Τέσσερα χρόνια χωρίς τον Θανάση Βέγγο

Καλέ μας άνθρωπε, μάς λείπεις...

| 03/05/2015

«Είστε πολύ καλοί και φιλόξενοι, σας ευχαριστώ. Προχθές γκρεμοτσακίστηκα κυριολεκτικά και το ότι βρίσκομαι εδώ είναι άκρως περίεργο».

[br]

Ήταν 3 Μαΐου του 2010, όταν ο Θανάσης Βέγγος απολάμβανε το μεγαλύτερο ίσως «standing ovation» στη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, στο πλαίσιο της πρώτης τελετής απονομής των βραβείων της νεοσύστατης τότε Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (Ε.Α.Κ.). Ακριβώς έναν χρόνο μετά, στις 3 Μαΐου του 2011, ο «καλός μας άνθρωπος» πέρασε στο «πάνθεον των αθανάτων», στα 84 του χρόνια, με συμμετοχή σε περισσότερες από 130 ταινίες στην 55χρονη καριέρα του.

Ο Θανάσης Βέγγος ταυτίστηκε όσο κανείς με τη φιγούρα και τη μοίρα του νεοέλληνα κι αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι. Στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1971, όταν ο Θανάσης Βέγγος απέσπασε τρία βραβεία για την ταινία «Τι Έκανες στον Πόλεμο Θανάση», οι θεατές ζητωκραυγάζανε και τον σηκώνανε στα χέρια. Μια στιγμή αποθέωσης, που δεν αποκαλύπτει όμως την πλήρη εικόνα, η οποία δεν ήταν πάντοτε ειδυλλιακή.

veggos

Tο 1948, σε ηλικία 21 ετών, εξορίστηκε για δύο χρόνια στην Μακρόνησο. Εκεί, γνωρίστηκε με τον Νίκο Κούνδουρο, μια γνωριμία που οδήγησε στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, στη «Μαγική Πόλη» του 1954.

Τα επόμενα χρόνια εμφανίστηκε σε διάφορους μικρούς αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους, μέχρι να απογειωθεί το 1962 με την μεγάλη επιτυχία «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ». Ο Ντίνος Κατσουρίδης πρώτα και κυρίως ο Πάνος Γλυκοφρύδης ήταν οι σκηνοθέτες, με τους οποίους καθιερώθηκε στον κινηματογράφο, ενώ το 1964 ίδρυσε τη δική του εταιρία παραγωγής «ΘΒ – Ταινίες Γέλιου» και σταδιακά δοκίμασε και τη σκηνοθεσία. Η «ΘΒ» ευθύνεται για κάποιες από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του («Φανερός πράκτωρ 000», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», «Ποιος Θανάσης;») αλλά και για την οικονομική καταστροφή του, που ξεπέρασε μετά από πολλά χρόνια.

Τρία χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατό του και θα είχε τρομερό ενδιαφέρον να ακούγαμε τι έχει να μας πει ο Θανάσης Βέγγος για όσα ζούμε, αν και σεμνός και φειδωλός καθώς ήταν, προτιμούσε να μιλάει μέσα απ’ τη δουλειά του και τον χαρακτήρα που ενσάρκωνε: Έναν πολυτεχνίτη κι ερημοσπίτη, αισιόδοξο κι ονειροπόλο λαϊκό άνθρωπο, μια σύγχρονη εκδοχή του Καραγκιόζη, εξίσου αναγνωρίσιμη, με τον οποίο ταυτιζόταν ο θεατής, βλέποντας στον Βέγγο τον εαυτό του.

Καλέ μας άνθρωπε, μάς λείπεις…