Τίποτα δεν είναι ιερό. Όλα μπορούν να λεχθούν
Τα «σημεία», οι πληροφορίες, τα μελάνια και οι πραγματικότητες

Σε ένα παλιό ανέκδοτο της Λ..Δ. της Γερμανίας, ένας Γερμανός εργάτης που πρόκειται να μεταβεί στη Σιβηρία, όπου είχε βρει δουλειά, εφευρίσκει έναν κώδικα με τους φίλους του, ούτως ώστε, η αλληλογραφία τους να μην υποστεί κάποια ενδεχόμενη λογοκρισία. Το σημείο-κλειδί είναι το χρώμα του μελανιού με το οποίο θα είναι γραμμένο το γράμμα. Αν είναι κόκκινο, τότε το περιεχόμενο είναι ψευδές. Αν είναι μπλε, τότε όσα γράφει αληθεύουν. Λίγο καιρό μετά, οι φίλοι λαμβάνουν μια επιστολή γραμμένη με μπλε μελάνι, στην οποία περιγράφεται μια σχεδόν ειδυλλιακή ατμόσφαιρα. Το γράμμα καταλήγει: […] «το μόνο που δεν βρίσκει κανείς, είναι κόκκινο μελάνι» [i]. Η αναφορά στο σημείο που είχαν από κοινού επιλέξει, κάνει σαφές το αληθές έναντι του ψευδούς. Τι όμως είναι αλήθεια και τι ψέμα; Αυτό ποτέ δεν διευκρινίζεται.
Ένα σημείο αρκεί για να αλλάξει όλη την «πληροφορία». Ή μήπως μέσω του σημείου, του κώδικα, η πραγματικότητα μετατρέπεται σε μια «νέα πραγματικότητα» προς αξιοποίηση;
Τον Δεκέμβριο του 2008, η πραγματικότητα διαιρείται σε αφηγήσεις: δύο από τις μεγαλύτερες σε κυκλοφορία ελληνικές εφημερίδες, εκδίδονται υπό δύο αντιδιαμετρικούς τίτλους «Έγκλημα και Ξέσπασμα», Ελευθεροτυπία 8/12 και «Φλόγες σε κενό εξουσίας», Η Καθημερινή 9/12. Η μία περιλαμβάνει την έκρηξη μια μαζικής κοινωνικής διεργασίας, με αφορμή τη δολοφονία ενός μαθητή από αστυνομικό και η άλλη, την ανάδυση ενός αντικοινωνικού, παράλογου συμβάντος, εξαιτίας της αδυναμίας του κράτους να επιβάλει την τάξη [ii]. Η «πραγματικότητα» του κάθε εντύπου είναι σίγουρα διαφορετική. Οι δύο αφηγήσεις συγκρούονται μέσα σε μια δημόσια σφαίρα, που συνεχώς αναμορφώνεται υπό το βάρος των μη κανονικών συνθηκών. Ποιο είναι το κόκκινο και ποιο το μπλε μελάνι; Υπάρχει μπλε στη μιντιακή σφαίρα; Τα Μέσα λαμβάνουν πολλές παραμέτρους υπόψη, πριν προβούν στην εκάστοτε λεκτική τους εκφορά: πολιτικές, κοινωνικές, ιδεολογικές, οικονομικές, πολιτισμικές [iii], στην απόπειρά τους να καταστήσουν την πρόσληψη της αντίληψής τους ηγεμονική από το κοινό, επιχειρώντας να ενσωματώσουν το πλειοψηφικό τμήμα που παρακολουθεί ή –και- συμμετέχει στα γεγονότα, στη δική τους «ατζέντα».
Την ίδια περίοδο, στους δρόμους της Αθήνας, ένα πρωτότυπο κοινωνικό παζλ του κοινού, σχηματίζεται και προσπαθεί να αρθρώσει το δικό του λόγο. Να πλαισιώσει την αφήγηση της δικής του πράξης. «Θέλω να ζήσω» πλάι στο «Βία στη βία της εξουσίας». Τα μέρη χωρίς μερίδιο [iv], οι «χωρίς χαρτιά», η νεολαία χωρίς αύριο, η παλιά γενιά δίχως τα κεκτημένα του παρελθόντος της, προσπαθεί να βρεί κοινά σημεία αναφοράς, κοινούς δρόμους, κοινή γλώσσα. Μια απάντηση που να ταιριάζει στον κόσμο που βιώνει για να δει τον κόσμο που επιθυμεί να βιώσει. Το «Μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι» να βρεί γλώσσα που να ταιριάζει στα καταπιεμένα όνειρα, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τους σκοπούς. Να αποκαταστήσει την αδικία του χαμού ενός 15χρονου παιδιού, να εκδικηθεί τους υπαίτιους αλλά και να πράξει, να μιλήσει στη γλώσσα που της αρμόζει. Να αφηγηθεί. Τόσο αφαιρετικά. Το μελάνι παίρνει άλλο χρώμα. Δεν είναι το κόκκινο ή το μπλε της συμφωνίας.
Σε κάθε χρονική κοινωνική και πολιτική περίοδο, οι διάφορες αφηγήσεις αναφορικά με την πραγματικότητα συγκρούονται, στην προσπάθεια τους να την αφηγηθούν και να την πλαισιώσουν σύμφωνα με τις προσλήψεις τους. Η δημόσια σφαίρα μετατρέπεται, έτσι, σε ένα συμβολικό χώρο σύγκρουσης λόγων και αφηγήσεων.
Ο «πρώιμος» Φουκώ (Foucault) γράφει πως ο λόγος είναι εξουσία που πρέπει να προσμετρηθεί [v]. Και το σίγουρο είναι πως οι αφηγήσεις, τα μελάνια του κόσμου μας, τα χρώματά τους, ανήκουν στον κόσμο που ζούμε εμείς, η πλειοψηφία της κοινωνίας μας, μέσα από την καθημερινή μας πράξη. Αυτή τα πλάθει, τα αναμορφώνει. Κι όσο αντιφατική και αμφίθυμη κι αν φαντάζει αυτή η πράξη, μπορεί να αναμετρηθεί με την αλήθεια και το ψέμα των αναγκών της. Ο sub-comandante Marcos, ο οποίος χαιρετούσε σε σπαστά ελληνικά τη σκέψη και την πράξη της εξέγερσης του Δεκέμβρη, είπε κάποτε πως δεν θα τους χαρίσουμε λέξεις και έννοιες και χρώματα. Όλα τα χρώματα και τα λόγια δικά μας είναι. Μας ανήκουν. Αρκεί να φανταστούμε ξανά την αφήγησή μας. Να γράψουμε με το δικό μας μελάνι. «Με το μελάνι που έλειπε». [vi]
* Ο Δημήτρης Σεραφής είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
[i] Πρβλ. Žižek, S. (2003). Καλωσορίσατε στην Έρημο του Πραγματικού. Αθήνα: Scripta.
[ii] Αξιοσημείωτος είναι ο υπέρτιτλος της Ελευθεροτυπίας 8/12 «Αστυνομικός –χωρίς λόγο- δολοφόνησε μαθητή στα Εξάρχεια», ο οποίος κάνει σαφές ότι το συμβάν της 6ης Δεκέμβρη είναι δολοφονία, παρά την απόπειρα να εμφανιστεί ως νόμιμη αυτοάμυνα του ειδικού φρουρού ή ως εκπυρσοκρότηση. Η προσπάθεια της Καθημερινής, από την άλλη, έγκειται στο να ταυτίσει τα γεγονότα με την εμφάνιση και την ένταση της κρίσης «Οι ταραχές εντείνουν την κρίση» κ.α., να τα πολιτικοποιήσει, εντάσσοντάς τα σε αντιδημοκρατικές ενέργειες «Αντιδημοκρατική επίθεση στη ΝΕΤ», καθώς και στο να εμφανίσει ως υποκείμενο της συλλογικής δράσης «κουκουλοφόρους».
[iii] Ενδεικτικά πρβλ. Fowler, R. (1991). Language in the News. Discourse and Ideology in the Press. London: Routledge και Fairclough, N. (1995). Media Discourse. London: Arnold.
[iv] Rancière, Z. (2010). Το μίσος για τη δημοκρατία. Αθήνα: Πεδίο.
[v] Foucault, M. (1981). “The order of discourse” στο Young, R. Untying a Text. A post-structuralist reader. Boston, London and Henley: Routledge & Kegan Paul Ltd.
[vi] Žižek, S. Ό.,π.