Οι καταστροφικές συνέπειες των μνημονίων
...ή αλλιώς, γιατί τα χειρότερα δεν θα ‘ρθουν, τα χειρότερα τα ζεις!
Από το πρώτο λεπτό της ανακοίνωσης του δημοψηφίσματος έχουν κάνει την εμφάνισή τους ένα σωρό βαρύγδουπες «αναλύσεις» που προσπαθούν να μας πείσουν για τον Αρμαγεδώνα που θα πλήξει την ελληνική οικονομία στην περίπτωση μίας ρήξης με τους δανειστές και μίας πιθανής εξόδου από την ευρωζώνη. Μία ακατάσχετη καταστροφολογία που έχει πάρει διαζύγιο τόσο από την οικονομική επιστήμη, όσο και από την πραγματικότητα, και έχει ως αποκλειστικό στόχο να διεγείρει τα φοβικά αντανακλαστικά της κοινωνίας. Τα δεδομένα, ωστόσο, είναι αμείλικτα και συνηγορούν ότι ακόμα και αν πράγματι η χώρα χτυπηθεί από κάποιο γιγάντιο μετεωρίτη, η οικονομία της πολύ δύσκολα θα πάθει ζημιά συγκρίσιμη με αυτή που έφεραν πέντε χρόνια μνημονίων. Ήδη διάφοροι διεθνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα μας έχουν «ρίξει κατηγορία», κατατάσσοντάς μας πλέον στις αναπτυσσόμενες (πώς είπατε;) και όχι στις αναπτυγμένες οικονομίες. Παράλληλα η πορεία των βασικότερων μακροοικονομικών μεταβλητών της δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Οι υφέσεις της ελληνικής οικονομίας |
|||
Έτος έναρξης |
Διάρκεια (έτη) |
Αθροιστική μείωση κατά κεφαλήν ΑΕΠ (%) |
Πλήρης ανάκαμψη (έτη) |
1840 |
6 |
23,6 |
17 |
1870 |
3 |
9,3 |
4 |
1875 |
3 |
16,3 |
4 |
1890 |
12 |
20,9 |
16 |
1912 |
6 |
58,2 |
13 |
1930 |
2 |
8,9 |
4 |
1938 |
8 |
66,1 |
20 |
2008 |
8+ |
26,4 |
– |
Πηγήδεδομένων: Angus Maddison Project |
Ο ιστορικός του μέλλοντος, εξετάζοντας την πορεία της ελληνικής οικονομίας σίγουρα θα υποθέσει ότι μετά το 2010 στη χώρα ξέσπασε κάποιος πόλεμος, μιας και ποτέ στο παρελθόν δεν έχει καταγραφεί ύφεση τέτοιου μεγέθους σε καιρό ειρήνης. Για την ακρίβεια, αν εξαιρέσουμε την περίοδο των Βαλκανικών και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ συνδέεται περισσότερο με την αύξηση του πληθυσμού λόγω της προσάρτησης νέων εδαφών και όχι με κάποια έντονη ύφεση, θα διαπιστώσουμε ότι μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή από τη σημερινή είχαμε μόνο κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, όπου η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά δύο τρίτα μεταξύ 1938 και 1945, κατάφερε να ανακάμψει πλήρως μέσα σε δύο δεκαετίες. Δεν θα στοιχημάτιζα ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί και στη δική μας περίπτωση, καθώς η ύφεση που διανύουμε έχει αφήσει στην ελληνική οικονομία κάποια πολύ σοβαρά κουσούρια, που πολύ δύσκολα θα της επέτρεπαν να πετύχει μία αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη, ακόμα και αν δεν ληφθεί κανένα νέο δημοσιονομικό μέτρο. Πόσο μάλιστα που, σε αντίθεση με την μεταπολεμική περίοδο, όχι μόνο δεν προβλέπεται κάποια εξωτερική ενίσχυση τύπου Σχεδίου Μάρσαλ, αλλά αντίθετα απαιτείται ακόμα μεγαλύτερη λιτότητα και εκροή πόρων από την ελληνική οικονομία για να κατευθυνθούν στην αποπληρωμή του χρέους.
Η καθαρή αποταμίευση της ελληνικής οικονομίας επηρεάστηκε αρνητικά από την είσοδο της χώρας στο ευρώ, με αποτέλεσμα να πέσει χαμηλότερα του μηδενός ήδη από το 2005 και να γίνει ακόμα πιο έντονα αρνητική μετά το 2008. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι αναγκαίες επενδύσεις θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν αποκλειστικά και μόνο από το εξωτερικό, είτε άμεσα (με τη μορφή Ξένων Άμεσων Επενδύσεων) είτε έμμεσα (με τη μορφή δανεισμού), κάτι που έχει σταματήσει να συμβαίνει την τελευταία πενταετία. Μετά το 2010 ο καθαρός σχηματισμός παγίου κεφαλαίου έχει γίνει και αυτός αρνητικός, με τις όποιες νέες επενδύσεις να μη φτάνουν να καλύψουν ούτε καν την απαξίωση των υφιστάμενων μέσων παραγωγής. Ως αποτέλεσμα αυτής της αποεπένδυσης, η παραγωγικότητα της εργασίας, που αυξανόταν ταχύτατα πριν την κρίση, εμφανίζει πλέον στασιμότητα ή και πτωτική τάση, με αποτέλεσμα η κερδοφορία να μην μπορεί να ανακάμψει, παρά τη δραματική μείωση των μισθών και την τεράστια εκκαθάριση των λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων. Εν ολίγοις, δε διαφαίνεται στον ορίζοντα μία μαζική επένδυση που θα επέτρεπε κάποια οικονομική ανάκαμψη, άσχετα από το αν τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ διατείνονται ότι η χώρα είχε επιστρέψει σε τροχιά ανάκαμψης μέχρι που αυτός ο ηλίθιος λαός αποφάσισε να στείλει τον Αντωνάκη το Σαμαρά και την παρέα του στο σπίτι τους.
Πηγή Δεδομένων: Ameco Database
Οι τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης έχουν σηκώσει ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος της δημοσιονομικής προσαρμογής, με τις σχετικές δαπάνες να μειώνονται κατά 36% και κατά 34%, αντίστοιχα, τα τελευταία πέντε χρόνια και τη μείωση των σχετικών δαπανών να φτάνει σχεδόν τα πέντε δισεκατομμύρια το χρόνο. Οι περικοπές αυτές, πέραν του προφανούς αντικοινωνικού τους χαρακτήρα και του γεγονότος ότι έχουν φέρει τα σχολεία και τα νοσοκομεία στα όριά τους, απαξιώνουν και αυτό που οι ίδιοι οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι αποκαλούν «ανθρώπινο κεφάλαιο» μίας οικονομίας: την υγεία, την εκπαίδευση και τις επαγγελματικές δεξιότητες του εργατικού δυναμικού της. Η σχολική διαρροή αυξάνεται, το επίπεδο της σωματικής και ψυχικής υγείας του πληθυσμού πλήττεται και υψηλά ειδικευμένοι, κυρίως νέοι, εργαζόμενοι μένουν εκτός παραγωγής για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όσο και αν διαφωνώ με τη χρήση του όρου «κεφάλαιο» για την περιγραφή των ανθρώπινων παραγωγικών χαρακτηριστικών, είναι αυτονόητο ότι ένας υγιής και μορφωμένος πληθυσμός δεν αποτελεί μόνο τελικό στόχο αλλά και ταυτόχρονα προϋπόθεση για οποιαδήποτε μελλοντική οικονομική ευημερία. Παράλληλα, η «διαρροή εγκεφάλων», η μετανάστευση νέων επιστημόνων προς τις ανεπτυγμένες χώρες, στερεί τη χώρα από το πιο δυναμικό της κομμάτι που θα μπορούσε να συμβάλλει αποφασιστικά στη μελλοντική παραγωγική και κοινωνική της ανασυγκρότηση.
Ένας από τους εξ αρχής διακηρυγμένους στόχους της διαρθρωτικής προσαρμογής και της εσωτερικής υποτίμησης ήταν η μείωση των τιμών προκειμένου η ελληνική οικονομία να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της και να καταφέρει να αναπτυχθεί μέσω των εξαγωγών. Το πρόβλημα είναι ότι ο συγκεκριμένος στόχος επετεύχθη σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά να μετατραπεί σε πρόβλημα. Γιατί τελικά το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από τις τιμές που αυξάνονται είναι οι τιμές που πέφτουν! Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή όταν οι τιμές μειώνονται διαρκώς, η οικονομική θεωρία υποστηρίζει ότι οι πάντες θα αναβάλλουν τις αγορές τους αναμένοντας ακόμα μεγαλύτερη πτώση στο μέλλον, με αποτέλεσμα την καθίζηση της συνολικής ζήτησης. Κάτι τέτοιο μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι έχει συμβεί σε κάποιους τομείς της ελληνικής οικονομίας (όπως π.χ. η αγορά ακινήτων), η οποία διανύει τη δεύτερη συνεχή χρονιά έντονου αποπληθωρισμού. Ένας αρνητικός πληθωρισμός θυμίζει το βάρος που χάνει απότομα κάποιος, όχι λόγω δίαιτας ή γυμναστικής αλλά ως αποτέλεσμα νευρικής ανορεξίας ή κάποιας βαριάς αρρώστιας. Ο αποπληθωρισμός τις περισσότερες φορές οδηγεί σε ύφεση, ενώ στις περιπτώσεις χωρών με τεράστιο χρέος σαν τη δική μας κάνει αδύνατη την αποπληρωμή του.
Last but not least, το πρόβλημα της ανεργίας. Όλοι αυτοί που διαμαρτύρονταν ότι η μη αποπληρωμή της δόσης του ΔΝΤ μας έβαλε στο ίδιο τσουβάλι με χώρες όπως η Ζάμπια, δεν είδα να αισθάνονται την ίδια ντροπή για το γεγονός ότι η Ελλάδα παρουσιάζει εντονότερο πρόβλημα ανεργίας από χώρες όπως η Σουαζιλάνδη και η Γουαδελούπη! Το ποσοστό των ανέργων εκτινάχθηκε από το 7,7% του 2008 στο 27,5% του 2013, ενώ η όποια οριακή μείωσή του την επόμενη χρονιά ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της μετανάστευσης των ανέργων και της απόσυρσης των «απογοητευμένων εργατών»(μακροχρόνια άνεργοι που σταματάνε να αναζητούν εργασία) από το εργατικό δυναμικό. Σήμερα βρισκόμαστε στην πέμπτη θέση της σχετικής παγκόσμιας κατάταξης, με βάσιμες ελπίδες για την κατάκτηση της πρωτιάς τα προσεχή έτη με την εφαρμογή ενός νέου μνημονίου. Αλλά αυτό που είναι πιο ανησυχητικό ακόμα και από το ίδιο το μέγεθος της ανεργίας είναι το γεγονός ότι αυτή εμφανίζεται αρκετά επίμονη: άπαξ και αυξηθεί, μετά πολύ δύσκολα μειώνεται. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σχέση ανάμεσα στο ΑΕΠ και την ανεργία εμφανίζει μία πολύ έντονη ασυμμετρία, με τις αρνητικές μεταβολές να έχουν πολύ μεγαλύτερη επίδραση σε σχέση με τις θετικές. Με άλλα λόγια, οι θέσεις εργασίας που χάνονται κατά τη διάρκεια μίας ύφεσης αναπληρώνονται με πολύ κόπο κατά τη διάρκεια της οικονομικής ανάκαμψης, με τον ίδιο τρόπο που το να γκρεμίσεις ένα κτίριο απαιτεί πολύ λιγότερο κόπο από το να το ξαναχτίσεις. Σύμφωνα με σχετικές οικονομετρικές εκτιμήσεις, για να επιστρέψει η ελληνική ανεργία στα επίπεδα που βρισκόταν το 2008 θα απαιτηθεί μεγέθυνση της τάξης του 80% μεγέθυνση ή του 3% ετησίως.
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι χρειάζεται πραγματικά μεγάλο θράσος για να αναφέρεσαι στην καταστροφή σε μελλοντικό χρόνο, αποσιωπώντας τι έχει συντελεστεί την τελευταία πενταετία. Όσοι προκρίνουμε έναν άλλο δρόμο για την ελληνική κοινωνία που περιλαμβάνει (μεταξύ πολλών άλλων) τη διαγραφή του χρέους και την έξοδο από την ευρωζώνη δε θεωρούμε ότι αυτός θα είναι εύκολος – κάθε άλλο. Αυτό όμως που είναι βέβαιο είναι ότι ο δρόμος που ακολουθούμε σήμερα οδηγεί με βεβαιότητα στο γκρεμό και ότι πρέπει όσο είναι καιρός να αλλάξουμε πορεία.