένα δέντρο. Στην πύλη του Πολυτεχνείου γίνεται της κολάσεως από χημικά και πετροπόλεμο. Τα ΜΑΤ δεν χρησιμοποιούν τους πυροσβεστήρες για να σώσουν κάτι άλλο πέρα από τους συναδέλφους τους. Ποτέ δεν έχω δει το αντίθετο. Το δένδρο έχει αρχίσει να σιγοψήνεται στον κορμό. Προσπαθώ με όσο νερό από μπουκάλι εχώ πάνω μου να βρέξω τον κορμό. Ατυχέστατο. Ανοησία. Ένας καταστηματάρχης φέρνει έναν πυροσβεστήρα και τον αδειάζω στις φλόγες, αλλά δεν γίνεται τίποτα γιατί δεν μπορώ να πλησιάσω κοντά από την ένταση της φωτιάς. Προσπαθεί και ο καταστηματάρχης, αλλά ούτε και εκείνος μπορεί. Είναι τόσο έντονη η φλόγα που χωρίς μάσκα δεν μπορείς να πλησιάσεις. Έτρεξα με τα χέρια ψηλά προς την πύλη της Στουρνάρη και φώναξα. «Κάποιος με μάσκα να έρθει να βοηθήσει να σβήσουμε το δέντρο». Πέφτει μια παγωμάρα στιγμιαία και το ξαναφωνάζω… Τελικά ήρθαν δυο με μάσκες λέγοντας χαρακτηριστικά «Αμάν ρε με ’σας τους οικολόγους πια… άντε πάμε να βοηθήσουμε»  και τελικά ήρθαν με μάσκες, μπόρεσαν να πλησιάσουν κοντά στις φλόγες και με πυροσβεστήρα έσωσαν το δέντρο. Το υπόλοιπο τοπίο ήταν βομβαρδισμένο, αλλά το δέντρο το σώσαμε.

Μου λες αν ένας δημοσιογράφος μπορεί ή πρέπει να συμμετέχει ή να μη συμμετέχει στα γεγονότα. Δεν ξέρω αν σου έχω απαντήσει στο ερώτημα περί ρόλων καθορισμένων. Η απάθεια και η ουδετερότητα έμενα δεν μου ταιριάζει.

Πρόσφατα είδα στην Παλαιστίνη από τους βομβαρδισμούς των Ισραηλινών σε ένα νοσοκομείο παιδάκια κομματιασμένα. Ενας ρεπόρτερ πήρε ένα στην αγκαλιά και άρχισε να τρέχει να βρει γιατρό. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει εκτός από αυτό ή, αν χρειαζόταν, να έβαζε το κορμί του μπροστά για να μην πυροβολήσουν ένα πιτσιρίκι; Οτιδήποτε άλλο θα ήταν ανήθικο.

Είναι υποχρέωσή μου -είχα γράψει σε ένα κείμενο παλαιότερο μετά από έναν ξυλοδαρμό στη Νομική- να βοηθώ οποιονδήποτε άνθρωπο είναι χτυπημένος ή τραυματισμένος στο έδαφος. Ε, δεν θα σταματήσω τώρα να σκέπτομαι και να λειτουργώ έτσι και να υποταχτώ επειδή οι ράμπο της όποιας αστυνομίας δεν θα θέλουν δημοσιογράφους και κάμερες εκεί που δρουν. Γιατί θα θέλουν να δρουν ανενόχλητοι.. Και το ξέρουμε ότι γίνεται αυτό. Έτσι λοιπόν, οταν μας βρίσκουν, προσπαθούν να κάνουν το χειρότερο -όπως και το κάνουν. Να χτυπήσουν, να ψεκάσουν κατά πρόσωπο, να σου σπάσουν τη μηχανή και το κεφάλι. Το επίσημο ελληνικό κράτος συνήθως δεν τους ενοχλεί επειδή, ίσως, τυπικά, περιμένει, μέχρι να ολοκληρωθεί η ΕΔΕ και αν φυσικά βγει κάτι, θα παρέμβει. Δηλαδή ποτέ. Αυτά για τους δημοσιογράφους. Για τους διαδηλωτές τα πράγματα είναι πολλαπλώς χειρότερα όπως  χειρότερο είναι και το ξύλο. Έτσι, για να μη ξεχνιόμαστε δηλαδή.

Αυτό που νιώθεις εκείνες τις ώρες  για τα ΜΑΤ είναι κάτι που δεν μπορώ να το εξηγήσω πάρα μόνο με την έξης φράση: «Δεν με φοβίζουν». Και απέναντι στα όπλα τους εγώ έχω το ισχυρότερο όπλο: αυτό της αλληλεγγύης, μαζί με τους κατατρεγμένους αυτής της χώρας που λέγεται Γη.

Λευτεριά σε όλους/ες μας

Σπύρος Γ. Χαλικιάς

8