Στον κόσμο του Λουί Φερντινάν Σελίν
Συζητήσεις στο "The Paris Review" με έναν από τους καθοριστικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα

Το να “βλέπεις” έναν συγγραφέα στις σελίδες των μυθιστορημάτων του, καθαρά, σημαίνει ή ότι κάτι δεν κάνει καλά, αφού ο δημιουργός δεν πρέπει να λέει μια ιστορία μέσα απ’ αυτόν, αλλά να γίνεται η αφετηρία για να φτιαχτεί ένας καινούργιος κόσμος που θα αναπτυχθούν, ζήσουν τα πάντα. Στην περίπτωση του Λουί Φερντινάν Σελίν αυτός ο κόσμος ήταν ο ίδιος. Ο Σελίν όμως δεν είχε καμία πρόθεση να “εκμεταλλευτεί” αυτόν τον κόσμο. Απλά τον μετέφερε στο χαρτί και ο καθένας ας έβγαζε τα συμπεράσματα του. Για τον Σελίν είχε σημασία μόνο η δουλειά του, η γλώσσα και το συναίσθημα. Ο κόσμος “ήρθε” σε αυτόν μέσα από την επιθυμία του να γίνει γιατρός, μέσα από τη φτώχεια τον πόλεμο. Τίποτα δεν μπορούσε να τον κάνει να αναθεωρήσει, να δει την πραγματικότητα διαφορετικά. Δεν τον ένοιαζε.
Το περιοδικό “The Paris Review”, στο τχ. 33 δημοσίευσε παλαιότερες συνεντεύξεις του και μέσα απ’ αυτές φαίνεται ο άνθρωπος-συγγραφέας Σελίν. Αναδημοσιεύουμε, σήμερα, ήμερα γέννησης του, το μεγαλύτερος μέρος αυτών.
Τι μπορώ να σας πω λοιπόν; Δεν ξέρω πώς να ευχαριστήσω τους αναγνώστες σας. Πρόκειται για ανθρώπους με τους οποίους πρέπει να είσαι ευγενικός… Δεν μπορείς να τους φερθείς βάναυσα. Μας θέλουν να τους ψυχαγωγούμε χωρίς να τους κακομεταχειριζόμαστε. Ας μιλήσουμε όμως. Ένας συγγραφέας δεν έχει τόσα πολλά βιβλία. “Το ταξίδι στην άκρη της νύχτας” και το “Θάνατος με δόσεις” θα έπρεπε να είναι αρκετά. Μπήκα σε όλο αυτό από περιέργεια και η περιέργεια κοστίζει. Κατέληξα ένας τραγικός χρονικογράφος. Οι περισσότεροι συγγραφείς ψάχνουν την τραγωδία χωρίς να τη βρίσκουν. Θυμούνται μικρές προσωπικές ιστορίες που δεν εμπίπτουν στην τραγωδία. Θα μου πεις: Οι Έλληνες. Οι αρχαίοι τραγικοί είχαν την εντύπωση ότι μιλούσαν με τους θεούς… Ναι, σίγουρα… Χριστέ μου, δεν έχεις κάθε μέρα την ευκαιρία να τηλεφωνείς στους θεούς.
Και πώς ορίζεται το τραγικό στις μέρες μας;
Είναι το Στάλινγκραντ. Πώς σας φαίνεται αυτό για κάθαρση! Η πτώση του Στάλινγκραντ είναι το τέλος της Ευρώπης. Έγινε κατακλυσμός και πυρήνας όλων ήταν το Στάλινγκραντ. Εκεί τελείωσε για τα καλά ο λευκός πολιτισμός. Όλα αυτά έκαναν θόρυβο. Ήμουν σε όλο αυτό… Επωφελήθηκα απ’ αυτό. Το χρησιμοποίησα. Το “πούλησα”. Προφανώς έχω αναμιχθεί σε καταστάσεις – το Εβραϊκό ζήτημα – που δεν είχα κανένα λόγο να το κάνω. Παρ’ όλα αυτά, τις περιγράφω… σχεδόν.
Με έναν τρόπο που προκάλεσε σκάνδαλο με την εμφάνιση του Ταξιδιού. Το ύφος σας κλόνισε πολλές συνήθειες.
Το λένε επινόηση. Πάρτε για παράδειγμα τους ιμπρεσιονιστές. Πήραν το έργο τους μια μέρα και βγήκαν έξω να ζωγραφίσουν. Είδαν πώς είναι να γευματίζεις στο γρασίδι. Το ίδιο έκαναν οι μουσικοί. Από τον Μπαχ στον Ντεμπισί βέβαια υπάρχει μεγάλη διαφορά. Προκάλεσαν επαναστάσεις. Ανακάτεψαν τα χρώματα, τους ήχους. Για μένα είναι οι λέξεις, η τοποθέτηση τους. Στην περίπτωση της γαλλικής λογοτεχνίας θα είμαι ο σοφός, μην αμφιβάλλετε. Είμαστε μαθητές των θρησκειών – Καθολικισμός, Προτεσταντισμός, Ιουδαϊσμός… βασικά των χριστιανικών θρησκειών. Αυτοί που κατηύθυναν τη γαλλική εκπαίδευση στους αιώνες ήταν οι Ιησουίτες. Μας έμαθαν πώς φτιάχνουμε προτάσεις μεταφρασμένες από τα λατινικά, ισορροπημένες, με ρήμα, υποκείμενο, ρυθμό. Εν συντομία, ένας λόγος, μια νουθεσία, παντού ένα κήρυγμα! Λένε για τον συγγραφέα “Πλέκει μια ωραία φράση!” Εγώ λέω “Δεν διαβάζεται”. Λένε “Τι υπέροχη θεατρική γλώσσα!” Βλέπω, ακούω. Είναι ανούσιο, είναι τίποτα, είναι μηδέν. Εγώ έχω μεταφέρει τον προφορικό λόγο στο χαρτί. Με μία προσπάθεια.
Είναι αυτό που αποκαλείτε “μικρή μουσική”, έτσι δεν είναι;
Το ονομάζω “μικρή μουσική” διότι είμαι μετριόφρων, αλλά είναι δύσκολο να το πετύχεις. Είναι δουλειά. Δεν μοιάζει με κάτι άλλο, είναι όμως ποιοτικό. Για να δημιουργήσεις ένα μυθιστόρημα δικό μου, πρέπει να γράψεις 80 χιλιάδες σελίδες ώστε να πάρεις τελικά 800. Μερικοί άνθρωποι, μιλώντας για μένα λένε “Υπάρχει φυσική ευγλωττία… Γράφει όπως μιλά… Αυτές είναι καθημερινές λέξεις… Στην ουσία είναι πανομοιότυπες… Τις αναγνωρίζεις”. Λοιπόν, εκεί, αυτό είναι “μεταμόρφωση”. Δεν είναι η λέξη, η κατάσταση που περιμένεις. Η λέξη χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε γίνεται πιο οικεία και ακριβής. Φτιάχνεις το ύφος σου. Σε βοηθά να εξωτερικεύσεις αυτό που θέλεις από τον εαυτό σου.
Τι προσπαθείτε να δείξετε;
Συναίσθημα. Ενας βιολόγος είπε κάτι σωστό: Στην αρχή υπήρχε συναίσθημα και το ρήμα δεν ήταν εκεί. Όταν πειράζεις μια αμοιβάδα, υπαναχωρεί, έχει συναίσθημα. Δεν μιλά, αλλά έχει συναίσθημα. Το μωρό κλαίει, το άλογο καλπάζει. Μόνο σε μας έδωσαν το ρήμα. Αυτό σου δίνει τον πολιτικό, τον συγγραφέα, τον προφήτη. Το ρήμα είναι απαίσιο. Δεν μπορείς να το μυρίσεις. Αλλά το να μπορείς να μεταφράσεις το συναίσθημα, είναι μια δυσκολία που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί… Είναι άσχημο… Είναι υπεράνθρωπο…
Παρ’ όλα αυτά, πάντα εγκρίνατε την ανάγκη για γράψιμο
Δεν κάνεις τίποτα δωρεάν. Πρέπει να πληρώσεις. Μια ιστορία που επινοείς δεν αξίζει τίποτα. Η μόνη ιστορία που αξίζει είναι αυτή για την οποία πληρώνεις. Όταν πληρώνεται, τότε έχεις το δικαίωμα να τη μετατρέψεις, ειδάλλως είναι χάλια. Εγώ έχω συμβόλαιο και πρέπει να τηρηθεί. Είμαι 66 χρόνων σήμερα. Είμαι 75% ακρωτηριασμένος. Στην ηλικία μου οι περισσότεροι έχουν αποσυρθεί. Χρωστάω έξι εκατομμύρια στον εκδοτικό οίκο Γκαλιμάρ. Ετσι, είμαι υποχρεωμένος να συνεχίσω. Ηδη έχω έτοιμο το επόμενο βιβλίο. […] Τα μυθιστορήματα δεν μπορούν να τα βάλουν με τα αυτοκίνητα, τις ταινίες, την τηλεόραση, το ποτό. Ενας άνθρωπος που έχει φάει καλά, που ξέφυγε από τον πόλεμο, δίνει ένα πεταχτό φιλί στη γυναίκα και η μέρα του τελείωσε.
[hr]
Σε άλλη συνέντευξη το 1960
[hr]
Θυμάστε να έχετε μια λογοτεχνική έκρηξη, ένα σοκ, που σας σημάδεψε;
Ω, ποτέ, όχι! Εγώ ήθελα να ακολουθήσω την Ιατρική και φυσικά όχι τη λογοτεχνία.
Στα παιδικά σας χρόνια δεν σκεφτόσασταν να γίνετε συγγραφέας;
Ω, όχι. Καθόλου. Όχι, όχι, όχι. Είχα μεγάλο θαυμασμό για τους γιατρούς. Αυτό που έκαναν φαινόταν εξωπραγματικό. Η Ιατρική ήταν το πάθος μου.
Τι αντιπροσώπευε για σας, όταν ήσασταν παιδί, ο γιατρός;
Απλώς τον άνθρωπο που ήρθε να δει την άρρωστη αδερφή μου, τον πατέρα μου. Είδα έναν θαυματουργό άνθρωπο, ο οποίος θεράπευσε ένα σώμα που δεν είχε διάθεση να δουλέψει. Το βρήκα υπέροχο. Έδειχνε σοφός. Το βρήκα μαγικό.
Και σήμερα, τι αντιπροσωπεύει για σας ο γιατρός;
Τώρα η κοινωνία τον κακομεταχειρίζεται, έχει ανταγωνισμό από τον καθένα, δεν έχει πια κύρος. Από τη στιγμή που ντύνεται σαν συνοδός σε βενζινάδικο, ε, σίγα σιγά γίνεται τέτοιος. Δεν έχει να πει και πολλά σήμερα. Η σύζυγος έχει την ιατρική εγκυκλοπαίδεια και απ’ την άλλη οι αρρώστιες έχουν χάσει την… εξουσία τους. Λίγες, τέτοιες, υπάρχουν πια. Γι’ αυτό: όχι σύφιλη, βλεννόρροια, όχι τύφος. Τα αντιβιοτικά έχουν αφαιρέσει πολλά από την Ιατρική. Έτσι δεν υπάρχει πια πανούκλα και χολέρα.
Και οι νευρικές, ψυχικές, ασθένειες, είναι περισσότερες;
Εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Μερικές τρέλες σκοτώνουν. Αλλά για τους μισότρελους, το Παρίσι είναι γεμάτο απ’ αυτούς. Υπάρχει μια φυσική τάση να αναζητούμε την έξαψη. […]
Όταν εργαστήκατε στη Φορντ (σ.σ το 1926 πήγε στις ΗΠΑ, στο Ντιτρόιτ για να μελετήσει τις συνθήκες εργασίας στην γνωστή αυτοκινητοβιομηχανία), είχατε την εντύπωση ότι ο τρόπος ζωής που επιβαλλόταν στους εργάτες μπορούσε να επιδεινώσει τις πνευματικές διαταραχές;
Όχι, καθόλου. Ο αρχίατρος εκεί συνήθιζε να λέει “Λένε ότι οι χιμπατζήδες μαζεύουν βαμβάκι. Λέω ότι θα ήταν καλύτερο να δούμε μερικούς να δουλεύουν στις μηχανές”. Οι άρρωστοι είναι προτιμότεροι. Είναι πιο “δεμένοι” με το εργοστάσιο απ’ ό,τι οι υγιείς. Οι υγιείς πάντα τα παρατάνε ενώ οι άρρωστοι μένουν στη δουλειά. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι ιατρικό. Αφορά κυρίως τις γυναίκες που απευθύνονται στους γιατρούς. Η γυναίκα είναι πολύ ταραγμένη διότι έχει κάθε γνωστή αδυναμία. Χρειάζεται… θέλει να μείνει νέα. Έχει την εμμηνόπαυση, την περίοδο, όλες τις γεννητικές δραστηριότητες, που είναι πολύ λεπτές… Όλα αυτά την κάνουν μάρτυρα, έτσι δεν είναι; Αυτό ο μάρτυρας ζει, ματώνει, δεν ματώνει, πάει στον γιατρό της, κάνεις εγχειρίσεις, δεν κάνει εγχειρίσεις, επανεξετάζεται, στο ενδιάμεσο γεννά, χάνει τη φόρμα της, όλα αυτά που έχουν σημασία. Θέλει να μείνει νέα, να μη χαλάσει το κορμί της. Δεν θέλει να κάνει τίποτα και δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν έχει κανένα μυ. Είναι τεράστιο πρόβλημα… δύσκολα αναγνωρίζεται. Στηρίζει τα ινστιτούτα αισθητικής, τους κομπογιαννίτες και τους φαρμακοποιούς. Η παρακμή της γυναίκας όμως δεν είναι ενδιαφέρουσα ιατρική κατάσταση. Προφανώς και έχουμε να κάνουμε με ένα ξεθωριασμένο τριαντάφυλλο. Δεν μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ιατρικό ή αγροτικό πρόβλημα. Σε έναν κήπο όταν βλέπεις ένα ξεθωριασμένο τριαντάφυλλο το αποδέχεσαι. Ένα άλλο θα ανθίσει. […]
Το επάγγελμα σας, αυτό του γιατρού, σας πρόσφερε εμπειρίες που περάσατε στα βιβλία σας
Ω, ναι. Πέρασα 35 χρόνια ασκώντας το επάγγελμα, οπότε μετράει. Έτρεξα αρκετά στα νιάτα μου. Είδα πολύ κόσμο. Με βοήθησε με πολλούς τρόπους. Ωστόσο δεν έγραψα “ιατρικά μυθιστορήματα”, αυτό είναι αποτρόπαιο.
Η ιατρική ήρθε νωρίς στη ζωή σας, παρ’ όλα αυτά ξεκινήσατε εντελώς διαφορετικά
Ναι. Ήθελαν να με κάνουν πωλητή σε κατάστημα! Δεν είχαμε τίποτα, οι γονείς μου δεν είχαν τα μέσα. Ξεκίνησα στη φτώχεια και κάπως έτσι τελειώνω. […]
Νιώσατε τη δριμύτητα της φτώχειας όταν πήγατε σχολείο;
Δεν ήμασταν πλούσιοι στο σχολείο. Ήταν δημόσιο σχολείο και έτσι δεν υπήρχε κόμπλεξ. Ήταν όλοι σαν και μένα. Γνωρίζαμε τους πλούσιους. Υπήρχαν δυο-τρεις. Τους λατρεύαμε! […] Εκείνες τις μέρες λατρεύαμε τον πλούσιο! Για τον πλούτο του! Την ίδια στιγμή νομίζαμε ότι ήταν έξυπνος.
Πότε και πώς συνειδητοποιήσατε την αδικία που εκπροσωπούσαν;
Πολύ αργά οφείλω να ομολογήσω. Συνέβη όταν είδα ανθρώπους να βγάζουν λεφτά ενώ άλλοι πέθαιναν στα χαρακώματα. Το έβλεπες και δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Αργότερα βρέθηκαν στην Κοινωνία των Εθνών και εκεί είδα το φως. Ειλικρινά είδα ότι ο κόσμος ήταν υπό την εξουσία των Εβραίων, του Μαμμωνά! Ω, όχι, αστειεύομαι! Η κοινωνική συνείδηση ήρθε αργά σε μένα. […]
Η μητέρα σας, σας επηρέασε;
Έχω τον χαρακτήρα της. Ήταν τόσο σκληρή, ήταν απίθανη αυτή η γυναίκα. Πρέπει να πω ότι είχε κάποιο ταμπεραμέντο. Δεν απόλαυσε τη ζωή. Πάντα ανήσυχη, πάντα σε έκσταση. Εργαζόταν μέχρι το τελευταίο λεπτό της ζωής της.
Πώς σας αποκαλούσε; Φερδινάνδο;
Όχι. Λουίς. Ήθελε να με δει σε ένα μεγάλο κατάστημα ως αγοραστή. Αυτό ήταν το ιδανικό για εκείνη. Το ίδιο πίστευε και ο πατέρας μου επειδή είχε τόσο λίγη επιτυχία με το πτυχίο του στη λογοτεχνία. Ο παππούς μου είχε διδακτορικό. […]
Ο πατέρας σας πέθανε αργά στη ζωή;
Πέθανε όταν εκδόθηκε το “Ταξίδι”, το 1932.
Πριν κυκλοφορήσει;
Ναι, μόλις. Ω, δεν θα του άρεσε. Επιπλέον ήταν ζηλιάρης. Δεν με έβλεπε ως συγγραφέα. Ούτε και εγώ. Συμφωνούσαμε τουλάχιστον σε κάτι.
Και πώς αντέδρασε η μητέρα σας στα βιβλία σας;
Πίστευε ότι ήταν επικίνδυνα και κακοήθη και πως προκαλούσαν προβλήματα. Είδε ότι όλο αυτό θα τελείωνε άσχημα. Ήταν συνετή. […]
Πότε στη ζωή σας ήσασταν ευτυχισμένος;
Νομίζω ποτέ. Εάν είχα αρκετά χρήματα να είμαι ελεύθερος από τα “θέλω” – θα το ήθελα πολύ – θα μου δινόταν η ευκαιρία να αποσυρθώ, να μην χρειάζεται να εργαστώ, να μπορώ να παρακολουθώ τους άλλους. Ευτυχία για μένα θα ήταν να είμαι μόνος στην παραλία και να με αφήσουν ήσυχο. Να τρώω ελάχιστα. Δεν θα ζούσα με ηλεκτρικό κι άλλα πράγματα. Με ένα κερί! Ένα κερί και θα διάβαζα την εφημερίδα. Άλλοι βλέπω να αναστατώνονται, ενθουσιάζονται από τις φιλοδοξίες τους. Η ζωή τους είναι ένα σόου. Οι πλούσιοι ανταλλάσσουν προσκλήσεις για να διατηρήσουν την παράσταση τους. Το έχω δει.[…] Είναι κωμικό. Ξοδεύουν τον χρόνο τους σε αυτό. Κυνηγούν ο ένας τον άλλο, συναντιούνται στα γκολφ κλαμπ, στα ίδια εστιατόρια.
[hr]
Η τελευταία του συνέντευξη τον Ιούνιο του 1961
[hr]
Η αγάπη στα βιβλία σας έχει κάποια σημασία;
Καμία. Δεν χρειάζεται κιόλας. Όταν είσαι συγγραφέας πρέπει να διαθέτεις σεμνότητα.
Και η φιλία;
Να μην το αναφέρετε ούτε αυτό.
Νομίζετε ότι πρέπει να επικεντρωθείτε σε ασήμαντα συναισθήματα;
Πρέπει να μιλήσεις για τη δουλειά. Αυτό μετράει μόνο. Με διακριτικότητα. Γίνεται όμως με πολλή δημοσιότητα. Είμαστε αντικείμενα δημοσιότητας. Είναι αποκρουστικό. […] Εχουμε προσβληθεί από τη δημοσιότητα. Είναι αληθινά πρόστυχο. Πρέπει να κάνουμε τη δουλειά μας και να σωπάσουμε. Αυτό είναι όλο. Το κοινό βλέπει ή δεν βλέπει τη δουλειά μας, τη διαβάζει ή δεν τη διαβάζει, αυτός είναι ο ρόλος του. Ο συγγραφέας πρέπει να εξαφανίζεται.
Γράφετε για τη χαρά του πράγματος;
Όχι, καθόλου. Απολύτως όχι. Εάν είχα χρήματα δεν θα έγραφα ποτέ.
Δεν γράφετε από αγάπη ή μίσος;
Ω, όχι, καθόλου! Το αν θα εγκρίνω ή όχι αυτά τα συναισθήματα είναι δική μου δουλειά, όχι του κοινού.
[hr]
Πηγή – https://www.theparisreview.org/interviews/4502/louis-ferdinand-celine-the-art-of-fiction-no-33-louis-ferdinand-celine