Cargo του Γιώργου Σερβετά
Συζητήσεις στο Φεστιβάλ Δράμας 2023

Στο Διεθνές Φεστιβαλ Δράμας μικρού μήκους ταινιών αντί μιας κριτικής συζητάμε με τους ίδιους τους έλληνες δημιουργούς πάνω στην ταινία που προτείνουν. Συζητήσεις που βγαίνουν και παραμένουν ταυτόχρονα μέσα στο έργο τους. Άλλωστε κάθε έργο τέχνης διευρύνει τις σκέψεις μας πάνω σε διάφορες θεματικές κι αυτό είναι το σπουδαίο της καλλιτεχνικής πράξης.
Η ΠΛΟΚΗ
Η Κάργκο έχει δει τον Δούναβη, έχει μπει σε πλοίο, έχει πάει σε κλαμπ και ίσως ξέρει πώς να κατεβάσει ένα αεροπλάνο. Η Λούνα δεν έχει γνωρίσει τον κόσμο έξω από οθόνες. Ξέρει λίγα, αλλά ανάμεσα σε αυτά ξέρει την Κάργκο. Και ίσως αυτό είναι το μόνο που μετράει.
Η ΤΑΙΝΙΑ
Η ταινία είναι online μέχρι 11 Σεπτεμβρίου στο παρακάτω link:
https://www.dramafilmfestival.gr/online-festival/film/cargo/
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Η αφήγηση μοιάζει εσκεμμένα θρυμματισμένη και χαοτική όπως και οι μνήμες και οι συμπεριφορές της κεντρικής χαρακτήρα. Σαν όλα στο μυαλό της, όπως κι αυτό που εμείς λαμβάνουμε ως θεατές, να είναι ένα συνονθύλευμα αναμνήσεων (ψευδών ή πραγματικών), προθέσεων όπως και γνώσεων κι αντιλήψεων για την πραγματικότητα που δεν μπορεί να τα θέσει, ούτε αυτή, ούτε εμείς, κάτω συγκροτημένα. Προσπάθησα αρκετά (κι αυτό δεν το λέω ως κάτι αρνητικό) να βρω το νήμα που συνδέει την ταινία, και νομίζω λύση σε αυτό μου έδωσε η τελική ατάκα της ταινίας. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ισχύει, δηλαδή αυτό το αφηγηματικό σχήμα: της χάοσης, του μπερδέματος, της ανικανότητας για συγκροτημένη κατανόηση της γύρω πραγματικότητας. Μιλούσα, λοιπόν, με ένα φίλο ψυχολόγο και μου έλεγε ότι τα τελευταία χρόνια, οι νέοι ηλικιακά θεραπευόμενοι δεν έχουν ως κυρίαρχο ζήτημα του προβλήματος τους ζητήματα συναισθηματικής φύσης, όπως κι έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε, όσο μια σκέψη χαοτική. Δυσκολεύονται να συγκροτήσουν ιδέες, σκέψεις, γνώσεις κ.λπ. και αδυνατούν να θέσουν τους εαυτούς τους μέσα στη καθημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Κι αυτό το δέχονται ενίοτε σαν φορτίο (cargo). Νιώθω ότι δικαιούμαι να την δω κατ’ αυτό τον τρόπο την ταινία, με αυτό το νοηματικό πυρήνα, και θα ήθελα να ξέρω αν σε ενδιαφέρει κοινωνικά, ηθικά, ψυχαναλυτικά αλλά και αισθητικά μια τέτοια παράμετρος.
Οι μνήμες, οι παραστάσεις μας, η εμπειρία του κόσμου τείνει αυξανόμενα να είναι από το ίδιο υλικό: από μαγνητικά πεδία και ραδιοκύματα. Η εμπειρία του εγκλεισμού το έκανε αυτό πιο εμφανές καθώς η επαφή μας με τους ανθρώπους ήταν περισσότερο μέσα από συσκευές και οθόνες, πιο εικονικές. Στην πραγματικότητα, προφανώς δεν έχω το υπόβαθρο ώστε να το δω ψυχαναλυτικά. Ενώ ο τίτλος Cargo αρχικά υπήρξε ως μια αναφορά στο cargo cult, στη συνέχεια βλέπω σε αυτόν κάτι άλλο, το φορτίο του παρελθόντος, τη δυσκολία του ανθρώπου να συνεχίσει, να βρει την πίστη ότι και η τρέχουσα ζωή ή αυτή που θα ζήσει θα είναι και αυτή στο ύψος των αναμνήσεων. Η Κάργκο ζει ανάμεσα σε θησαυρισμένη γνώση, τα βιβλία στα οποία πατά για να γίνει ορατή από το παράθυρο, στα αποθηκευτικά μέσα στα ράφια της. Υπάρχει, ή τέλος πάντων θεωρώ ότι στη διάρκεια της κατασκευής της ταινίας προέκυπτε μια αναλογία ανάμεσα στα μνημεία και τις προσωπικές μνήμες, τα ιδιωτικά μνημεία και μια αναζήτηση αν αυτά τελικά είναι φυλαχτά απέναντι στις καταστροφές ή ένα φορτίο που κάνει τη συνέχεια αδύνατη, αν εγκλωβίζουν. Υπάρχει ένα βιβλίο που με ακολούθησε στενά για πάνω από 10 χρόνια, και ακόμα ανατρέχω σε αυτό. Το θεωρώ τεράστιο, με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Είναι “το όνομα του Ρόδου”. Μέσα σε αυτά τα επίπεδα ανάγνωσης και δυστυχώς ενώ δεν έκανα τον κόπο να ξαναψάξω τα σχετικά αποσπάσματα, υπάρχει μια αντίληψη της πραγματικότητας μεταμοντέρνα, αν θα έπρεπε να την ορίσω κάπως. Μια ανάγνωση της πραγματικότητας που μας αποκαλύπτεται σε μερικότητες, με κάθε καθολική αλήθεια να έχει μια συμβατική μόνο αξία. Η Cargo φτιάχνει μια θεωρία του μερικού, δεν ξέρω αν αυτό έχει σχέση με την ατάκα του Παζολίνι για τη σημειολογία της πραγματικότητας. Πάλι μέσα στο ίδιο βιβλίο υπάρχει η σκηνή του Άντσο που μαζεύει σπαράγματα κειμένων από την καμμένη βιβλιοθήκη και συγκροτεί με αυτά μια δική του βιβλιοθήκη μερικοτήτων.
Πιο συγκεκριμένα και σε συνέχεια της προηγούμενης σκέψης μου, βλέπω μια ανάγκη αναζήτησης της σεξουαλικότητας από την χαρακτήρα (κι από πλευρά σου, διερεύνησής της). Αναζήτησης επιπλέον και της φύσης του ίδιου του δυτικού πολιτισμού, των αναμνήσεων, των αναπαραστάσεων και λοιπών στοιχείων που παρακολουθούμε στη ταινία. Πώς και θέτεις αυτό το πλαίσιο; Θεωρείς, δηλαδή, ότι η σεξουαλικότητα είναι αυτή που καθορίζει αρχικά την ύπαρξή μας, είναι το βασικό και καθοριστικό στοιχείο του ποιοί είμαστε, αποτελεί, με άλλα λόγια, προϋπόθεση για να υπάρχουμε ή η σεξουαλικότητα καθορίζεται, δηλαδή αποτελεί μια συνέπεια, ένα αποτέλεσμα της όλης κοινωνικής δομής και των κοινωνικών αφηγημάτων στην οποία και στα οποία είμαστε μέρος;
Η Κάργκο είναι ένας άνθρωπος με παρελθόν, με αναμνήσεις, με ένα φορτίο γνώσης και μόρφωσης σε έναν κόσμο που όλα αυτά είναι ίσως παρωχημένα, άχρηστα, δεν την βοηθούν. Η εξελικτική καλωδίωσή μας, αν επιτρέπεται να το θέσω έτσι, έχει λίγα πράγματα πέρα από την επιβίωση και την αναπαραγωγή, οπότε κάπως δικαιούμαι να θεωρήσω την σεξουαλικότητα ως θεμελιώδες ντράιβ. Η Κάργκο θα μπορούσε να θεωρήσει όλη τη σκευή της, τα βιβλία, τις αναμνήσεις, τις γνώσεις ως υποκαταστάσεις της ανάγκης της για επαφή. Επίσης το ίδιο φορτίο μοιάζει να είναι πάντα μια απομάκρυνση από τη βαρβαρότητα ή την αθωότητα που στο τέλος ίσως να είναι το ίδιο πράγμα. Στις αναπαραστάσεις της η Κάργκο νοσταλγεί τη βαρβαρότητα. Η πτώση είναι αρκετά βασικό και διαδεδομένο στοιχείο στον πολιτισμό μας. Δεν ξέρω αν καθορίζεται αυτό από κάποια κοινωνική δομή. Επίσης, δεν πιστεύω ότι είναι παραγωγικό να προχωρά κανείς σε έναν διαχωρισμό των κοινωνικών αφηγημάτων από τη βιολογία μας, ίσως απηχεί ένα θετικιστικό, τεχνοκρατικό μοντέλο που σε όλο το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα τίθεται σε σοβαρή αμφισβήτηση. Μιλώ για μια αντίληψη ότι τα κοινωνικά αφηγήματα μπορούν να λειτουργήσουν ως κάποιου είδους κοινωνική μηχανική, ότι οι κόσμος υπακούει στα μοντέλα και στις αφαιρέσεις μας που, στο τέλος, δεν είναι παρά προσπάθειες ερμηνείας ή εκλογίκευσης.
Με ενδιαφέρει, προσωπικά, το δοκιμιακό σινεμά και θεωρητικά και δημιουργικά. Η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί τέτοιον κινηματογράφο, άλλωστε οι αισθητικές αναφορές στον Chris Marker, τον θεμελιωτή αυτής της αφήγησης, είναι εμφανέστατες στο έργο σου, και καλώς. Κι έχω συμπεράνει πως τέτοιο σινεμά λείπει από την χώρα (και γενικότερα ίσως, μιας και το βλέπουμε κυρίως σε ευρωπαϊκά ντοκιμαντέρ). Θεωρώ ότι υπάρχει μια γενικότερη επιστροφή στη σύμβαση. Στην κλασική μυθοπλαστική αφήγηση. Στην “αρχή-μέση-τέλος” και με αυτή ακριβώς την σειρά (αγνοώντας δηλαδή την σημαντικότατη αυτή ρήση του Godard). Δεν σου ζητώ εδώ να κρίνουμε άλλες ταινίες και συναδέλφους, αυτό είναι δουλειά της κριτικής και της θεωρίας, όσο να καταλάβω τι σπρώχνει εσένα να ασχοληθείς με αυτό το συγκεκριμένο κινηματογραφικό όχημα, της πειραματικής αφήγησης, και ελευθερίας που αυτή δίνει, και που όμως ταυτόχρονα δυσκολεύει την ταύτιση του θεατή με τον τρόπο που έχει μάθει να περιμένει από το σινεμά. Δηλαδή από ένα κλασικό σινεμά της στρωτής αφήγησης, της ιστορίας, του συγκροτημένου χαρακτήρα με συγκεκριμένους στόχους κ.λπ. Τι μπορεί παραπάνω να δώσει ένα πείραμα στο συγκεκριμένο μέσο και ειδικότερα στην δική μας ιδιοσυγκρασία ως θεατές μιας συγκεκριμένης χώρας χωρίς παράδοση σε αυτό;
Θεωρώ κομβικό, ιδρυτικό σχεδόν για το σινεμά όπως το ξέρουμε σήμερα το βιβλίο “Ανατολικά της Εδέμ”. Όλο το βιβλίο -πρόκειται για μια βασικά βιβλική αφήγηση, όπως συχνά συμβαίνει στον Στάινμπεκ- περιστρέφεται γύρω από το κόνσεπτ κάποιας δυνατότητας αυτοπραγμάτωσης, γύρω από εκείνη τη στιγμή σε κάθε σενάριο όπου η απόφαση του ήρωα θα τον οδηγήσει είτε στην από πριν προδιαγραφόμενη μοίρα του είτε στην πραγμάτωσή του. Με μια έννοια μιλάμε για μια αντίληψη μοντερνιστική, κυρίως ανθρωπιστική η οποία δεν είναι και άσχετη με τους ανταγωνισμούς του ψυχρού πολέμου. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι αυτή η αντίληψη του ατόμου ως μοναδική δημιουργική δύναμη μας έχει ήδη αποχαιρετήσει, δείχνει πια αναποτελεσματική, εκτός τόπου. Ήδη, ο τρόπος που μια ιδέα φτάνει στην παραγωγή περιλαμβάνει τόσες συμπληγάδες, γραφειοκρατία και τεχνοκρατίλα που μπορώ με σιγουριά να πω ότι τα πρότζεκτ στεγνώνουν από εκείνη την απροσδιόριστη ποιότητα που συνήθως λέμε έμπνευση, σπίθα, δημιουργικότητα ή κάπως αλλιώς και που καμιά από αυτές τις λέξεις δεν εκφράζει ακριβώς. Κάπως συνοπτικά, λέω ότι μια ταινία δεν φτιάχνεται από επιτροπή. Οι επιτροπές είναι καλές για να μην κάνουν λάθη αλλά δεν έχουν καμία σχέση με καμιά πρωτότυπη δημιουργία.
Το La Jetee ήταν στη λίστα μου εκείνο τον καιρό που δούλευα το Cargo. Είχα έρθει σε επαφή με αυτό πριν από 15 χρόνια, έβλεπα τις αναλογίες αλλά αμφιβάλλω αν κάθισα ποτέ να το δω ολόκληρο.
Ο Γκοντάρ, ο τρόπος που κάνει -έκανε- σινεμά βρίσκω ότι είναι η φαντασίωση κάθε σκηνοθέτη, σίγουρα η δική μου. Με εντυπωσιάζει πάντα ο προφανής, διαισθητικός τρόπος που βρίσκει να εκφραστεί. Μια ελευθεριότητα που θα του επιτρέψει να απευθυνθεί στην κάμερα, να ψιθυρίσει στον θεατή, να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο του φανεί πρόσφορο για να μιλήσει. Αντιπαθώ, αν και καταλαβαίνω μια χρησιμότητα, την υποταγή στο στιλ. Στον Γκοντάρ το στιλ ήταν αποτέλεσμα, δεν ήταν επιλογή όπως διαλέγει κανείς τι θα φορέσει. Οποιοσδήποτε σκηνοθέτης σήμερα, αν δεν είναι τελείως άμπαλος, μπορεί να υιοθετήσει ένα στιλ. Είχα βαρεθεί να ακούω σαν σπουδαστής πόσο ένα μικρόφωνο που θα μπει στο κάδρο -idioterne πχ- είναι επιλογή. Δεν είναι. Είναι πράγματα που προκύπτουν από επιλογές ηθικής, ας πούμε, φύσης: πώς θέλει κανείς να είναι ένα γύρισμα, τι προσφέρει μια ελευθεριάζουσα κάμερα σε άλλες ποιότητες, όπως πχ οι ερμηνείες. Για να επιστρέψω στην υποταγή στο στιλ, είναι κάτι που καθιστά κάθε σκηνοθέτη έναν κορυφαίο καλλιτεχνικό συντελεστή του έργου, και τίποτα περισσότερο.
Ευχαριστώ πολύ Γιώργο και καλή επιτυχία στη ταινία σου και στις κινηματογραφικές σου διαδρομές.