Super του Νικόλα Κούλογλου

Συζητήσεις στο Φεστιβάλ Δράμας 2023

| 08/09/2023

Στο Διεθνές Φεστιβαλ Δράμας μικρού μήκους ταινιών αντί μιας κριτικής συζητάμε με τους ίδιους τους έλληνες δημιουργούς πάνω στην ταινία που προτείνουν. Συζητήσεις που βγαίνουν και παραμένουν ταυτόχρονα μέσα στο έργο τους. Άλλωστε κάθε έργο τέχνης διευρύνει τις σκέψεις μας πάνω σε διάφορες θεματικές κι αυτό είναι το σπουδαίο της καλλιτεχνικής πράξης.

Η ΠΛΟΚΗ

Καθ’ οδόν για το σουπερμάρκετ, η Πένι και ο Τζέιμς ξανασυναντώνται για πρώτη φορά.

Η ΤΑΙΝΙΑ

Η ταινία είναι online μέχρι 11 Σεπτεμβρίου στο παρακάτω link:

https://www.dramafilmfestival.gr/online-festival/film/super-2/

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Φόρος τιμής στον Κασσαβέτη, και γενικότερα στο αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά που αυτός θεμελίωσε ευρύτερα στην κινηματογραφική κουλτούρα και ιστορία. Διαλογικά, μουσικολογικά, ρυθμικά, χαρακτηρολογικά και με το γλυκόπικρο ύφος του επίσης. Μεγάλο το καλλιτεχνικό βάρος που ένας νέος σκηνοθέτης πρέπει να σηκώσει και φυσικά δεν προσπαθώ να μπω σε μια κουβέντα σύγκρισης. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ένιωθα όσο έβλεπα την ταινία σου ότι ένα τέτοιο σινεμά μας λείπει. Cool, ανθρώπινο, ευαίσθητο και ερωτικό ταυτόχρονα. Ζεστό και γειωμένο. Ο Tom Waits έλεγε σε μια ταινία του Jarmusch: “It’s a sad and beautiful world”. Μεγάλη ατάκα κινηματογραφικά αλλά και πραγματικά. Σε αυτόν τον κόσμο τον βαθιά θλιπτικό που ζούμε, εμπεριέχει μια πολιτική θέση αυτό το “αναστέναγμα”, όπως θα χαρακτήριζα την ταινία σου; Τι θα έλεγες σε κάποιον που θα διάβαζε την ταινία σου με το αφήγημα “Όλα εντάξει! Αγάπη μόνο.” και σε έναν άλλο που αντιθέτως θα αναρωτηθεί ότι “σε αυτή την κατάσταση που ζούμε, για την αγάπη θα μιλήσουμε;”

Η ταινία αφηγείται μια ιστορία χωρισμού, μεταξύ δύο ανθρώπων που προσπαθούν να δώσουν μια τελευταία πνοή σε μια σχέση που έχει στην πραγματικότητα λήξει. Πράγματι, αυτή η συνθήκη είναι βαθιά γλυκόπικρη και νοσταλγική. Προσωπικά με συγκινεί αυτό το αδιέξοδο, ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς απ’ ό,τι έγιναν. Δεν θα έλεγα ότι όλο αυτό έχει κάτι αμιγώς πολιτικό, όμως -παραφράζοντας τον de Maupassant- θεωρώ ότι από τα μικρότερα προβλήματα του κόσμου, ο χωρισμός είναι το μεγαλύτερο. Όταν ταυτίζεσαι συναισθηματικά με έναν άλλον άνθρωπο, η απώλειά του τελικά δημιουργεί ένα υπαρξιακό κενό. Σαν ένας μικρός θάνατος.

Σε δεύτερο επίπεδο τώρα, στην ταινία σου σεναριακά βλέπουμε μια διερεύνηση της αγάπης ανάμεσα σε δυο καθημερινούς νέους ανθρώπους και σκηνοθετικά αυτό παράγει αισθαντικότητα και σεξουαλικότητα. Ωστόσο μοιάζουν κι αυτά να καταναλώνονται πλάι σε χιλιάδες άλλα καταναλωτικά προϊόντα που κυριαρχούν στον χώρο ενός σουπερ μάρκετ. Μπανάλ η διαπίστωση του καταναλωτισμού ίσως, αλλά όσο χιλιοειπωμένη και να είναι, θεωρώ ότι δεν έχει μπει ακόμα προς κρίση από την πλειονότητα των ανθρώπων, ειδικά της γενιάς μας. Αυτό που θα ήθελα να μου πεις είναι το εξής: Πώς γίνεται να φαντασιωθείς, να νιώσεις, να προσδώσεις νόημα (ή και να επαναφευρίσκεις όπως οι χαρακτήρες μας) ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε μια ακραία καταναλωτική κοινωνία και κυρίως πόσο αληθινά μπορεί να είναι τα συναισθήματα καθώς έχουμε μάθει να τα θέτουμε σαν προϊόντα σε ένα ράφι που κάποια στιγμή είναι γεμάτο και την άλλη στιγμή έχουν λήξει και πρέπει να τα πετάξουμε; Και πόσο μακριά είμαστε ακόμη από το να γίνει κοινό κτήμα να δούμε την ζωή έξω από την παραγωγή-κατανάλωση;

Σε αυτό το επίπεδο νιώθω ότι πολιτικοποιείται περισσότερο η ταινία, εξού και διαδραματίζεται μέσα στον “ναό” του ύστερου καπιταλισμού, σε ένα σουπερμάρκετ. Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να δώσω απάντηση στην ερώτησή σου, καθώς και εμένα ο ίδιος προβληματισμός με ενέπνευσε, τα ίδια ερωτήματα θέτω μέσω της ταινίας. Ωστόσο, νιώθω ότι οι δύο ήρωες παλεύουν με νύχια και με δόντια να βρουν αυτό το νόημα, κάτι το “αληθινό”, μέσα σε έναν κόσμο τόσο εφήμερο και πλαστικό. Η προσπάθειά τους έχει κάτι το ακραία ρομαντικό, με την ιπποτική έννοια του όρου. Δεν είναι από τα ζευγάρια που τους παίρνει ο ύπνος τον καθένα με το κινητό στο χέρι. Αντιθέτως αντιστέκονται, παλεύουν ενάντια σε αυτή την παρακμή. Το όπλο τους θα έλεγα ότι είναι η φαντασία τους. Να δημιουργήσουν έναν κόσμο στον οποίο συναντιούνται ξανά για πρώτη φορά.

Θα μπω σε ένα πιο αισθητικό ζήτημα και κυρίως στο φωτογραφικό ύφος της ταινίας. Το φιλμ με το οποίο γύρισες, ο Κωνσταντίνος Κουκουλιός το χειρίστηκε χωρίς εξιδανικεύσεις και αισθητικοποίηση αλλά με εμπειρία και σεβασμό στο μέσο. Το αναλογικό φιλμ -και οι αναφορές σε αυτό (εγώ είδα και Robert Frank στο ύφος, στα καρέ και στις α/μ τονικότητες)- καταγράφει το φως με άλλη ποιότητα, φυσικότερη, ίσως γιατί απλώς το μάτι είναι συνηθισμένο λόγω χρόνων κινηματογραφικής οπτικής επαφής με αυτό. Ωστόσο τίθεται ένα ερώτημα. Η απόφαση να κινηματογραφηθεί μια ταινία κατ’ αυτόν τον τρόπο πέφτει πάνω σε δυσκολίες, και κυρίως οικονομικής φύσης. Πώς μπορεί ένας σκηνοθέτης, σήμερα, να έχει απόλυτο έλεγχο των κριτηρίων που θέτει για την τελικό αποτέλεσμα, όταν αυτές οι δυσκολίες εμφανίζονται από την στιγμή που γράφεται ένα σενάριο; Γίνεται να κάνουμε ταινίες με “εκπτώσεις”; 

Για να επιστρέψω και στην πρώτη σου ερώτηση, πράγματι η αισθητική της ταινίας αντλεί έμπνευση σε μεγάλο βαθμό από το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά. Συγκεκριμένα, μία από τις βασικές αναφορές στην οποία σταθήκαμε με τον Κωνσταντίνο Κουκουλιό ήταν το Faces του Κασσαβέτη, ένα φανταστικό ασπρόμαυρο φιλμ. Θέλαμε να δημιουργήσουμε μία εικαστική συνθήκη η οποία σε “μπερδεύει” με ένα τρόπο, σαν να βρίσκεσαι σε έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που είσαι, σε μια άλλη εποχή, σε ένα άλλο σινεμά. Όπως κάνουν δηλαδή και οι ήρωές μας μεταξύ τους. Για αυτό τον σκοπό ήταν απαραίτητο να τη φωτογραφήσουμε σε αναλογικό φιλμ και πρακτικά χρειάστηκε να κάνουμε μια σειρά από άλλες θυσίες (ή εκπτώσεις σε πιο σουπερμαρκετίστικους όρους) για να βγει μέσα στο μπάτζετ της ταινίας. Μπορώ να σου πω ότι πολλές φορές το μετάνιωσα, όμως τελικά άξιζε, θα το ξαναεπέλεγα με κλειστά τα μάτια!

Ευχαριστώ Νίκο για τη συζήτηση και για την όλο ζωντάνια ταινία σου. Καλή επιτυχία στις προβολές τις.

Κι εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ για τα όμορφα λόγια και τις καταπληκτικές ερωτήσεις.

Ο Χρήστος Σκυλλάκος είναι κριτικός και θεωρητικός κινηματογράφου, φωτογράφος, εικαστικός, επιμελητής εκδόσεων και εισηγητής σεμιναρίων θεωρίας & ιστορίας κινηματογράφου. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) και μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Γεννημένος το 1984 σπούδασε Νομική.