«Στάχτη στο στόμα», της Μπρέντα Ναβάρο
Κάτω από το δέρμα της ψυχής

Ο ψίθυρος ήρθε από το Χόλυγουντ. Και όμως! Χαμηλός φωτισμός, δυο άντρες συνομιλούν. Χαμένοι κάπου στην Ιστορία αναρωτιούνται για το επέκεινα. Κανείς δεν μπορεί να προβάλλει το σίγουρο μέλλον στο αβέβαιο παρόν. Δυο λέξεις μόνο στέκουν και δίνουν το απόλυτο στον αδύναμο άνθρωπο: σκιές και στάχτη. Το μαύρο της νύχτας, της κλειστής οθόνης, των κλειστών ματιών έρχεται. Ο Μορφέας αναλαμβάνει και αθόρυβα μαζεύει τα ασώματα και τη σκόνη, τα πτώματα και τα ακυρωμένα όνειρα. Ο ψίθυρος, η πανίσχυρη, διαχρονική, κατάσταση ταξιδεύει και σε άσπρες σελίδες τρυπώνει. Δεν περιμένει. Ξέρει ότι η πένα θα έρθει και η σκέψη, η ανησυχία, θα φροντίσουν για τα υπόλοιπα. Και πάλι το πανί της μεγάλης οθόνης παρεμβαίνει. Η κάμερα τραβιέται αργά. Το πλάνο ανοίγει και σε ασπρόμαυρο κάδρο μια οικογένεια τοποθετείται. Χαρές, γέλια, αγκαλιές σε παραλία. Κάπου. Κάποτε, Πάντα. Το φως ανάβει, οι τίτλοι τέλους πέφτουν και κάπου στο γκρίζο ζητωκραυγάζει η μελαγχολία και η μάταιη προσπάθεια. Και εκεί, στο ενδιάμεσο, προχωρά η ζωή και τις στάχτες της σκορπίζει πάνω σε άλλες στάχτες. Η στάχτη γίνεται η πρώτη και η τελευταία τροφή του ανθρώπου. «Στάχτη στο στόμα» (Εκδόσεις Carnivora) λοιπόν. Η τυραννία του φωτός θα μας σώσει, ίσως.
Το βιβλίο της Μπρέντα Ναβάρο είναι ψυχογράφημα. Και είναι τόσο δυνατό, που ξεπερνά τα λογοτεχνικά όρια! Η συγγραφέας καταπιάνεται με ερωτήματα όπως «πού ανήκουμε;», «γιατί δεν αντέχουμε τη ζωή;», «γιατί να υπάρχει περιθώριο;». Υπαρξιακές αγωνίες που επιβάλλουν να «σπάσει» η επιφάνεια της πραγματικότητας που ζούμε. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται η μαεστρία και η ικανότητα της Ναβάρο. Όλα αυτά, τα βαθιά ανθρώπινα, γίνονται αφορμή για να στραφεί στα εσωτερικά μονοπάτια της ζωής της, να εντοπίζει τα μύχια, τα ανείπωτα που μας απασχολούν και μας δοκιμάζουν. Η Ναβάρο δεν μένει στην εύλογη ανησυχία, αλλά εξετάζει τον τρόπο που αυτή δημιουργείται και προσπαθεί να καταλάβει τους κώδικες αυτής. Στιςς θεμελιώδεις αγωνίες-ερωτήσεις, προσθέτει τις δικές της, τις αναρωτήσεις της, τις δυσάρεστες εκπλήξεις της που μεταφράζονται σε «γιατί αυτοκτονούμε;», «γιατί αγαπάμε;», «γιατί μισούμε;» και «γιατί διαρκώς μένουμε ανέστιοι;». Με τις ειλικρινείς και σπάνιες προθέσεις της, η Ναβάρο μπαίνει κάτω από το δέρμα της ψυχής. Η γραφή της ρέει ασταμάτητα και το εξόδιο φως είναι το μόνο που μπορεί να τη σώσει, ίσως.
Μια οικογένεια. Ο μικρός αδελφός. Η μεγάλη αδελφή. Η μάνα. Το Μεξικό. Η Μαδρίτη. Τα σύνορα που υπάρχουν και δεν υπάρχουν. Η απουσία πατέρα, οι απουσίες που πυκνώνουν και γίνονται οι μοναδικές παρουσίες. Η μοναξιά γίνεται απομόνωση, χωρισμός, αγάπη που αιμορραγεί. Λίγο πριν το τέλος, το πέταγμα. Αμέσως μετά, η κατακόρυφη πτώση. Ο Ντιέγο απ’ το Μεξικό θα χρειαστεί χρόνια για να ζήσει το ευρωπαϊκό «όνειρο». Η μητέρα του μακριά. Η παιδική επιθυμία για φυγή γίνεται σύγκρουση με το αδιέξοδο. Η αδερφή του θα αναλάβει το δύσκολο έργο της εξιστόρησης, του μονολόγου. Η Ναβάρο εκμεταλλεύεται την πρόζα της και, κυρίως, την ποιητική λαλιά της και στήνει ένα πανέμορφο μυθιστόρημα-ψυχογράφημα. Με την πένα της εντοπίζει τις χαμένες ώρες και τη δύναμη του ευάλωτου, αυτού που όλους μας περιμένει και κατά βάθος μας ορίζει. Δεν έμαθα αν ο Ντιέγο αγαπούσε τη Χιμένα. Εχω την εντύπωση ότι στην αρχή μας αγαπούσε όλες, ύστερα, όμως, όχι. Επειδή το νιώθω σαν προδοσία που έφυγε, και σκέφτομαι ότι ο παλιομαλάκας δεν αγαπούσε κανέναν. [σ.166]. Η πολύ καλή, αξιόπιστη, μετάφραση ανήκει στην Ασπασία Καμπύλη.