Παλίρροια του Γιώργου Μπουγιούκου

Συζητήσεις στο Φεστιβάλ Δράμας 2023

| 10/09/2023

Στο Διεθνές Φεστιβαλ Δράμας μικρού μήκους ταινιών αντί μιας κριτικής συζητάμε με τους ίδιους τους έλληνες δημιουργούς πάνω στην ταινία που προτείνουν. Συζητήσεις που βγαίνουν και παραμένουν ταυτόχρονα μέσα στο έργο τους. Άλλωστε κάθε έργο τέχνης διευρύνει τις σκέψεις μας πάνω σε διάφορες θεματικές κι αυτό είναι το σπουδαίο της καλλιτεχνικής πράξης.

Η ΠΛΟΚΗ

Σε μια παραλία γεμάτη κόσμο στην Ελλάδα, το καλοκαίρι, ξεβράζονται τα σώματα δύο προσφύγων γυναικών. Η Έλλη, μια νέα κοπέλα, μαζί με τον σκύλο της, αντικρίζει τη σκληρή πραγματικότητα και αποφασίζει να μην αποστρέψει το βλέμμα.

Η ΤΑΙΝΙΑ

Η ταινία είναι online μέχρι 11 Σεπτεμβρίου στο παρακάτω link:

https://www.dramafilmfestival.gr/online-festival/film/flux/

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Τις συμπεριφορές, νοοτροπίες, τις εκφράσεις και τις φυσιογνωμίες που επέλεξες στους ηθοποιούς (όπως και στον τρόπο που χειρίζεσαι τους διαλόγους και τις διαφωνίες των χαρακτήρων), τις χειρίζεσαι λεπτά χωρίς χοντροκοψιές, μη σχηματικά για να δείξεις μια γκάμα αρνητικών αντιλήψεων και τρόπων έκφρασης τους στο δημόσιο χώρο, ειδικά μπροστά σε ένα τραγικό γεγονός, ανθρωπιστικών και πολιτικών αιτιών και απολήξεων. Κι αυτό είναι πολυ σημαντικό που το κατάφερες, γιατί η αδιαφορία και ο εκφασισμός, κατά την γνώμη μου, κρύβεται πίσω κι από ευγενικές ή σχετικά αποδεκτές συμπεριφορές. Η ερώτηση που θέλω να σου θέσω είναι, πέρα οτι είναι εμφανές οτι αυτό το ζήτημα σε νοιάζει ως καλλιτέχνη και άνθρωπο, αν βρίσκεις συχνά στην πραγματική καθημερινή ζωή τέτοιες νοοτροπίες ωχαδερφισμού και τύπου “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”. Αν θεωρείς οτι κυριαρχεί στον κοινωνικό ιστό το σκαπουλάρισμα από τις ευθύνες; Ότι όλοι (σαν κοινωνία εννοώ και προχωρώντας το λίγο παραπάνω προς μια γενίκευση), θα την κάνουμε την στιγμή που θα ξεκινήσει και το επόμενο μακελειό; Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είχε γράψει ένα ποίημα για την χούντα που ξεκινούσε ως εξής: Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι…

Η ταινία είναι πρωτίστως ένα ερώτημα προς τον εαυτό μου. Αλήθεια τι κάνει κανείς όταν έρχεται αντιμέτωπος με το αδιανόητο; Αναλαμβάνει δράση σαν να είναι ξάδερφος του σούπερμαν, φοβάται και δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει μπροστά του γιατί δεν θέλει μπλεξίματα ή απλά στρέφει το βλέμμα του αλλού επειδή έχει τοποθετήσει τον εαυτό του σε κάποιο προνομιακό σημείο που τον καθιστά εσαεί απρόσβλητο από την δυσάρεστη πραγματικότητα; Δεν έχω απάντηση. Και ας είμαι περικυκλωμένος όπως τόσοι και τόσοι άλλοι από μια καθημερινότητα που γίνεται ολοένα και πιο αποκρουστική. Φαντάζομαι κάθε κοινωνία έχει τους ήρωες της, όπως ξέρω ότι κάθε κοινωνία αποτελείται από συνηθισμένους ανθρώπους όπως εσύ κι εγώ. Η ηρωίδα της Παλίρροιας είναι επίσης μια από μας. Απλά την κρίσιμη στιγμή βρίσκει την θέληση ή την ευαισθησία (πείτε το όπως θέλετε) να υπερβεί τον εαυτό της, να ξεχάσει, για λίγο έστω, τις προτεραιότητες της και αναλάβει μια ευθύνη που πιθανότατα ξεπερνά τις αντοχές και τις εμπειρίες της.

Οι περισσότερες ταινίες και γενικότερα το ντοκουμέντο (σινεμά και φωτογραφία) όσο αφορά το προσφυγικό ζήτημα “παίζουν”, με συγχωρείς για την λέξη, με το συναίσθημα του θεατή. Και θα πω οτι αυτό αποτελεί μια ρηχή πρακτική ειδικά όταν αφορά νεκρούς ανθρώπους, νεκρά παιδιά. Για κάποια “καλλιτεχνική” αναγνώριση προωθείται μέσω του θεάματος η τυπική ελεημοσύνη. Υπάρχει μια πολύ σημαντική μελέτη από την δεκαετία του 1970 που λέγεται “Παρατηρώντας τον πόνο των άλλων” που ασχολείται ακρίβως με αυτή την αρνητική δυναμική της εικόνας: να παράγει θεάματα ακόμα και με τον θάνατο συνανθρώπων μας, κάνοντας μας να τα συνηθίζουμε σαν κάτι το φυσιολογικό, άντε ρίχνοντας κι ένα δάκρυ για να μην μας πούν αναίσθητους, αλλά στην τελική παθητικοποιώντας μας. Στην ταινία σου, λοιπόν, με ακόμα πιο τραγικό τρόπο στρέφουμε την ευθύνη όχι στους νεκρούς και πνιγμένους αλλά στην προνομιούχα πλευρά, των ζωντανών δηλαδή, των ελλήνων λουόμενων, των παρατηρητών. Σπουδαία απόφαση να το κανεις, γιατιί κατά την γνώμη μου, είναι το βασικό θέμα που πρέπει να διευρυνθεί, να γίνει κάποια στιγμή πολιτισμικό και ηθικό κτήμα όλων μας για να σταματήσουν τα εγκλήματα αυτά. Το ερώτημα λοιπόν είναι αν σε έσπρωξε η ανάγκη της απουσίας της τέχνης απ’ αυτό ακριβώς το ζήτημα ή η απουσία αλληληεγγύης και ενσυναίσθησης, ανθρωπιάς γενικότερα στην πραγματικότητα. Δηλαδή της ύπαρξης κοινωνικής αδιαφορίας. Σήμερα Τρίτη έγινε άλλο ένα έγκλημα με χαρακτηριστικά αποκτήνωσης. Σπρώξανε έναν νέο άνθρωπο στη θάλασσα κι όλοι κοιτούσανε… Η ταινία σου γι’ αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον, και το λέω δυστυχώς. Γιατί μας υπενθυμίζει καθημερινά την όλη βία που γινόμαστε δέκτες και τελικά δεν κάνουμε κάτι.

H Susan Sontag, μια που την αναφέρεις, με αυτή την εργασία της, μοιάζει να αποκαλύπτει κάτι νέο. Κατά κάποιο τρόπο χαρτογραφεί την δυνατότητα μας ως είδος να εργαλειοποιούμε τα παθήματα των άλλων με σκοπό την απόλαυση. Πρόκειται αναμφίβολα για μια πορνογραφία του “ξένου” πόνου, οι νεότεροι από εμάς ίσως δεν θυμούνται ή δεν γνωρίζουν ότι το 1991 ολόκληρος ο πλανήτης παρακολουθούσε από την τηλεόραση τον ανηλεή βομβαρδισμό μιας χώρας και του λαού της. Με απάθεια θα έλεγα, αν όχι με κρυφή ικανοποίηση. Είμαστε αδηφάγοι όταν πρόκειται για τη δυστυχία των άλλων. Όπως, είμαστε εχθρικοί με οποιονδήποτε ή οτιδήποτε μας υπενθυμίζει την δομική απάθεια μας.

Ακριβώς επειδή πιάνεις μια θεματική επίκαιρη αλλά με απολήξεις κοινωνιολογικές, εμφανίζεται επιπλέον και με αφορμή την ταινία σου και ένα ερώτημα αισθητικού χαρακτήρα. Ο τρόπος που θα απεικονιστεί, θα αναπαρασταθεί η “ομορφιά” ενώ το όλο βασικό θέμα έχει ακραία βίαια χαρακτηριστικά όπως ο θάνατος και τα νεκρά κορμιά των προσφύγων (που όπως είπα και πριν χαίρομαι που αποφασίζεις σκηνοθετικά να μην τα δείξεις). Ο τρόπος που θα μας δείξεις την ομορφιά της θάλασσας, του ελληνικού καλοκαιριού, του λαμπρού ήλιου, των ανθρώπινων σωμάτων που επέλεξες να κάνουν μπάνιο. Θεωρείς οτί ετέθεις μπρος σε κάποια δύσκολια που όφειλες να αποφασίσεις, το είχες στο νου σου σεναριακά δηλαδή στο τρόπο που θα αναπαραστήσεις, όπως έχουμε συνηθίσει τις ελληνικές παραλίες, και που θα μπορούσε να στρέψει το βλέμμα του θεατή μακριά από την πολιτική ουσία που προτείνεις; Στο ρωτάω γιατί πιστεύω οτι κάθε αισθητική απόφαση είναι και πολιτική απόφαση. Ο Godard θα μπορούσε να έλεγε σήμερα, αν μου επιτραπεί να τον παραφράσω, πως ο τρόπος που θα αναπαρασταθεί (ή και να βιωθεί) το ελληνικό καλοκαίρι από το 2015 και έπειτα, είναι ζήτημα ηθικής. Και εδώ μπορείτε να μάθετε πού είναι καλύτερο να κάνετε το 2023-2024.

Χαίρομαι για αυτή τη παρατήρηση. Με βοηθά να συνειδητοποιήσω καλύτερα κάτι που νομίζω πίστευα από πάντοτε. Το Σινεμά οφείλει εκτός από ψυχαγωγία να βάζει που και που το δάχτυλο στις πληγές που φτωχαίνουν τις ζωές μας.

Ευχαριστώ Γιώργο και καλή επιτυχία στη σημαντική προσέγγιση που κάνεις στη ταινία σου.

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.