Τα παιδικά χρόνια του Λεονάρντο ντα Βίντσι στη φύση

Ο μικρός Λεονάρντο μεγαλώνει ανάμεσα στα ζώα και τα φυτά χωρίς να έχει καν συναίσθηση πως είναι κάτι διαφορετικό από αυτά. Η παράξενη γέννησή του βοήθησε αυτή την ανεξαρτησία. Ήταν νόθο παιδί του νεαρού Πιέρο ντα Βίντσι γιου του συμβολαιογράφου Αντώνιο ντα Βίντσι – που είχε μια δική του περιοχή στο μικρό χωριό – και μιας όμορφης χωρικής που την έλεγαν Κατερίνα. Η οικογένεια του Πιέρο δεν θέλησε να νομιμοποιήσει τις σχέσεις του με την Κατερίνα και να αναγνωρίσει το παιδί που γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1452
Έτσι, στο περιθώριο των κοινωνικών συνθηκών, με την προστασία της μητέρας του, έζησε την απόλυτη ελευθερία στη φύση μέχρι τα πέντε του χρόνια. Το 1457 τον πήρε ο πατέρας του ο οποίος είχε παντρευτεί την Αλμπιέρα Αμαντόρι και στη συνέχεια πάντρεψε την Κατερίνα με έναν αγρότη της περιοχής.
Την περίοδο που έζησε με τη μητέρα του στις βραχώδεις πλαγιές του Μόντε Αλμπάνο η φύση με τα πολυάριθμα αινίγματά της τον συντρόφευε κάθε στιγμή. Ο Λεονάρντο ιστορεί ένα επεισόδιο από την εποχή εκείνη όπου ένας ικτίνος, ένα είδος αετού, έπεσε φτερουγίζοντας μέσα στην κούνια του, τον αναποδογύρισε νομίζοντας ότι είναι κάποιο άγνωστο ζώο, αγγίζοντας με τα φτερά και την ουρά του το πρόσωπό του. Ο Λεονάρντο θα αγαπάει και θα νοιάζεται για τα ζώα σε όλη του τη ζωή. Για το λόγο αυτό δεν έτρωγε καθόλου κρέας έχοντας αποκτήσει μια μορφή ασκητική από τη φυτοφαγία. Επίσης, αργότερα συνήθιζε να περνάει από μέρη που πουλούσαν πουλιά τα έβγαζε από το κλουβί με τα ίδια του τα χέρια, πλήρωνε στους πωλητές το αντίτιμο και τα άφηνε να πετάξουν ελεύθερα. Η απόλυτη εξοικείωσή του με τη φύση τον έκανε να νιώθει πως επικοινωνούσε βαθιά με τον εξωτερικό κόσμο. Όλα τα στοιχεία της φύσης του αποκάλυπταν τα μυστικά τους, ο ήλιος, η βροχή, ο αέρας, οι εποχές, η απέραντη φύση και η ερημιά τού δημιουργούσαν μια φλογερή επιθυμία να τα γνωρίσει όσο περισσότερο γίνεται. Η σχέση του αυτή με τα φύση διατηρήθηκε μέχρι την ηλικία των δεκαέξι ετών κατόπιν η οικογένειά του μετακόμισε στη Φλωρεντία.
Η επιστημονική περιέργεια που θα τον χαρακτηρίσει σε όλη του τη ζωή έχει τη βάση της σε αυτή τη στενή του σχέση με τη φύση όταν ήταν παιδί. Οι πρωτόγονοι πειραματισμοί του ως προς τα αινίγματα της φύσης που τον περιβάλλουν στην παιδική του ηλικία θα τον οδηγήσουν σε ένα αντίστοιχο πειραματικό ταξίδι και ως ενήλικα. Συνήθιζε να λέει «πήγαινε να πάρεις μαθήματα από τα φύση». Ο κεντρικός άξονας των στοχασμών του εστιάζεται στη δύναμη και τη μαγεία της φύσης. Ο ήλιος είναι η αλήθεια σύμφωνα με την νεοπλατωνική έννοια του αληθινού που είναι ταυτόσημη με το φως και τον είχε επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό.
Δάσκαλοί του ακόμη υπήρξαν οι χωρικοί, κληρονόμοι μιας μακράς παράδοσης ανεξάντλητων θησαυρών όπως οι θρύλοι, τα παραμύθια και οι αλληγορίες που μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα. Δεν θα τους ξεχάσει ποτέ και θα αφιερώσει επίσης μέρος των ερευνών του στη συλλογή αυτής της παράδοσης με την ίδια σοβαρότητα που αντιμετώπιζε και τους άλλους τομείς. Η επιστήμη της εποχής δεν έκανε χρήση τύπων με ακρίβεια όπως η νεότερη επιστήμη αλλά προσπαθούσε μέσω της διαίσθησης και της μαντείας να συγκεντρώσει πολλές εμπειρίες σε μια στιγμή με μια προσέγγιση ενόρασης, Ο Λεονάρντο προσπαθούσε να εμβαθύνει στην εσωτερική δύναμη των πραγμάτων και να ανιχνεύσει τις αφανείς ιδιότητες τους. Είχε την πεποίθηση ότι σε όλα τα πράγματα υπάρχει μια αλήθεια που πρέπει να αποκαλυφθεί.
Υπάρχει μια ωραία ιστορία που αφηγείται ο Βαζάρι, ένας χωρικός στο αγρόκτημα του πατέρα του ζήτησε από τον Πιέρο Αντόνιο να του ζωγραφίσουν μια κακοφτιαγμένη ξύλινη ασπίδα από τη Φλωρεντία. Ο Πιέρο την πήγε στο Λεονάρντο, εκείνος την ίσιωσε και τη γυάλισε. Κατόπιν μάζεψε στο δωμάτιό του σαύρες, τριζόνια, φίδια, πεταλούδες, νυχτερίδες και άλλα ζώα, και από το συνδυασμό τους έφτιαξε ένα τέρας το οποίο χρησιμοποίησε ως μοντέλο για να ζωγραφίσει την ασπίδα. Ο πατέρας του τρόμαξε όταν το είδε και ο Λεονάρντο δήλωσε ικανοποιημένος από το έργο του. Ο Πιέρο αγόρασε μια άλλη ζωγραφισμένη ασπίδα και έδωσε στο χωρικό. Την ασπίδα που είχε ζωγραφίσει ο Λεονάρντο την πούλησε σε κάποιους εμπόρους για 100 δουκάτα και εκείνοι στη συνέχεια την πούλησαν στο Δούκα του Μιλάνο για 300 δουκάτα.
Ο Λεονάρντο κυνηγούσε ένα όνειρο παρόμοιο με των παλιών αλχημιστών, πάσχιζε να ανακαλύψει την αθανασία των διακριτικών δυνάμεων της ζωγραφικής. Οι σύγχρονοί του τον έβλεπαν σαν μάγο που κατέχει παράξενα μυστικά και απόκρυφες γνώσεις και ζει σε ένα κόσμο που έχει μόνο αυτός το κλειδί. Η φιλοσοφία του έμοιαζε με την αλχημιστική φιλοσοφία του Παράκελσου και του Καρντάνο. Οι μυστικές πηγές όλων των πραγμάτων έπρεπε να ανακαλυφθούν είτε αυτές βρίσκονταν στα τοπία είτε στα πρόσωπα.
Σε ότι αφορά το φως, απέφευγε πάντα να αποδώσει με μεγάλη λαμπρότητα, την φύλαγε πάντα για κάτι άλλο, αποτύπωνε πολύ έντονο το σκοτάδι για να τονίσει την αντίθεση ανάμεσα στα δύο. Η ατμόσφαιρα των τοπίων είναι ανάλαφρη και μοιάζει να αιωρείται, το ημίφως τυλίγει τις ψυχές και τα πράγματα, όλα συγκλίνουν στην ανθρώπινη μορφή. Η «μίμηση» της φύσης ήταν μια άσκηση των γνωστικών ικανοτήτων και στη συνέχεια τη στιγμή της εφαρμογής στη ζωγραφική σε δημιουργική σύνθεση. Για το Λεονάρντο «μιμούμαι» σημαίνει «αναδημιουργώ», επιδίωξη δεν είναι η αναπαραγωγή αλλά η παραγωγή όπως ακριβώς γίνεται από τη φύση.
ΠΗΓΕΣ
- Walter Pater, Η Αναγέννηση, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2011
- Μαρσέλ Μπριόν, Λεονάρδος ντα Βίντσι, Πρόλογος Νικηφόρος Βρεττάκος, εκδ. Βιβλιοεκδοτική, Αθήνα 1954.
- Ντα Βίντσι, Βιβλιοθήκη τέχνης, Καθημερινή
- Giorgio Vasari, Τρεις καλλιτέχνες της Αναγέννησης, εκδ. Ερατώ, 2010.