Στον ανεστραμμένο κόσμο της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ
Ενας τόμος με επιλεγμένα ποιήματα της σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας
«Στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης,/ πήγα μαζί με τη θεία Κονσουέλο/ για να ‘ναι συνεπής/ στου οδοντιάτρου της το ραντεβού/ και κάθισα και την περίμενα/ στου οδοντιάτρου την αίθουσα αναμονής…»
Η ποίηση της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ (1911-1979) είναι φτιαγμένη από οικεία, καθημερινής χρήσης υλικά. Η καταγραφή της πραγματικότητας γίνεται με χειρουργική ακρίβεια. Κι όμως, η ανάγνωση κάθε ποιήματός της μας αφήνει την αίσθηση ενός αινίγματος, την εντύπωση ότι τα περισσότερα και τα πιο σημαντικά είναι εκείνα που δεν έχουν ειπωθεί. Είναι δύσκολο να ορίσεις τη γοητεία αυτής της ποίησης, να εντοπίσεις το μηχανισμό που μετατρέπει την αίθουσα αναμονής του οδοντιάτρου σε υπαρξιακή εμπειρία («Στην αίθουσα αναμονής») και μια βόλτα στα ψαροχώρια της Νέας Σκωτίας σε μάθημα γνωσιολογίας («Στα ψαρόσπιτα»).
Πίσω από την επιφανειακή στατικότητά τους τα ποιήματα της Μπίσοπ «καλπάζουν», όπως σημειώνει ο μεταφραστής. Ο μοντερνισμός τους πηγάζει μέσα από την ίδια την σαφήνεια της έκφρασης, την οποία η ποιήτρια υπονομεύει με νέους κάθε φορά τρόπους. Ελεύθερος στίχος, ελεγχόμενος από έναν εσωτερικό ρυθμό, διαρκής πειραματισμός με τη φόρμα, τολμηρές, κάποτε στα όρια του σουρεαλισμού μεταφορές, αίσθηση ονείρου. Ακόμα και οι σποραδικές, κρυμμένες και «πειραγμένες» ομοιοκαταληξίες της, επιτείνουν το αίσθημα αποπροσανατολισμού.
Γεννημένη το 1911 στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ ανήκει σε μια ποιητική παράδοση που ξεκινά από την Έμιλι Ντίκινσον και φτάνει στη Μαριάν Μουρ. Η επιρροή της τελευταίας στο έργο της Μπίσοπ ήταν καθοριστική. Ολιγογράφος, τελειομανής, επεξεργαζόταν ξανά και ξανά τα ποιήματά της και δημοσίευε με φειδώ, περίπου ένα βιβλίο τη δεκαετία. Παρά τις βραβεύσεις της, δεν έγινε εύκολα αποδεκτή από τους κριτικούς, δεν χωρούσε σε ρεύματα, δεν είχε προδρόμους και ακολούθους. Μόνο στα τελευταία χρόνια της ζωής της και μετά το θάνατό της άρχισε να αναγνωρίζεται η πρωτοτυπία και η μοναδικότητά του έργου της και θεωρείται σήμερα μια από τις σημαντικότερες μορφές της αμερικάνικης ποίησης του 20ου αιώνα.
Η Μπίσοπ είχε από μικρή να αντιπαλέψει οικογενειακές τραγωδίες και κακή υγεία. Εγινε από ανάγκη γενναία, σαν το ψάρι του ποιήματός της, που, φορτωμένο παράσημα, βετεράνος του πολέμου, καταλήγει ελεύθερο πίσω στη θάλασσα («Το ψάρι»). Επιφυλακτική στις κοινωνικές σχέσεις της, αντισυμβατική από ιδιοσυγκρασία, ομοφυλόφιλη σε μια συντηρητική κοινωνία, αναζήτησε την προσωπική της σωτηρία – ή τη φυγή – στα ταξίδια. Τη ζωή της σημάδεψε η πολύχρονη παραμονή της στη Βραζιλία και η σχέση της με τη Lota de Macedo Soares.
Η Μπίσοπ αγαπά με πάθος τη γεωγραφία. Κάνει ήρωές της τον Δαρβίνο και τον Ροβινσώνα Κρούσο. Στα ποιήματά της χαρτογραφεί το δικό της «ανεστραμμένο» κόσμο, «όπου το αριστερά είναι πάντα δεξιά», όπου τα καθημερινά μοιάζουν ανοίκεια και τα αλλόκοτα οικεία. Αγαπά τη θάλασσα, τις ακτές, το σημείο του ορίζοντα.
«[…] Τα ονόματα των παραθαλάσσιων πόλεων τελειώνουν στη θάλασσα,
τα ονόματα των μεγαλουπόλεων διασχίζουν τα γειτονικά βουνά,
-ο τυπογράφος εδώ βιώνει την ίδια διέγερση
όπως όταν το έντονο συναίσθημα ξεπερνά κατά πολύ την αιτία του.
Αυτές οι χερσόνησοι παίρνουν το νερό ανάμεσα στον αντίχειρα και το δάχτυλο
όπως γυναίκες που ερωτεύονται τη γοητεία των όμορφων κήπων. […]».
Τα ποιήματά της, όπως έγραψε η Ann Stevenson, μπορούν να διαβαστούν σαν αυτοβιογραφία «ειπωμένη από τα ενδότερα: από μέσα προς τα έξω». Η Μπίσοπ δεν (δέχεται να) κάνει αυτοβιογραφική ποίηση. Δεν (δέχεται να) κάνει «γυναικεία» ποίηση – αποστρεφόταν τον όρο. Ο λόγος της είναι στιβαρός, δουλεμένος, στοχαστικός, πλάγια παιγνιώδης, ο λυρισμός της έμμεσος. Αποφεύγει τις εξομολογήσεις και το συναισθηματισμό αν και έχει εντρυφήσει από μικρή στην τέχνη της απώλειας.
Μία τέχνη
Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί
τόσα πολλά πράγματα φαίνονται προσηλωμένα
στο να χαθούν που ο χαμός τους δεν είναι καταστροφή.
Χάνεις κάτι κάθε μέρα. Πέρα από την ταραχή
σαν χάσεις τα κλειδιά σου, άσχημα η ώρα πάει στα χαμένα.
Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί.
Ασκήσου λοιπόν να χάνεις πιο γρήγορα να χάνεις πιο πολύ:
τόπους και πρόσωπα και όπου προόριζες για σένα
να ταξιδέψεις. Τίποτα από αυτά δεν θα φέρει την καταστροφή.
Έχασα τη φροντίδα της μητέρας μου. Και κοίτα! Το τελευταίο ή
προτελευταίο χάθηκε από τρία σπίτια μου αγαπημένα.
Η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί.
Έχασα δύο πόλεις, αξιαγάπητες. Και πιο πολύ
κάποιους κόσμους που ανήκα, δύο ποτάμια, μια ήπειρο.
Μου έλειψαν μα δεν ήταν καταστροφή.
Ακόμα χάνοντας εσένα (τη φωνή που αστειευόταν, ένα νεύμα
που αγαπώ) δεν πρόκειται να πω ψέμα. Είναι προφανές
η τέχνη του χαμού δεν είναι δύσκολο να μαθευτεί
μολονότι μπορεί να μοιάζει σαν (γράψε το!) σαν καταστροφή.
Στον φίλο της ποιητή Ρόμπερτ Λόουελ είχε γράψει: «…μια και πλέουμε σε αχαρτογράφητα νερά οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας και όλα όσα πλέουν προς εμάς και να τα εξετάζουμε πολύ προσεκτικά. Τι εξαρτάται απ’ όλα αυτά; Κανείς δεν ξέρει…».
Ο μεταφραστής Γιώργος Παναγιωτίδης μεταγράφει με ιδιαίτερη επιτυχία την εσωτερικότητα, την αμφισημία, τους ρυθμούς αυτής της αινιγματικής γραφής.
info: Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Ποιήματα
Μετάφραση – επίμετρο: Γιώργος Παναγιωτίδης
Εκδόσεις (.poema..)