«Τίνος είσαι εσύ», της Μάρως Κακαβέλα
Το ταξίδι γεμίζει την καταγωγή
Η ελληνική κοινωνία πάντα θα πορεύεται με ένα πάτημα κι ένα σημάδι στο σώμα της. Η μνήμη της ένα καρφί κι ένα σταυρό θα κουβαλά. Κι αν στα αστικά κέντρα το τσιμέντο προστατεύει και αποπροσανατολίζει, στην περιφέρεια τα στόματα και τα μάτια δεν συναντούν εμπόδια. Ίσα-ίσα, αυτά ανοίγουν τον δρόμο, ξεκλειδώνουν τους κόσμους και μαλακώνουν τις ψυχές. Μια ερώτηση, ευθεία, γεμάτη δύναμη, αδιακρισία και έγνοια την ίδια στιγμή, μια απορία που προσφέρει τις εικόνες του παρελθόντος και περιμένει αυτές του μέλλοντος. Το ξένο ζει για λίγο ανάμεσα στα χωράφια, τα καλντερίμια, τους κακοφτιαγμένους δρόμους. Στα πάντα σκαμμένα μονοπάτια φωλιάζουν αποτυπώματα, δάκρυα, γέλια, χαρές, λύπες, μικροαντικείμενα και κλαράκια που συνθέτουν τον κοινό τόπο, την κοινή προοπτική για ελεύθερο πέταγμα. Ο άγνωστος δεν είναι ποτέ άγνωστος, μόνο ασχημάτιστος χρονικά, οικογενειακά, καταγωγικά. Όταν, λοιπόν, ακούς το «τίνος είσαι εσύ;», αμέσως ξέρεις ότι κινούνται τα γρανάζια του χρόνου και μαζί αλλάζει ο χώρος και οι γραμμές του. Τα υλικά χωρίζονται και τα άυλα εμφανίζονται, σε πάνε ως το σημείο μηδέν, εκεί που όλα είναι απόλυτα. Το χθες ξεκινά την πορεία του στο σήμερα και κάπως έτσι κατανοούμε καλύτερα το βιβλίο «Τίνος είσαι εσύ» (Εκδόσεις Στερέωμα).
Η Μάρω Κακαβέλα γράφει για το αιώνιο ταξίδι της καταγωγής, για το πού πάμε και από πού ερχόμαστε. Και ναι, εδώ το ταξίδι μετράει, αυτό είναι που βρίσκει και ενώνει τα απομακρυσμένα σημεία, αυτό είναι που προχωρά την προσωπική ιστορία και αυτό είναι που γεμίζει την καταγωγή και δικαιολογεί το μελάνι στα στοιχεία ταυτότητας. Φανταστείτε το «Τίνος είσαι εσύ» ως μια ξεθωριασμένη οικογενειακή φωτογραφία. Και φανταστείτε την πένα της συγγραφέως σαν το εργαλείο αποκατάστασης των χρωμάτων, των στιγμών, των αναμνήσεων. Εκεί που δεν μπορεί να διακρίνεις καθαρά το στόμα, μια αράδα γεμάτη νοσταλγία και απαντήσεις. Να βρω τον ετεροθαλή αδελφό μου, και να τον ενημερώσω. Να του ξαναγράψω την προσωπική μου ιστορία. Με το έτσι θέλω ενός νεκρού που δεν είχε τα κότσια να το κάνει εν ζωή, και μας το κληροδότησε μετά θάνατον. (σ.55). Εκεί που το χαρτί τσακίζει, μια αλύγιστη αλήθεια σε ακινητοποιεί και σου κρατά το βιβλίο. …ήρθε ένας πεθαμένος, ένας άγνωστος σε μένα πατέρας, να μου κάνει την ερώτηση στην οποία ο ίδιος θα έπρεπε να είχε απαντήσει τόσες δεκαετίες πριν. Τίνος είσαι εσύ, ρε; Έλα μου ντε. Τίνος; (σ.95). Και όταν μπει η τελευταία τελεία, τα πρόσωπα γίνονται γνήσιο πιστοποιητικό γέννησης, επιβίωσης, ύπαρξης, θανάτου.
Η Μάρω Κακαβέλα επιλέγει το θέμα των χωρισμένων αδελφών, της υιοθεσίας, της αναζήτησης των γονιών, της εξερεύνησης των αιτιών των προσωπικών μεταβολών. Ο Πέτρος και ο Ρήγας. Είναι αδέλφια; Ο Πέτρος Κατσαντώνης αποφασίζει να απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα λίγο πριν τελειώσει οριστικά ο χρόνος. Η Κακαβέλα αποφεύγει την υπερβολή του μελοδράματος αλλά και την «αναγκαιότητα» της ιστορικής αναδρομής. Ναι, η ελληνική περιφέρεια και τα ταραγμένα μετεμφυλιακά χρόνια είναι στο κάδρο, όμως η συγγραφέας δεν μας φορτώνει με γνωστά και χιλιοειπωμένα. Η ματιά της επικεντρώνει στο προσωπικό δράμα, στην προσωπική αγωνία και στο ταξίδι, εσωτερικό, εξωτερικό, των ηρώων. Η αναζήτηση της ταυτότητας γίνεται με εγκράτεια, αγωνία και υπόκωφη ένταση. Η Κακαβέλα εμβαθύνει στους χαρακτήρες, τους κάνει οικείους και κρατά μέχρι τέλους ζεστή τη φωνή τους. Η πλοκή είναι καλοδουλεμένη και η αφήγηση σωστά χωρισμένη. Το «Τίνος είσαι εσύ» κυλά ευχάριστα, είναι ανάλαφρο και συγκινητικό και σίγουρα αντανακλά το πάθος της συγγραφέως να πει-γράψει αυτή την ιστορία.