Σωλ Μπέλοου, "Άδραξε τη μέρα": Αναζητώντας εαυτούς στην αμερικανική ηθική της προτεσταντικής εργασίας

Μετάφραση από τα αγγλικά: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα, 2018

| 02/03/2020

 Ο νομπελίστας συγγραφέας Σωλ Μπέλοου (Saul ή Solomon Bellow, 1915-2005) γεννήθηκε στο Λανσίν του Κεμπέκ του Καναδά, στις 10 Ιουνίου 1915, από γονείς Ρώσους μετανάστες. Μεγάλωσε σε ένα φτωχό προάστιο του Μόντρεαλ, στο Κεμπέκ, όπου ο πατέρας του,  Αβραάμ, ήταν επιχειρηματίας ο οποίος ταυτόχρονα ήταν μπλεγμένος και με παράνομες, εν πολλοίς, επιχειρήσεις. Αυτό φυσικά, και ευτυχώς, δεν τον εμπόδισε να δώσει πολλαπλά κίνητρα στο γιό του, και να επωφεληθεί πλήρως εκείνος από κάθε ευκαιρία που τους πρόσφεραν οι γονείς του, ούτως ώστε όταν μεγαλώσει να εξελιχθεί σε έναν καλό μελετητή του  Ταλμούδ, του γνωστού και βασικού κειμένου του ραβινικού Ιουδαϊσμού και καθημερινού οδηγού της ζωής των απανταχού Εβραίων. Από παιδί ήδη, ο Σωλ Μπέλοου μιλούσε Γαλλικά, Αγγλικά, Γίντις και Εβραϊκά και ενθαρρύνθηκε με τον καλύτερο τρόπο να συνεχίσει να ασχολείται με διάφορα ακαδημαϊκά και ενδιαφέροντα θέματα. Έτσι, οι γονείς τού ενστάλαξαν την  έντονη επιθυμία να πετύχει και την ειλικρινή δίψα για πέρα από την απαραίτητη και συνηθισμένη  γνώση. Η οικογένεια του Μπέλοου μετακόμισε στο Σικάγο το 1924, και όπως ο Σωλ Μπέλοου μεγάλωνε, ενδιαφερόταν όλο και περισσότερο για τη λογοτεχνία και το γράψιμο. Το 1933, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, όπου σπούδασε λογοτεχνία, αλλά μετά από δύο χρόνια, μεταπήδησε στο Πανεπιστήμιο Νορθουέστερν, απ’ όπου αποφοίτησε με τιμητικές διακρίσεις στις επιστήμες της ανθρωπολογίας και της κοινωνιολογίας. Στη συνέχεια παρακολούθησε μεταπτυχιακό δίπλωμα στην ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επέστρεψε στο Σικάγο και παντρεύτηκε με την  κοινωνιολόγο Anita Goshkin.

Στο Σικάγο, άρχισε να εμπλέκεται ενεργά με μια οργάνωση προοδευτικών Συγγραφέων (WPA) η οποία είχε δεσμούς με το Κομμουνιστικό Κόμμα, τότε, αφιερωμένη στην παροχή υποστήριξης σε νέους διανοούμενους και συγγραφείς. Εκεί συνέταξε κάποιες σύντομες βιογραφίες μεσοδυτικών συγγραφέων και δίδαξε στο Κολλέγιο Pestalozzi-Froebel. Η πρώτη του ιστορία, ‘Two Morning Monologues’ εμφανίστηκε στην ‘Partisan Review’, το 1941, και λίγο αργότερα γεννήθηκε ο γιος του Γκρέγκορυ. Το 1944, ο Μπέλοου ολοκλήρωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, ‘Ο μετέωρος άνθρωπος’ (Dangling Man), και άρχισε να αναλαμβάνει θέσεις διδασκαλίας. Το 1947, κέρδισε μια υποτροφία Γκούγκενχαϊμ για το δεύτερο μυθιστόρημά του, ‘Το θύμα’ (The Victim), και μετακόμισε στο Παρίσι.

Κατά τη διάρκεια των δύο ετών που πέρασε στο εξωτερικό, ο Μπέλοου εγκατέλειψε δύο σχεδόν ολοκληρωμένα χειρόγραφα με προφανή σκοπό να ολοκληρώσει ένα πιο εκτεταμένο μυθιστόρημα που θα γινόταν αργότερα, ‘Οι περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς’ (The Adventures of Augie March). Αυτό, που κυκλοφόρησε το 1953, παρουσίασε την σημαντική λογοτεχνική ικανότητα του Μπέλοου και σημάδεψε ένα βαθύ στιλιστικό χάσμα συγκριτικά με τα προηγούμενα δύο έργα του. Το μυθιστόρημα, μάλιστα, κέρδισε και το  Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των Η.Π.Α. Όταν ο Μπέλοου επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη για δέκα χρόνια και γρήγορα έγινε αναπόσπαστο μέλος του κύκλου του ‘Partisan Review’, μια παρέα εβραίων διανοούμενων.  Δημοσίευσε το βιβλίο ‘Άδραξε τη μέρα’ (Seize the Day) το 1956 και, λίγο μετά, παντρεύτηκε την Alexandra Tachacbasov με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Αδάμ, αλλά μετά από μόλις τέσσερα χρόνια γάμου, χώρισαν. Λίγο αργότερα, ο Μπέλοου δημοσίευσε το ‘Χέντερσον, ο βασιλιάς της βροχής’ (Henderson and the Rain King, 1959), και τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε ξανά, αυτή τη φορά μια δασκάλα, την Susan Alexandra Glassman. Με την τελευταία, απέκτησε έναν άλλο γιο, τον Ντάνιελ, και η οικογένεια μετακόμισε στο Σικάγο, όπου ο Μπέλοου ανέλαβε καθήκοντα Καθηγητή Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Το 1964, δημοσίευσε το μυθιστόρημα ‘Χέρτσογκ’ (Herzog), το οποίο τιμήθηκε, το 1965,  με  το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου. Μετά τον θάνατο τόσο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ όσο και του Γουίλιαμ Φώκνερ, ο Μπέλοου  χαιρετίστηκε ως ο καινούργιος, ανερχόμενος, μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας. Λίγο μετά την διάλυση του γάμου του με την Susan Alexandra Glassman, δημοσίευσε τις ‘Αναμνήσεις του Μόσμπυ και άλλες ιστορίες’ (Mosby’s Memoirs, 1969)  και τον ‘Πλανήτη του κ. Σάμλερ’ (Mr. Sammler’s Planet, 1970). Το ‘Humboldt’s Gift’ έλαβε το βραβείο Πούλιτζερ το 1975 και ο Μπέλοου παντρεύτηκε ξανά, ετούτη τη φορά με την Alexandra Ionescu Tulcea, καθηγήτρια θεωρητικών μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Νορθουέστερν, Ρουμανικής καταγωγής.

Το 1976, ο Σωλ Μπέλοου, κέρδισε το βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία. Η επιτροπή τον επαίνεσε για την εξαίρετη απεικόνιση και παρουσία  του στα λογοτεχνικά δρώμενα  ως έναν άνθρωπο που  συνεχίζει να προσπαθεί να βρει ένα σημείο στήριξης κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του σε έναν κόσμο ασταθή, που δεν μπορεί ποτέ να παραιτηθεί από την πίστη του ότι η αξία της ζωής εξαρτάται από την αξιοπρέπεια και όχι από την επιτυχία της, και ότι η αλήθεια πρέπει στο τέλος να θριαμβεύει. Ακολούθησε πλήθος άλλων έργων, συμπεριλαμβανομένων θεατρικών, δημοσιογραφικών απολογισμών, διηγημάτων, κριτικών δοκιμίων, και κοινωνικών και πολιτικών σχολίων, όπως, ‘To Jerusalem and Back’ (1976), ‘Ένας ανήσυχος Δεκέμβρης’ (The Dean’s December, 1982), ‘More Die of Heartbreak’ (1987), ‘Η κλοπή’ (A Theft, 1989), ‘The Bellarosa Connection’ (1989), ‘Something To Remember Me By (1991), ‘All It Ups’ (1994), ‘Η μοναδική’ (The Actual, 1997) και Ράβελστάιν (Ravelstein, 2000). Έτσι, μπορούμε να ισχυριστούμε, πως ο Σωλ Μπέλοου θεωρείται ένας ολοκληρωμένος μεταπολεμικός Αμερικανός συγγραφέας. Η ρωσο-εβραϊκή του κληρονομιά,  η καναδική του ανατροφή, καθώς και η πληθωρική και ειλικρινής φωνή του, αποτελούν βασικές πτυχές της μοναδικής απεικόνισης του αμερικανικού πνεύματος και της ακατέργαστης δραστηριότητας του Σικάγου. Στη συνέχεια, έγραψε διάφορα θεατρικά έργα, το πιο σημαντικό από τα οποία είναι πιθανώς ‘Η τελευταία ανάλυση’ (The Last Analysis). Με τον ίδιο τρόπο, ασχολήθηκε επισταμένως με την λογοτεχνική κριτική, δημοσιεύοντας κείμενα στα γνωστά The New Republic, The New York Times Book Review, The New Leader, αλλά και άλλα περιοδικά. Σε ένα αξιοσημείωτο διάλειμμα από το γράψιμο μυθοπλαστικών έργων, υπηρέτησε ως ανταποκριτής πολέμου κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών του  1967, εργαζόμενος για το Newsday. Προς το τέλος της ζωής του, ο Μπέλοου  σχολίασε συχνά την παρακμή του πολιτισμού στη Δύση και την αποτυχία του αστικού περιβάλλοντος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ψυχής των κατοίκων. Το 1987, έγραψε τον πρόλογο στο αμφιλεγόμενο βιβλίο ‘The Closing of the American Mind’,  γραμμένο από τον συντηρητικό κοινωνικό φιλόσοφο του Πανεπιστημίου του Σικάγου, Άλλαν Μπλουμ (Alan Bloom, 1930-1992). Το τελευταίο μυθιστόρημα του Μπέλλου, ‘Ράβελστάιν’ (Ravelstein, 2000). είναι ένα αφιέρωμα στον άνθρωπο και στη φιλία του. Το 1989, παντρεύτηκε την Janis Freedman. Το ζευγάρι μετακόμισε στη Βοστώνη, όπου  στα 1999 γεννήθηκε η κόρη του,  Naomi. Πέθανε  στο σπίτι του,  στις 5 Απριλίου 2005, σε ηλικία 89 ετών. Κατά τη διάρκεια της ζωής του δίδαξε σε πολυάριθμα πανεπιστήμια, όπως το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, το Princeton, το Bard, το Πανεπιστήμιο του Πουέρτο Ρίκο και το Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

Όπως προείπαμε, ο Σωλ Μπέλοου, γεννήθηκε στο Κεμπέκ, στις 10 Ιουνίου 1915. Η Nina Steers, δημοσιογράφος που κάποτε είχε πάρει συνέντευξη απ’ αυτόν, δήλωσε ότι η ημερομηνία γέννησής του ήταν η μόνη πληροφορία που μπορούσε να είναι σίγουρη και ότι όλα τα άλλα ήταν αμφίβολα. Ο λόγος για τη δήλωση αυτή της Steer είναι ότι ο Μπέλοου ήταν γνωστός για τις όχι και τόσο ειλικρινείς και ακριβείς πληροφορίες, προσπαθώντας να  κρατήσει στην άκρη και πίσω από τα παρασκήνια  την προσωπική του ζωή.  Ο πατέρας του,  ήταν επιχειρηματίας και εισαγωγέας, που ήθελε επιμόνως τα παιδιά του μεγαλώνοντας να επωφεληθούν από τον νέο κόσμο των οικονομικών ευκαιριών που ανοίγονταν διάπλατα μπροστά τους. Ήθελε τα παιδιά του είτε να έχουν ένα επάγγελμα καλό, είτε να αποκτήσουν οπωσδήποτε χρήματα. Αυτό είναι σημαντικό, δεδομένου ότι ο κύριος χαρακτήρας του ‘Άδραξε τη μέρα’ (Seize the Day), ο Τόμυ Ουίλχελμ, αγωνίζεται ενάντια στην ιδέα της επιτυχίας του πατέρα του, η οποία, όχι συμπωματικά, μοιάζει πολύ με την ιδέα που είχε  για την έννοια της επιτυχίας, ο πατέρας του Μπέλοου. Τα χρήματα και η επιτυχία του ατόμου γίνονται ένα επαναλαμβανόμενο θέμα μέσα σε τούτη τη νουβέλα.

Ο Σωλ Μπέλοου γεννήθηκε το 1915, οπότε ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της εποχής της οικονομικής Ύφεσης. Έζησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, βίωσε την  πολεμική οικονομία των δεκαετιών του σαράντα και του πενήντα και από πρώτο χέρι τον Ψυχρό Πόλεμο στην καινούργια του πατρίδα. Δεδομένου ότι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος ‘Άδραξε τη μέρα’ έχει φτάσει την ηλικία των σαράντα τεσσάρων ετών στη δεκαετία του 1950, όλα τα παραπάνω ισχύουν όχι μόνο για τον Μπέλοου, αλλά και για τον πρωταγωνιστή της νουβέλας του, καθώς  και για το γενικό πλαίσιο του όλου βιβλίου. Ο Τόμυ Βίλχελμ ζει στην Αμερική της δεκαετίας του 1950, πράγμα που σημαίνει ότι το σκηνικό της ζωής του αποτελείται από μια νεοσυσταθείσα, ισχυρή αμερικανική οικονομία και από μια χώρα που βρίσκεται σε έναν περίεργο πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση που χρησιμοποιεί τα εργαλεία της επιστήμης και της τεχνολογίας ως αμυντικά και επιθετικά, ταυτόχρονα, όπλα. Η ψυχολογία και η επιστήμη εμφανίζονται ξανά και ξανά στη νουβέλα, όπως και η νέα αστική εμπειρία, η μεγάλη πόλη στο οικονομικό της ύψος, το κύρος  και τη μεγαλοπρέπειά της. Με αυτό το πνεύμα, ο Μπέλοου  αποφάσισε να τοποθετήσει τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματός του σε εμφανή αντίθεση με τον κόσμο που βρισκόταν γύρω του. Ο εσωτερικός κόσμος του Τόμυ, τα συναισθήματά του και οι ανθρώπινες ανάγκες του βρίσκονται σε συνεχή μάχη με τον εξωτερικό κόσμο των χρημάτων και των επιχειρήσεων της πολύβουης, πολυάνθρωπης  και απαιτητικής πόλης της Νέας Υόρκης.

 Ο Τόμυ Βίλχελμ ζει προσωρινά στο Ξενοδοχείο Γκλοριάνα στην Άνω Δυτική Πλευρά της Νέας Υόρκης, το ίδιο ξενοδοχείο στο οποίο ο πατέρας του διαμένει για αρκετά χρόνια. Βρίσκεται με κάποιο τρόπο έξω απ’ τα νερά του, αφού ζει σε ένα ξενοδοχείο γεμάτο με ηλικιωμένους συνταξιούχους και συνεχίζει σε όλο το μυθιστόρημα να αποτελεί  μια μοναχική μορφή  μέσα στα πλήθη. Η νουβέλα διασχίζει μια πολύ σημαντική μέρα στη ζωή του Τόμυ Βίλχελμ. Καθώς ανοίγει το μυθιστόρημα, ο Τόμυ κατεβαίνει με τον ανελκυστήρα του ξενοδοχείου, για να συναντήσει τον πατέρα του για πρωινό, όπως κάνει βέβαια κάθε πρωί. Ωστόσο, σήμερα το πρωί αισθάνεται κάπως διαφορετικά,  είναι φανερό ότι διακατέχεται από  έναν βαθμό φόβου και προκατάληψης για κάτι που βρίσκεται μπροστά του και έχει δρομολογήσει εδώ και αρκετό καιρό. Ο αναγνώστης αρχίζει να ανακαλύπτει μέσα από τις σκέψεις του Τόμυ, και μέσα από μια σειρά αναδρομών στο παρελθόν, ότι πρόσφατα απολύθηκε από την δουλειά του ως πωλητής, εγκατέλειψε τις σπουδές του  στο κολλέγιο, είναι  ένας άνδρας με δύο παιδιά, που πρόσφατα χώρισε από τη σύζυγό του, ένας άνθρωπος στο χείλος κυριολεκτικά της οικονομικής καταστροφής ο οποίος μάλιστα μόλις έδωσε τις τελευταίες από τις αποταμιεύσεις του στον δόλιο δόκτορα Τάμκιν, ο οποίος έχει υποσχεθεί να τις επενδύσει στο χρηματιστήριο με τις γνώσεις που είχε, όπως ισχυριζόταν. Εν μέσω όλων αυτών, είναι  ερωτευμένος με μια γυναίκα που ονομάζεται Όλιβ, την οποία δεν μπορεί να παντρευτεί, ωστόσο, επειδή η σύζυγός του δεν θα του δώσει το πολυπόθητο διαζύγιο. Ο Τόμυ, είναι φανερά δυστυχής και χρειάζεται βοήθεια, τόσο συναισθηματικά όσο και οικονομικά.

Στα τρία πρώτα κεφάλαια ο αναγνώστης ακολουθεί τον Τόμυ καθώς μιλάει με τον πατέρα του, τον Δρ. Άντλερ, ο οποίος βλέπει τον γιο του ως αποτυχημένο, με κάθε έννοια της λέξης. Ο Τόμυ αρνείται την οικονομική βοήθεια και επίσης αρνείται οποιαδήποτε υποστήριξη, συναισθηματικά ή με άλλο τρόπο, από τον πατέρα του. Εκεί αρχίζουν και οι αναδρομές  στο παρελθόν, όπως ας πούμε με τον κυνηγό ταλέντων, τον Μόρις Βένις, ο οποίος δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για  τον νεαρό Τόμυ και την καλή εμφάνισή του. Ο Τόμυ  Βίλχελμ, όμως, απορρίπτεται αργότερα από τον ίδιο μετά από μια αποτυχημένη δοκιμή, αλλά παρ’ όλα αυτά επιχειρεί μια καριέρα στο Χόλυγουντ ως ηθοποιός. Διακόπτει την εκπαίδευση στο κολλέγιό του και μεταβαίνει στην Καλιφόρνια, ενάντια στη βούληση και τις προειδοποιήσεις του γονέα του. Τα κεφάλαια που ακολουθούν επικεντρώνονται στις συναντήσεις και τις συνομιλίες του Τόμυ με τον δόκτορα Τάμκιν, έναν φαινομενικά δόλιο και αμφισβητήσιμο ψυχολόγο, ο οποίος δίνει στον Τόμυ ατελείωτες συμβουλές, παρέχοντας έτσι σ’ αυτόν τη βοήθεια που είχε απεγνωσμένα αναζητήσει από τον πατέρα του. Το εάν ο Τάμκιν είναι ψεύτης ή επαγγελματίας και επιστήμονας  ψυχολόγος, είναι ένα ζήτημα που μας απασχολεί συνεχώς στο κείμενο. Ανεξάρτητα απ’ αυτό, όμως, είναι αρκετά γοητευτικός και ισχυρίζεται ότι είναι ποιητής, θεραπευτής, μέλος διαφόρων ομάδων με ζηλευτές  θέσεις και περίεργους τίτλους. Παρά τα ψέματά του, δίνει στον Τόμυ αληθοφανείς πυρήνες που γίνονται σημαντικοί στη νουβέλα και στον Τόμυ. Επιπλέον, ο Τόμυ τού αναθέτει και  την τελευταία αποταμίευσή του για να επενδύσει στην αγορά μετοχών βασικών προϊόντων, δεδομένου ότι ο  Τάμκιν  ισχυρίζεται ότι διαθέτει κάποια χρηματιστηριακή πείρα.

Η υπόλοιπη νουβέλα αποτελείται από τον Τόμυ και τον δόκτορα Τάμκιν που πηγαινοέρχονται στο χρηματιστήριο, συναντώντας αρκετούς χαρακτήρες στην πορεία. Το μυθιστόρημα καταδεικνύει τελικά την τρομερή απώλεια του Τόμυ, στις μετοχές που του επένδυσε τα χρήματα ο Τάμκιν. Ο Τόμυ έχει πλέον χάσει όλες τις αποταμιεύσεις του, και εξακολουθεί να έχει οικονομικές απαιτήσεις από την οικογένειά του, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία ο Τάμκιν έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς.  Μετά από μια προσπάθεια να ψάξει γι’ αυτόν στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο, η νουβέλα κλείνει με την τελική κορύφωση. Μεσολαβεί η τελική αντιπαράθεση με τον πατέρα του στην αίθουσα μασάζ του ξενοδοχείου όπου ο Τόμυ στερείται οποιασδήποτε βοήθειας για μια ακόμα φορά, όπως στέκεται μόνος και αβοήθητος ενώπιον του πατέρα του. Στη συνέχεια, ο Τόμυ έχει μια δυναμική και έξαλλη τηλεφωνική επικοινωνία  με τη σύζυγό του στην οποία ισχυρίζεται ότι είναι ‘πνιγμένος’ και  ανίκανος να ‘αναπνεύσει’. Γεμάτος οργής, βγαίνει στο Μπρόντγουεϊ όπου πιστεύει ότι βλέπει κοντά σε μια κηδεία τον δόκτορα Τάμκιν τον οποίο καλεί χωρίς να λάβει απάντηση. Ξαφνικά σπρώχνεται από μια ομάδα βιαστικών ανθρώπων και βρίσκει τον εαυτό του να μεταφέρεται από ένα πλήθος μέσα στο παρεκκλήσι όπου λαμβάνει χώρα η τελετή της κηδείας. Είναι εδώ που έρχεται η τελική κορύφωση επειδή ο Τόμυ βρίσκεται πίσω από το σώμα ενός νεκρού, ξένου σε αυτόν, ανίκανος να ξεφύγει από την κοσμοσυρροή και αρχίζει να κλαίει ασταμάτητα. Οι άλλοι άνθρωποι στην κηδεία μπερδεύονται ως προς το ποιος είναι, και αναρωτιούνται πόσο κοντά βρισκόταν στον αποθανόντα. Ο νεκρός είναι ξένος, αλλά ο Τόμυ παραμένει σε αυτή τη ‘μεγάλη και ευδαιμονική  λήθη των δακρύων. Την άκουσε και βούλιαξε βαθύτερα απ’ τη θλίψη, οδεύοντας μέσα από σπαρακτικούς λυγμούς και κραυγές προς την ικανοποίηση της έσχατης ανάγκης της καρδιάς του’.

Ο Τόμυ Ουίλχελμ, πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, είναι όπως ήδη είπαμε ένας άνδρας σαράντα τεσσάρων ετών που ζει προσωρινά στη Νέα Υόρκη. Έφυγε από το μέρος που ζούσε και το οποίο του άρεσε και μετακόμισε σε ξενοδοχείο στην Άνω Δυτική Πλευρά της Νέας Υόρκης για να ζητήσει ‘βοήθεια’ από τον πατέρα του. Έχει απολυθεί από την δουλειά του, έχει μια τεταμένη σχέση με τον πατέρα του, έχει χωρίσει με τη σύζυγό του, είναι ερωτευμένος με μια γυναίκα που δεν μπορεί να παντρευτεί και έχει επενδύσει τα τελευταία του χρήματα από κοινού με κάποιον άλλο σε μια αμφίβολη μετοχή στο χρηματιστήριο. Εν μέσω όλων αυτών, ο Τόμυ βρίσκει τον εαυτό του να αναμετράται με τον εαυτό του, στην ημέρα της τελικής κρίσης!  Ο πατέρας του, ο γιατρός Άντλερ, είναι ένας δύσκολος άνθρωπος που συμμορφώνεται με τους κανόνες μιας προηγούμενης γενιάς. Είναι Εβραίος και Αμερικανός, ο οποίος εργάστηκε σκληρά κατά τη διάρκεια της ζωής του για να επιτύχει την συγκεκριμένη του θέση στη ζωή ως ένας καθιερωμένος, επιτυχημένος και θαυμαστός γιατρός ή  και ‘καθηγητής’. Αρνείται να μεταφέρει τα παιδιά του στην δική του πλάτη επειδή πιστεύει ακράδαντα ότι εκείνα πρέπει να προσπαθήσουν μόνα τους και να προχωρήσουν στη δημιουργία των δικών τους επιτευγμάτων, καθώς πιστεύει στην αμερικανική ηθική της προτεσταντικής εργασίας. Είναι λογικός, συχνά σκληρός και, το πιο σημαντικό, δεν καταλαβαίνει στην κυριολεξία  τον γιο του. Ο Τάμκιν, είναι ψεύτης και αμφισβητήσιμος χαρακτήρας, ο οποίος σε συνεχή βάση δίνει στον Τόμυ ψυχαναλυτικές συμβουλές, παριστάνοντας ότι γνωρίζει πολλά πράγματα. Οι δηλώσεις του τίθενται υπό αμφισβήτηση και παρ’ όλο που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν τον εμπιστεύονται, ο Τόμυ ελκύεται απ’ αυτόν, ώστε να του εμπιστευθεί και τα τελευταία του χρήματα. Η Μάργκαρετ, είναι η σύζυγος του Τόμυ, αλλά έχουν χωρίσει. Η μόνη άποψη που λαμβάνουμε ως αναγνώστες για αυτήν, είναι μέσω του Τόμυ, και κυρίως μέσω των τηλεφωνικών τους συζητήσεων, όταν μας λέει πως είναι κρύα, σκληρή και ανελέητη. Ως  μητέρα των δύο αγοριών του Τόμυ, του ζητά συνεχώς χρήματα, ενώ ταυτόχρονα δεν του δίνει διαζύγιο. Ο Μόρις Βένις, είναι ο απατηλός αναζητητής ταλέντων, ο οποίος μας έρχεται μέσα από το παρελθόν του Τόμυ. Αργότερα, φυσικά, ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι είχε ξεκινήσει και δρομολογήσει άλλες υποθέσεις, χρησιμοποιώντας τη θέση του ως  ανιχνευτή ταλέντων, απλώς για προκάλυμμα της πραγματικότητας. Η Όλιβ, είναι η γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος ο Τόμυ, την οποία ο αναγνώστης γνωρίζει πάλι μέσω του Τόμυ. Είναι πρόθυμη να παντρευτεί τον Τόμυ, αρκεί να πάρει διαζύγιο από τη γυναίκα του. Η αδελφή του Τόμυ και κόρη του γιατρού Άντλερ, είναι παντρεμένη γυναίκα με πτυχίο, αλλά παρ’ όλα αυτά, έχει τη φιλοδοξία να εξελιχθεί σε γνωστή ζωγράφο, αλλά χωρίς οικονομική βοήθεια από τον πατέρα της, επίσης. Είναι ένας άλλος χαρακτήρας που ο αναγνώστης ποτέ δεν συναντά ευθέως στο μυθιστόρημα. Ο ηλικιωμένος Ράπαπορτ, είναι σχεδόν ένας τυφλός, γέρος στο χρηματιστήριο που δεν μπορεί να δει τους αριθμούς του και ζητά συνεχώς βοήθεια απ’ τους γύρω του, αφηγούμενος ιστορίες από το παρελθόν του.

Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, είναι ένας χαρακτήρας σε έκδηλη αναταραχή. Είναι ένας άνθρωπος που ψάχνει για τον εαυτό του και ο οποίος επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθεί και να τον ακολουθεί την πορεία μιας και μόνο σημαντικής ημέρας στη ζωή του, μια ημέρα που ονομάζεται ‘ημέρα της κρίσης’ του.  Ίσως ο πατέρας του σκέφτεται ότι είναι καιρός να λύσει μόνος του τα δικά του προβλήματα, βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά σε μια σύγκρουση χαρακτήρων, μεταξύ ενός πατέρα και του γιου του. Ο πατέρας πιστεύει στην ηθική της εργασίας των προτεσταντών, ενώ ο γιος του ο οποίος μεγάλωσε, ζει σε μια διαφορετική Αμερική από εκείνη που κάποτε ήταν τόσο οικεία στον Άντλερ. Η υπόθεση εξελίσσεται μέσα σε έναν μεταπολεμικό κόσμο, μετά την οικονομική ύφεση και καταστροφή, τουτέστιν μέσα στον κόσμο του ψυχρού πολέμου και τον ανερχόμενο συνεχώς τεχνολογικό κόσμο. Ο Άντλερ πιστεύει στην εξουσία, την επιτυχία και τον ορθολογισμό. Είναι ο κατ’ εξοχήν αυτοδημιούργητος άνθρωπος. Στην πραγματικότητα, ο Μπέλοου έδωσε στον Άντλερ το όνομα ενός γνωστού ψυχιάτρου του οποίου οι ιδέες και διδασκαλίες βασίστηκαν στη λέξη  ‘δύναμη’. Ο Τόμυ, από την άλλη πλευρά, είναι, βαθιά νατουραλιστής και ιδεαλιστής. Πρέπει να αμφισβητήσουμε την εικόνα του Τάμκιν, όπως και πολλών άλλων χαρακτήρων του βιβλίου. Ισχυρίζεται ότι είναι ταυτόχρονα πολλά πράγματα μαζί, αλλά είναι αλήθεια δύσκολο να υποθέσουμε και να καταλήξουμε σε ασφαλές συμπέρασμα. Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε πως υπάρχουν πολλές αλήθειες μέσα στα ψέματά του. Ίσως επίσης, κάποιος να εκλάβει τα ψέματά του ως απλές ιστορίες ή ενδεδειγμένες παραβολές. Με πολλούς τρόπους λοιπόν, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ο Δρ. Τάμκιν μοιάζει πολύ με τον ίδιο τον Μπέλοου, δηλαδή είναι ένας εφευρέτης  και αφηγητής ιστοριών και αληθειών, και ως εκ τούτου, ένας δημιουργός ο οποίος  αναλαμβάνει σε σημαντικό βαθμό  τον ρόλο ενός υποκατάστατου πατέρα για τον Τόμυ Ουίλχελμ,  δίνοντάς του συμβουλές και οδηγώντας τον σε μια τελική αναγνώριση, συνειδητοποίηση και αποδοχή  του εαυτού του.

Το ’Άδραξε τη μέρα’ είναι μια αντανάκλαση των περιόδων κατά τις οποίες γράφτηκε. Το μυθιστόρημα γράφτηκε σε έναν μεταπολεμικό κόσμο ο οποίος δημιούργησε αρκετούς παράγοντες που χρησιμεύουν ως σκηνικό για την απομόνωση του Ουίλχελμ στο μυθιστόρημα, μια αποξένωση που αντιπροσωπεύει την αίσθηση πολλών κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Πρώτα απ’ όλα, ο πόλεμος δημιουργεί χαλάρωση ηθών και σε πολλές περιπτώσεις αναστάτωση λόγω της αναγκαστικής μετανάστευσης. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, πολλοί άνθρωποι, ιδιαίτερα οι Εβραίοι, διέφυγαν από τους Γερμανούς, όταν μπορούσαν, και τα αμερικανικά στρατεύματα όπως και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, άλλωστε, είδαν με τα μάτια τους τα αποτελέσματα και τη φρίκη του εν λόγω δραματικού πολέμου. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, βέβαια, ο πόλεμος είχε θετικό αποτέλεσμα, αφού έδωσε γένεση  σε προϊούσα οικονομική άνθηση και ένα αφηνιασμένο κύμα τεχνολογικού ενδιαφέροντος στην Αμερική. Οι λόγοι για αυτό, είναι διπλοί. Αφ’ ενός  η Αμερική ήταν πλούσια και αφ’ ετέρου η Αμερική συμμετείχε σε έναν ψυχρό πόλεμο, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη Σοβιετική Ένωση, καθώς οι χώρες ανταγωνίζονταν και τεχνολογικά, για τους γνωστούς λόγους. Μέσα σε αυτόν ακριβώς τον κόσμο, ένας άνθρωπος όπως ο Τόμυ Ουίλχελμ, βρίσκεται κυριολεκτικά χαμένος. Ο Τόμυ είναι ιδεαλιστής που περιβάλλεται από τις πιέσεις του έξω κόσμου. Είναι απομονωμένος και, συνεπώς, αναγκάζεται να στραφεί στον εαυτό του. Το αστικό τοπίο είναι το σύμβολο που προωθεί την απομόνωσή του, γιατί είναι πάντα μόνος μέσα σε ένα πλήθος. Ο Μπέλοου θέλει ο αναγνώστης να καταλάβει αυτή την απομόνωση και έτσι έχει χτίσει σχεδόν ολόκληρο το μυθιστόρημα να λαμβάνει χώρα στις σκέψεις του Τόμυ Ουίλχελμ. Βιώνουμε την αβεβαιότητα, την ανησυχία των υγρών και δακρυσμένων σκέψεων, τη θλίψη και την απογοήτευση να είσαι εκείνος ο άνθρωπος, ‘μόνος μέσα στο ανώνυμο πλήθος’. Αυτή η απομόνωση και ο εσωτερικός αγώνας είναι η δυσκολία της νεωτερικότητας. Δεν θα ήταν ο μόνος σύγχρονος συγγραφέας που αγγίζει αυτό το θέμα. Για παράδειγμα, και ο Τόμας Έλιοτ είχε γράψει την ‘Έρημη Χώρα’, όπου συζητούσε  πολλά από τα ίδια θέματα με τα οποία ασχολήθηκε και ο Μπέλοου, αν και ο τελευταίος με πολύ διαφορετικό τρόπο και στυλ. Ο Έλιοτ συζητά την εξωπραγματική, την ανύπαρκτη, τη φανταστική  πόλη που μπορεί να συγκριθεί με την πόλη που ο Ουίλχελμ αισθάνεται τόσο άβολα κυκλοφορώντας σε αυτή. Ο Έλιοτ ισχυρίζεται επίσης ότι υπάρχουν πολλοί ‘νεκροί’ μέσα στα πλήθη. Αυτός ο συμβολικός θάνατος αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος μοιάζει να περνάει τη ζωή του  μόνο από τις κινήσεις των πραγμάτων. Ο Τόμυ Ουίλχελμ για παράδειγμα, στην αρχή του μυθιστορήματος, μοιάζει με έναν χαρακτήρα φαινομενικά νεκρό, τόσο σε εμφάνιση όσο και στον τρόπο που συμπεριφέρεται. Άλλες ομοιότητες μεταξύ της ‘Έρημης Χώρας’ και του ‘Άδραξε τη μέρα’, περιλαμβάνουν τις εικόνες του ‘πνιγμού’ και του ‘ύδατος’, δεδομένου ότι και οι δύο συγγραφείς χρησιμοποίησαν αυτές τις εικόνες για να απεικονίσουν ένα άτομο που πνίγεται στη ζωή. Το ‘Άδραξε τη μέρα’ δεν είναι μια συνηθισμένη ημέρα στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, επειδή είναι μια ημέρα αναμέτρησης, μια μέρα κρίσεως, μια ημέρα κατά την οποία κάποιος που είναι πραγματικά νεκρός θα δώσει στον πρωταγωνιστή του βιβλίου έναν κλονισμό, ένα τίναγμα, ένα τράνταγμα  στη ζωή του για περαιτέρω προσπάθεια.

Σε αντίθεση με πολλά σύγχρονα λογοτεχνικά αριστουργήματα, ο Μπέλοου επέλεξε ένα θετικό τέλος για το μυθιστόρημά του. Επιπλέον, περιπλέκει τις δυσκολίες της νεωτερικότητας προσθέτοντας ένα πολύ ανθρώπινο και θετικό στοιχείο. Ο Μπέλοου  φαίνεται να λέει ότι η δυσκολία του σύγχρονου ανθρώπου ξεπερνάει την τυπική απαισιοδοξία, τον κυνισμό και την απομόνωση, επειδή έχει τη δυνατότητα να φτάσει στην κατανόηση και την αγάπη. Ο Μπέλοου δεν φοβάται να επιτρέψει στον κύριο  χαρακτήρα του να απεικονίζει συναισθήματα. Οδηγεί τον αναγνώστη μέσα στις σκέψεις και τα συναισθήματα των χαρακτήρων του. Ωστόσο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι παρ’ όλο που ο Μπέλοου είναι Εβραίος και Αμερικανός, μαζί, θεωρούσε τον εαυτό του μόνο Αμερικανό συγγραφέα, και όχι Εβραίο, ίσως επειδή η εμπειρία των μεταναστών είναι τόσο μεγάλο μέρος της ίδιας της Αμερικής. Ωστόσο, το στυλ δεν είναι το μοναδικό του επίτευγμα. Αυτός ο εσωτερικός κόσμος των χαρακτήρων του γίνεται περίπλοκος και δείχνει την αναστατωμένη  κατάσταση του ανθρώπου. Για παράδειγμα, ο Τόμυ δεν καταλαβαίνει την ‘εσωτερική’ ζωή του πατέρα του και τις σκέψεις του, αλλά προσελκύεται από τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται ο εκκεντρικός Τάμκιν. Εν ολίγοις, η εσωτερική ζωή του πρωταγωνιστή επιτρέπει στον συγγραφέα να απεικονίσει έναν κόσμο ασαφούς συγκίνησης που δεν θα ήταν άλλως εφικτός. Το να είσαι μέσα στη θέση του πρωταγωνιστή τοποθετεί τον αναγνώστη στην ίδια θέση. Δίνει στον αναγνώστη μια κατανόηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο Τόμυ, όπως τι τον κάνει να θυμώνει, τι τον κάνει απογοητευμένο, λυπημένο και μοναχικό.  Ως εκ τούτου, σε όλο το βιβλίο, ο αναγνώστης συνοδεύει τον Τόμυ Ουίλχελμ στις απογοητεύσεις του και στα φορτισμένα συναισθήματά του. Στο τέλος, ως αναγνώστες, απελευθερωνόμαστε και ξαναγεννιόμαστε με τον ίδιο τρόπο, όπως και ο Τόμυ.

Η πόλη χρησιμεύει για να δημιουργήσει το φόντο των πλήθους και της τεχνολογίας στον κόσμο του Τόμυ. Χρησιμεύει για να απεικονίσει τη διάστασή του με τον εξωτερικό κόσμο, τον πολυποίκιλο κόσμο που τον περιβάλλει. Η πόλη αναφέρεται σε πολλά σημεία σε όλο το μυθιστόρημα, αφού ο πρωταγωνιστής  ισχυρίζεται διαρκώς το μίσος του προς αυτή. Θα προτιμούσε πολύ να ζει στην ύπαιθρο, καθώς δεν είναι εξοικειωμένος με αυτή. Ωστόσο, υπάρχουν στιγμές που βρίσκεται σύμφυτος με τα πλήθη της πόλης. Έτσι, αυτό το αστικό τοπίο μπορεί να χρησιμεύσει και ως το σκοτεινό σκηνικό της ζωής του Τόμυ, το ίδιο το σύμβολο εκείνου από το οποίο προσπαθεί να ξεφύγει ή μπορεί να είναι μια δύναμη που του επιτρέπει να νιώθει αλληλεγγύη με τους συνανθρώπους του. Το νερό είναι ένα από τα πιο σημαντικά σύμβολα του βιβλίου. Είναι παρόν σε κάθε κεφάλαιο και εξυπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς σε διάφορα σημεία του μυθιστορήματος. Το νερό, επειδή μπορεί να είναι τόσο ασταθές όσο και επικίνδυνο, χρησιμοποιείται από τον Μπέλοου για να δείξει ότι ο πρωταγωνιστής του φαινομενικά πνίγεται. Το νερό είναι επίσης ασταθές και έτσι όλες οι εικόνες του νερού υποδηλώνουν το γεγονός ότι τίποτα δεν είναι βέβαιο και ότι ο Τόμυ ζει και δραστηριοποιείται μέσα σε αυτόν τον κόσμο της πλήρους αβεβαιότητας. Ωστόσο, στο τέλος, το νερό μετατρέπεται σε ένα όμορφο σύμβολο αναγέννησης. Τα δάκρυα του Τόμυ, είναι δάκρυα που, ειρωνικά, τον βγάζουν από την κατάσταση πνιγμού του. Τα ρούχα επισημαίνονται σε όλο το μυθιστόρημα στις περιγραφές των χαρακτήρων. Εμφανίζεται ως ένα σύμβολο από την αρχή όταν ο Τόμυ  συζητά γι’ αυτά με τον εφημεριδοπώλη στο ξενοδοχείο. Αυτό είναι σημαντικό επειδή δείχνει τη σημασία των εμφανίσεων στο μυθιστόρημα. Ο Τόμυ βάζει συνεχώς άλλα, δοκιμάζει ρόλους και προσπαθεί συνεχώς να κρύβει τον αληθινό του εαυτό. Η Όλιβ, τέλος, είναι η γυναίκα που αγαπά ο Τόμυ και θέλει να παντρευτεί, αλλά δεν μπορεί επειδή η σύζυγός του δεν θα του δώσει διαζύγιο. Οι σκέψεις του και η ανάγκη του γι’ αυτή, παρουσιάζονται στον αναγνώστη με το τέλος του μυθιστορήματος. Σημαίνει και συμβολίζει την αγάπη και η σημασία του ονόματός της είναι αυτό που την κάνει σύμβολο. Το όνομα Όλιβ (Olive) μπορεί να αναφέρεται στη συμβολική ελιά που σημαίνει ειρήνη και κατ’ επέκτασιν, αγάπη.