Συζητήσεις με Γάλλους συγγραφείς νουάρ (μέρος Α'): Ζαν-Μπερνάρ Πουί

| 09/07/2018

Ο λόγος για τους τρεις Γάλλους συγγραφείς που λειτουργούν εξαιρετικά στον χώρο του νουάρ αφηγήματος ή αν, θέλετε, του λεγόμενου, παλιότερα,  νεό- πολάρ όπως αυτό εμφανίσθηκε  στις αρχές  του ’70  έχοντας επηρεαστεί  σφόδρα απ’ τις κοινωνικές διεργασίες που κορύφωσε ο Μάης του ’68. Οι παλιότεροι, Ζαν-Μπερνάρ Πουί και Ερβέ Λε Κορ και ο πιο νέος, Καρίλ Φερέ, γράφουν για ανθρώπους που άλλος λίγο, άλλος περισσότερο εμπλέκονται στις κοινωνίες που ζούνε μέσα από τα προσωπικά τους οράματα και την ηθική τους· αρκετά συχνά χάνουν το παιγνίδι, ενίοτε και την ζωή τους αλλά κερδίζουν την ανθρωπιά τους. Η παρουσία τους στην Αθήνα στα πλαίσια των εκδηλώσεων ως παγκόσμιας πρωτεύουσας βιβλίου έδωσε αφορμή να συζητήσουμε για τα πιο πρόσφατα βιβλία τους. Οι συνεντεύξεις θα δημοσιεύονται κάθε μέρα στο ToPeriodiko.gr. 


Αρχής γενόμενης με τον αρχαιότερο  Ζαν-Μπερνάρ Πουί μόνιμο κάτοικο Παρισιού με πτυχία κινηματογράφου και ιστορίας της τέχνης. Έχει εκδώσει δεκάδες μυθιστορήματα και διηγήματα, αστυνομικές σειρές και έχει γράψει σενάρια και άρθρα στον τύπο. Αντισυμβατικός στους χαρακτήρες του, έντονα κριτικός των θεσμών και αναρχικός στο πνεύμα, έχει  κυκλοφορήσει στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Άγρα και σε έξοχη μετάφραση  του Σπύρου Γιανναρά, την  «Εθνική 86», ένα μικρό αλλά περιεκτικό βιβλίο για την σκοτεινή, την αθέατη πλευρά των ανθρώπων.  Ο κεντρικός ήρωας της υπόθεσης ερευνά τα αίτια θανάτου της γυναίκας του και μαθαίνει αλήθειες που ανατρέπουν όλα όσα πίστευε γι’ αυτήν. Πάνω σε αυτό η συζήτηση.

Στην αφήγηση υπάρχει η σκηνή με το φονικό ενός ζευγαριού που συνδυάζεται με σκηνές σεξ της γυναίκας του  βασικού χαρακτήρα, της Λουσί, και του γερμανού εραστή της Χανς που θυμίζει έντονα εικόνες από το «Crash» του Τζέιμς Μπάλαρντ όπως αυτές μεταφέρθηκαν στο ομότιτλο κινηματογραφικό φιλμ από τον  Καναδό σκηνοθέτη Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ.  

-«Άρχισα να γράφω λογοτεχνία αργά γύρω στα 35 μου αλλά  για πολλά χρόνια διάβαζα μετά μανίας επιστημονική φαντασία. Ενδεχομένως η εικόνα από τον Μπάλαρντ να είναι μια ανάμνηση από εκείνα τα χρόνια. Το έγκλημα αυτό στην εθνική οδό με το ζευγάρι συνέβη πραγματικά. Ένα έγκλημα που δεν επιλύθηκε ποτέ. Ακόμη οι τοπικοί μπάτσοι ψάχνουνε για τον δολοφόνο και τα αίτια του εγκλήματος. Υπήρχε μόνο μια μάρτυρας, η οχτάχρονη κόρη του ζευγαριού η οποία τώρα είναι κοντά στα 60 και ακόμη την ρωτούν αν είδε τους δολοφόνους. Ήταν ένα έγκλημα που έκανε μεγάλο πάταγο τότε στην Γαλλία και απασχόλησε πάρα πολύ τους δημοσιογράφους της περιοχής.»

Ποιες από τις δύο εκδοχές του Γερμανού να πιστέψουμε για το έγκλημα;

-«Δεν ξέρω. Έχω γράψει πολλά βιβλία που έχουν διπλό τέλος, βιβλία που δεν δίνω το κλειδί καθώς αφήνω τον αναγνώστη να επιλέξει το τέλος που θέλει ή να μην επιλέξει. Είχα, μάλιστα, γράψει ένα μυθιστόρημα που ονομαζότανε «Το Κόκκινο και το Πράσινο» όπου ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ αναλαμβάνει επί πληρωμή να κάνει έρευνα χωρίς να υπάρχει κάτι να ερευνήσει και βρίσκει ο ίδιος ποιο είναι το θέμα της ερευνάς του. Ουσιαστικά δεν βλέπει το προφανές, αυτό που υπάρχει μπροστά στην μύτη του. Γενικώς προτιμώ τις λιγότερο αιματηρές λύσεις. Δεν μου αρέσουν τα βρώμικα πράγματα.»

Είναι όντως τόσο αποχαυνωτικά τα πράγματα κάτω στον Νότο της Γαλλίας, στην Προβηγκία; 

-«Μου είχε ζητήσει ένας τοπικός εκδότης να γράψω για αυτήν την πολύ ιδιόμορφη περιοχή που είναι η γέφυρα Ποντ Ντι Γκαρ- εντελώς διαφορετική από την διπλανή Αβινιόν. Είχαν ένα σπίτι εκεί οι γονείς μου- την ήξερα και αντιπαθούσα τους κατοίκους της. Ήδη τότε οι ντόπιοι άλλαζαν νοοτροπία ψηφίζοντας Λεπέν και άκρα δεξιά. Αυτό εκφράζεται και στο βιβλίο μου. Υπήρχε ρατσισμός κατά των Αράβων. Εκεί ζούνε δεύτερης και τρίτης γενιάς γόνοι Ισπανών και Ιταλών οι οποίοι έκαναν διάφορες χαμαλοδουλειές με το να μαζεύουν φρούτα, σταφύλια κτλ. Με είχε ενοχλήσει πολύ η στάση τους απέναντι στους νέους μετανάστες. Το κλίμα είναι και αυτό ιδιαίτερο. Έχει τον μιστράλ, ένα βορινό άνεμο, παγωμένο και πολύ δυνατό, που όντως τρελαίνει τους ανθρώπους γι’ αυτό ακόμη και στις μικρές αυτές πόλεις υπάρχουν πολλές ψυχιατρικές κλινικές. Όλοι οι ντόπιοι ξέρουν και μετρούν με το 3- 6- 9. Αν ξεπεράσει τις 3 ημέρες ο άνεμος ξέρουν ότι θα φθάσει στις 6 και αν συνεχίσει και για έβδομη τότε θα πνέει για 9 ολόκληρες ημέρες. Όταν ξεπερνιέται και αυτό το όριο τα ψυχιατρεία γεμίζουν. Ο μιστράλ έρχεται κατά ριπές. Συνηθίζω να κάνω εκεί ποδήλατο,  το ίδιο και ο ήρωας μου. Όταν έχεις φάτσα τον άνεμο είναι σαν να πέφτεις σε τοίχο, σε ρίχνει κάτω. Γι’ αυτό και είναι πολύ δυσάρεστος και αρνητικός τούτος ο άνεμος. Το μόνο θετικό σε αυτήν την περιοχή είναι η μεσαιωνική γέφυρα που έχει μείνει σχεδόν άθικτη που κάνει, μάλιστα, μια καμπύλη για να αντέχει στον άνεμο και η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το υπόλοιπο τοπίο.  Στα αρνητικά είναι οι σφοδρές καταιγίδες και μπόρες που μπορεί να κρατήσουν  τρεις και τέσσερεις ώρες. Μάλιστα μου έτυχε σε μια άλλη γέφυρα να βρεθώ μέσα στο νερό καθώς το ποτάμι είχε υπερχειλίσει. Έχει κάτι τραγικό ο τόπος, κάτι το αρχαιοελληνικό.»

Ο πρωταγωνιστής, ο Λεονάρ, μοιάζει να λειτουργεί σαν ηδονοβλεψίας post mortem, αλλά και ο αναγνώστης μαζί με αυτόν.  

-«Ο Γκαρ, ένα πανέμορφο ποτάμι έχει σημεία που βαθαίνει πάρα πολύ όπου η βλάστηση είναι πυκνή οπότε συναντάει κανείς διάφορες ζώνες με γυμνιστές και ματάκηδες. Αποτελούν, πλέον, για τους ντόπιους μέρος του χώρου και εγώ όταν κολυμπούσα με την γυναίκα μου ξεχώριζα πολλά κεφάλια. Διάλεξα τον Λεονάρ να είναι από το Παρίσι και να μην έχει ιδέα τι συμβαίνει εκεί ακριβώς για να αναδείξω αυτό το χαρακτηριστικό της περιοχής. Η αγωνία του Λεονάρ είναι να καταλάβει τον τόπο και να μάθει με ποιους ανθρώπους είχε επαφή η γυναίκα του γιατί αυτό που τον καίει είναι να καταφέρει να φανταστεί αυτό που συνέβη- προσπαθεί να φανταστεί  το έγκλημα, πράγμα αδύνατον. Προσπαθεί να μπει στην θέση της γυναίκας του για να εννοήσει την σχέση της με το έγκλημα και του γίνεται εμμονή η εικόνα της συμβίας του στην αγκαλιά του Γερμανού ζωγράφου, παίρνοντας σουρεαλιστικές διαστάσεις, τερατώδεις,»

Σε ένα παλιότερο βιβλίο σας, την «Τελευταία Παγίδα» ( Εκδ. Πόλις) αναφέρεστε σε μια δράκα αριστεριστών του Μάη του ’68 που διατηρείται εν υπνώσει και ύστερα από 25 χρόνια παίρνει εντολή για επανεκκίνηση. Θελήσατε, ίσως, να γράψετε ένα είδος ρέκβιεμ για τα παιδιά της Γαλλικής εξέγερσης που φέτος θυμούμαστε τα 50 χρόνια από την έκρηξη της;   

-«Μετά το ’74 οι μαοϊκοί στείλανε πολλούς δικούς τους αντάρτες σε απομακρυσμένα χωριά στη Γαλλία, κυρίως για να αναλάβουν γεωργικές δουλειές και να εξαφανιστούν προσωρινά με την εντολή ότι, «θα σας ξαναφωνάξουμε όταν σας χρειαστούμε». Χαρακτηριστικά, υπάρχουν στην Βρετάνη δύο χωριά ( Μιλιονέκ και Τρέ Μαργκάτ) στα οποία οι περισσότεροι είναι παλιοί αριστεριστές. Αυτά πολύ αργότερα ήρθαν σε ρήξη μεταξύ τους γιατί στο πρώτο ήταν άνθρωποι οι οποίοι ασχολήθηκαν κυρίως με τη γεωργία και τις εναλλακτικές καλλιέργειες κτλ ενώ στο δεύτερο συνέχισαν να ασχολούνται με την πολιτική και ξαναμπλέχτηκαν τοπικά με αυτήν. Η σύγκρουση σοβεί μέχρι σήμερα. Φαντάστηκα, λοιπόν, ότι όντως τους καλούν πίσω για να συνεχίσουν την επανάσταση. Επιστρέφουν σαν έτοιμοι από καιρό αλλά έχει αλλάξει τόσο πολύ το πολιτικό τοπίο- ένα όνομα θα σου πω, Κον Μπεντίτ- όμως αυτοί δεν το καταλαβαίνουν γιατί είναι παθιασμένοι με την ιδέα της επανάστασης όποτε τους εκμεταλλεύονται για τα συμφέροντα των παλιών καθοδηγητών. Γιατί οι περισσότεροι από τους μαοϊκούς είτε έχουν γίνει μπουρζουάδες είτε έχουν πεθάνει από αλκοόλ ή Aids. Μιλώ για την ιδιότυπη κατάσταση των Γάλλων μαοϊκών οι οποίοι είχαν μια ομάδα αντάρτικου πόλεων, όμως, κάποια στιγμή οι ιθύνοντες αποφάσισαν να την διαλύσουν για να μην ξεφύγει το πράγμα όπως έγινε στην Ιταλία. Οι άνθρωποι που πήραν αυτές τις αποφάσεις ήταν- όπως είπα παραπάνω- μπουρζουάδες παριζιάνοι και  άφησαν πάρα πολύ κόσμο στα κρύα του λουτρού, ο δε αρχηγός ήταν ο μετέπειτα συγγραφέας Ολιβιέ Ρολάν που πήρε και το Βραβείο Γκονκούρ. Δεν είμαι μαοϊκός- είμαι αναρχικός- αλλά οι Γάλλοι σε αντίθεση με τους Ιταλούς προτίμησαν να έχουν αρχηγό με Βραβείο Γκονκούρ παρά κάποιον στην φυλακή.»

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.