Τα παιδιά με τα φαρδιά παντελόνια
Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 άρχισαν να εμφανίζονται στις ελληνικές πόλεις κάτι παιδιά με φαρδιά παντελόνια, τραγιάσκες, και ανάποδα καπέλα. Καμιά φορά καβαλούσαν πατίνια, άλλες φορές στην πίσω τσέπη του παντελονιού φούσκωνε ένα σπρέϋ, και μπορεί να τοποθετούσαν κανένα μουσαμά σε καμιά πλατεία και να ξεκινούσαν να χορεύουν ένα παράξενο χορό που έμοιαζε με γυμναστική επίδειξη. Σίγουρα, άκουγαν μουσική και σιγοψιθύριζαν στιχάκια ρυθμικά, που τα ήξεραν απ’έξω παρότι ήταν ολόκληρα κατεβατά, “σεντόνια” όπως τα λέγανε. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική κοινωνία τούς αντιμετώπιζε περίπου σαν “εξωγήινους” και, σίγουρα, σαν γραφικούς. Τα παιδιά αυτά, τα παιδιά με τα φαρδιά παντελόνια, θεωρούσαν εαυτούς μέλη ενός κινήματος και μετόχους μιας κουλτούρας: του χιπ χοπ.
Στα σχολεία τότε, αλλά και στα Πανεπιστήμια, στις μουσικές προτιμήσεις των παιδιών ηγεμονική θέση είχε φυσικά η λαϊκό-ποπ που έπαιζαν τα ραδιόφωνα και προωθούσαν οι τηλεοράσεις, ενώ “οι ψαγμένοι” άκουγαν το ροκ το ελληνικό που βρισκόταν τότε στο απόγειό του: Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά, Ενδελέχεια, Υπόγεια Ρεύματα, Διάφανα Κρίνα. Δειλά-δειλά, άρχισαν να διεκδικούν το “χώρο” τους σε αυτό το σκηνικό και οι χιπχοπάδες, ακούγοντας τα συγκροτήματα της πρώτης γενιάς του ελληνόφωνου χιπχοπ- active member, ffc, txc, ημισκούμπρια- με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές τους να τους αντιμετωπίζουν όπως και η υπόλοιπη κοινωνία: με αρκετή επιφυλακτικότητα και πολλή καζούρα. Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, το χιπ χοπ είναι αδιαμφισβήτητα η κυρίαρχη υπό-κουλτούρα στις προτιμήσεις όχι μόνο των τωρινών, αλλά και των τότε, πιτσιρικάδων- των σημερινών τριαντάρηδων.
Μόνο τον τελευταίο χρόνο, πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα (και βάζω την Αθήνα σαν παράδειγμα λόγω του πληθυσμού της) πάνω από εφτά συναυλίες από χιπ χοπ καλλιτέχνες και συγκροτήματα οι οποίες είχαν η καθεμιά από 2.500 μέχρι 9.000 κόσμο, πιτσιρικάδες και όχι τόσο πιτσιρικάδες. Αν δεν παρακολουθείς τη σκηνή αυτή μάλλον δε θα το πήρες χαμπάρι, και κατά πάσα πιθανότητα ούτε που θα έχεις ακούσει καν τα ονόματα αυτών των καλλιτεχνών: δεν τους προώθησε κανένα ραδιόφωνο και κανένα κανάλι, και δε γράφουν γι’ αυτούς οι κίτρινες φυλλάδες. Κι όμως αυτά τα παιδιά, τα παιδιά με τα φαρδιά παντελόνια, γεμίζουν συναυλιακούς χώρους και τα τραγούδια τους μετρούν εκατομμύρια προβολές στο youtube, χωρίς καμία “συστημική” προώθηση. Και δε μιλάω για φτηνά τραγουδάκια τύπου “Μαμά,” αυτό το ξέρεις σίγουρα, σου το έδειξε το σύστημα στις τηλεοράσεις. Τζαμάλ, Λεξ, Social Waste, Στίχοιμα, Βέβηλος, είναι μερικοί από τους καλλιτέχνες αυτούς, των οποίων τα ονόματα σίγουρα θα σου φαίνονται επίσης από άλλο πλανήτη. Κάνε όμως τον κόπο να ρωτήσεις το γιο σου, την κόρη σου, το γειτονάκι σου, και θα δεις ότι τους ξέρει απ’ έξω, κι αυτούς και τα κουπλέ και τα ρεφρέν τους. Υποστηρίζω ότι αυτό γίνεται για δυο λόγους: εξαιτίας της κοινωνικό-πολιτικής θεματικής των τραγουδιών τους, αλλά και λόγω της δεξιότητας που έχουν αναπτύξει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλη, του στίχου.
Εν αρχή ην ο λόγος
Για το πώς γεννήθηκε το χιπ χοπ και το ποιές συνθήκες το οδήγησαν στη χρήση ήδη ηχογραφημένων επαναλαμβανόμενων μοτίβων σου έχω γράψει και αλλού, και δε θα αναφερθώ ξανά τώρα. Όμως το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή δε χρειάζονταν να αναπτύξουν τις μουσικές τους δεξιότητες αυτοί οι καλλιτέχνες λόγω της ιδιομορφίας αυτής της μουσικής που διάλεξαν να παίζουν, τους οδήγησε στο να δουλέψουν περισσότερο μια άλλη δεξιότητα: το λόγο. Ο λόγος, η στιχοπλοκή, η λεξιπλασία, η έξυπνη και λυρική ρίμα, ήταν αυτά που θα σε έκαναν να ξεχωρίσεις σε αυτό το “σύμπαν.” Όχι η άψογη εκτέλεση μιας παρτιτούρας ή η δεξιοτεχνία στην κιθάρα, αυτά τα είχες ήδη ηχογραφημένα. Έτσι, τα παιδιά με τα φαρδιά παντελόνια ξεκίνησαν να πειραματίζονται με το στίχο. Το σχολείο μπορεί να μην το τέλειωσαν κάποιοι από αυτούς, κάποιοι μπήκαν στο Πανεπιστήμιο, άλλοι όχι, όλοι όμως έγιναν “εργάτες του λόγου.” Κάποια από αυτά τα παιδιά άρχισαν επίσης να διαβάζουν, ακριβώς για να μάθουν να γράφουν: τους ποιητές και τους λογοτέχνες τους “δικούς μας” και του κόσμου όλου.
Επίσης, επειδή ένα τραγούδι ραπ έχει κατά μέσο όρο 32 στροφές στα κουπλέ του και 4 με 8 στα ρεφρέν, σύνολο 40, μπορείτε να φανταστείτε πόσο εύκολη έγινε για αυτά τα παιδιά η δημιουργία και η πλοκή της ρίμας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, σε μια εποχή που το ελληνικό τραγούδι “πάσχει” από στιχουργούς (“έφυγαν” οι μεγάλοι Άλκης Αλκαίος, Μάνος Ελευθερίου, Ηλίας Κατσούλης), κάποια από τα παιδιά με τα φαρδιά παντελόνια να είναι από τους ικανότερους – αν όχι οι ικανότεροι- ριμαδόρους σε αυτό. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα τραγούδια τους είναι “αφτιασίδωτα,” γεμάτα “αδόκιμους” και “δρόμικους” όρους, τα παιδιά αυτά, υποστηρίζω, αποτελούν τους σύγχρονους λαϊκούς στιχουργούς – δεν το περίμενες αυτό από τους “γραφικούς” και τους “εξωγήινους” της δεκαετίας του ‘90!
Ο λόγος και ο δρόμος
Άλλη μια εξέλιξη που κανένας δεν περίμενε τη δεκαετία του ‘90 έχει να κάνει με το λεγόμενο πολιτικό τραγούδι, στο οποίο επίσης έχουν πάρει τη σκυτάλη τα παιδιά με τα φαρδιά παντελόνια. Τόσο λόγω της “ταυτότητας” που κουβαλάει το χιπ χοπ “εκ γενετής,” αλλά και λόγω του γεγονότος ότι τα τραγούδια της ραπ είναι γεμάτα με βιωματικά στοιχεία, και συνήθως παρουσιάζουν την αντίληψη που έχουν οι δημιουργοί τους για την καθημερινότητά τους, αναπόφευκτα οι στίχοι αναφέρονται σε κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα που παρατηρούν οι δημιουργοί τους, τα οποία και – συνήθως- σχολιάζουν με το λόγο τους. Και επειδή τα παιδιά αυτά είχαν πάντα μια ιδιαίτερη σχέση με την κουλτούρα του δρόμου, στα τραγούδια τους θα ακούσεις κοινωνικοπολιτική κριτική, αλλά και όρους, που δε θα ακούσεις στις ειδήσεις, αλλά χαρακτηρίζουν την κοινωνική, πολιτική, και οικονομική ζωή της χώρας “πίσω από τη βιτρίνα της.” Η ανεργία, τα ναρκωτικά, οι κοινωνικές ανισότητες, ο ταξικός πόλεμος ακόμα, είναι παρόντα στους στίχους των χιπχοπάδων, ακόμα κι αν δεν εκφράζονται άμεσα ως τέτοια. Γι’ αυτό και έχουν απήχηση στον κόσμο τα τραγούδια τους: ένα κόσμο όπως και αυτά τα παιδιά, που δεν ζει στο γυάλινο πύργο του ασκώντας κριτική αφ’ υψηλού, με μια ξύλινη και πολλές φορές λογοτεχνίζουσα γλώσσα, αλλά που ζει μέσα στη σκληρή νεοφιλελεύθερη καθημερινότητα και αντιμετωπίζει προβλήματα που ούτε καν περνούν από το μυαλό των “πρωταγωνιστών της βιτρίνας” της πολιτικής, οικονομικής, και κοινωνικής ζωής της Ελλάδας: των ανθρώπων-προϊόντων των διαδικασιών κοινωνικής αναπαραγωγής, των ελίτ, της οικογενειοκρατίας, των παιδιών “του Χάρβαρντ” -και της μαμάς/του μπαμπά τους.
Τα παιδιά με τα φαρδιά παντελόνια ασκούν κριτική σε αυτήν την πραγματικότητα, την αντιλαμβάνονται με τον τρόπο τους, και επίσης έχουν δικούς τους τρόπους να την αντιμετωπίζουν: από τον μηδενισμό μέχρι την πρόσκληση για κινητοποίηση. Φυσικά, δεν είναι ούτε πολιτικά ορθοί οι στίχοι τους ούτε είναι και απελευθερωμένοι από διάφορες παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας: πολλές φορές σεξισμός και ομοφοβία κάνουν την εμφάνισή τους σε -κατά τα άλλα- ριζοσπαστικά τραγούδια πολιτικής και κοινωνικής κριτικής. Είπαμε, “εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω” καμιά φορά, και σε καμία περίπτωση δεν είναι σκοπός του άρθρου αυτού να σκιαγραφήσει μια “αγιογραφία” των παιδιών με τα φαρδιά παντελόνια “κρύβοντας” αυτές τις παθογένειες.
Είναι όμως αλήθεια το γεγονός ότι, επειδή τα παιδιά αυτά κυκλοφορούν στους δρόμους της κοινωνικής πραγματικότητας, και κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά, τους γνωρίζουν, και επιλέγουν να εκφράζονται κοινωνικό-πολιτικά στα τραγούδια τους. Δεν περίμεναν λοιπόν να τους πει η τηλεόραση για τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής για παράδειγμα (άσε που η τηλεόραση δεν τους παρουσίασε ως τέτοιους), και δε μάσησαν με την εικόνα του lifestyle που φόρεσαν στους νεοναζί τα κανάλια. Τα παιδιά με τα φαρδιά παντελόνια, συμμέτοχοι μιας “μαύρης κουλτούρας και μουσικής” τέθηκαν αντιμέτωπα με τους ρατσιστές και τους μισάνθρωπους από την πρώτη στιγμή. Άλλωστε είχαν υπάρξει και τα ίδια αυτά τα παιδιά θύματα διακρίσεων και περιθωριοποίησης. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που ο Παύλος Φύσσας, ο Killah P ή Γαμπρός, όπως τον γνωρίσαμε εμείς τη δεκαετία του ‘90, ήταν ένα από αυτά τα παιδιά. Και δεν είναι επίσης τυχαίο που όσοι μείναμε πίσω δεν ξεχνάμε ότι η Χρυσή Αυγή δολοφόνησε εν ψυχρώ έναν από μας: ένα από κείνα τα παιδιά με τα φαρδιά παντελόνια. Γι’ αυτό το λόγο, αλλά και “για όλους τους λόγους του κόσμου” θα μας βρίσκει πάντα απέναντι.
Η Αριστερά τώρα, αλλά και ο αντιεξουσιαστικός χώρος, άργησαν να πάρουν χαμπάρι τα παιδιά με τα φαρδιά παντελόνια. Αρχικά, τα αντιμετώπισαν όπως και η υπόλοιπη κοινωνία- με μια αποστασιοποιημένη συμπάθεια απέναντι στο “γραφικό.” Όταν διαπίστωσαν τη δυναμική των τραγουδιών τους, άρχισαν να έρχονται οι προσκλήσεις στα φεστιβάλ, και πλέον δεν υπάρχει εναλλακτικό φεστιβάλ, πολιτικό ή όχι, χωρίς κάποιο εκπρόσωπο της χιπχοπ σκηνής.
Συνοψίζοντας, σε αυτό το άρθρο υποστηρίζω ότι “τα παιδιά με τα φαρδιά παντελόνια,” που τόσο λοιδορήθηκαν τη δεκαετία του ‘90, σήμερα αποτελούν όχι μόνο τους καλύτερους των ριμαδόρων που έχουμε στη χώρα, αλλά επίσης έχουν πάρει τη σκυτάλη στο κοινωνικό και πολιτικό τραγούδι διανθίζοντάς το με όρους “δρόμικους”. Θεωρώ επίσης ότι λόγω της ιδιομορφίας της μουσικής που υπηρετούν, τα παιδιά με τα φαρδιά παντελόνια έχουν αναπτύξει και μια τρίτη δεξιότητα: αυτή της δημιουργικής σύνθεσης. Αλλά για αυτήν θα σου γράψω την επόμενη φορά.
.
*Ο Λεωνίδας Οικονομάκης είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής του τμήματος Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Durham, μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού ROARMAG και ραπερ των Social Waste. Είναι διδάκτωρ (PhD) κοινωνικών και πολιτικών επιστημών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου (EUI), και στο παρελθόν έχει διδάξει στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, καθώς και στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Γράφει ατάκτως για τη στήλη Hip Hop Politics και Το Περιοδικό.