Τα photobooks ως εργαλεία ακτιβισμού απέναντι στον κυρίαρχο λόγο
Συνέντευξη με την Νατάσσα Χριστιά, επιμελήτρια του project «Uncensored Books»
Λίγο πριν τα εγκαίνια της έκθεσης «Uncensored Books» που φιλοξενείται στο Medphoto Festival 2017-2018 στο Ρέθυμνο, συζητήσαμε με την επιμελήτρια του project, Νατάσσα Χριστιά για το ρόλο του φωτογραφικού βιβλίου ως εργαλείου πολιτικού και καλλιτεχνικού ακτιβισμού, για τη λογοκρισία ως μέρος των συστημικών λειτουργιών και στρατηγικών επικοινωνίας, για τη συγκρότηση νέων διαδραστικών και διεπιστημονικών αφηγήσεων που μπορούν να σταθούν απέναντι στην κυρίαρχη μαζική οπτική κουλτούρα.
Συνέντευξη-επιμέλεια: Δημήτρης Κεχρής, Ελένη Παγκαλιά
[hr]
Πώς προέκυψε η ιδέα για το «Uncensored Books» και γιατί «Uncensored»; Θα μπορούσαν τα έργα της έκθεσης να είναι αντικείμενα λογοκρισίας σήμερα;
Η ιδέα για την έκθεση προέκυψε με έναν πολύ φυσικό και αβίαστο τρόπο ως μια απάντηση στις νεφελώδεις συνθήκες που συνθέτουν την κοινωνική, πολιτική και τεχνολογική πραγματικότητα που μάς περιβάλλει στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στον κόσμο. Κάποιοι τις ονομάζουν «κρίση», κάποιοι «μετάβαση» οι πιο απαισιόδοξοι, «τέλος». Προτιμώ να μην τοποθετηθώ με απαισιοδοξία ή αισιοδοξία επί τούτου. Η κυρίαρχη αίσθησή μου είναι ότι διανύουμε μια κατάσταση ανάλογη με αυτή του μεσοπολέμου. Ως εχόντων των πραγμάτων, είναι αδύνατον να εθελοτυφλούμε. Ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι, είμαστε πια όλοι μέτοχοι μιας πραγματικότητας που αποσυντίθεται για να αποκρυσταλλωθεί ως κάτι άλλο. Και αυτό φυσικά ισχύει περισσότερο από ποτέ στον χώρο της φωτογραφίας, σε καλλιτεχνικό επίπεδο, σε επίπεδο αφηγήσεων και μαρτυριών. ‘Οπως κάθε γενιά, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο, έχουμε ιστορικό χρέος να θέσουμε τα ερωτήματά μας στις συγκυρίες που μάς περιβάλλουν, με το περιθώριο πάντα συνειδητών ατομικών απαντήσεων. Δίχως αυτές, δεν είμαστε σε θέση να τοποθετηθούμε συλλογικά επί της ουσίας. Ειδάλλως, διατρέχουμε το ρίσκο να γίνουμε μέλη μιας ιδεολογικής αγέλης με έτοιμα μηνύματα είτε υπέρ είτε κατά του συστήματος. Η δεύτερη πεποίθησή μου, συνυπεύθυνη για τη φιλοσοφία και τη μορφή της έκθεσης, είναι ότι είναι ώρα να ανανεώσουμε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε στον χώρο της φωτογραφίας σε επίπεδο αφήγησης. Ειναι επιτακτικό να αρχίσουμε να δουλεύουμε με περσσότερη ευελιξία και λιγότερη προσκόλληση στο μέσο. Είναι ανάγκη να δημιουργούμε αλλά και να προσεγγίζουμε τις υπάρχουσες εικόνες με έναν περισσότερο διαδραστικό και διεπιστημονικό τρόπο, να τις συνδυάζουμε με άλλα μέσα, να επινοούμε νέους τρόπους να διηγούμαστε ιστορίες ενώπιον μιας μαζικής οπτικής κουλτούρας που μας έχει αναισθητοποιήσει εδώ και δεκαετίες. Πρωτίστως είναι χρέος μας να παράγουμε περιεχόμενα που να απευθύνονται στο ευρύ κοινό και όχι μόνο στην λιλιπούτεια φωτογραφική μας κοινότητα. Υπό αυτήν την έννοια, «Uncensored Books» δεν είναι μια έκθεση βιβλίων αλλά βασίζεται σε αυτά. Πρόκειται για μια έκθεση στην οποία τα βιβλία φωτογραφίας καθίστανται το έναυσμα για να ανακαλύψουμε νέες κριτικές προσεγγίσεις της παγκοσμιοποιημένης κοινής μας πραγματικότητας, καθώς επίσης και συνεπείς δημιουργούς με ενδιαφέρουσες δράσεις και ιδέες. Κυρίως είναι μια έκθεση η οποία αποσκοπεί στο να μιλήσουμε για ό,τι μας απασχολεί όλους σήμερα: όχι για τη φωτογραφία καθεαυτή, αλλά το κοινό μας γίγνεσθαι https://pyrogiv.kiev.ua/kak-obustroit-dachu/.
Σε σχέση με το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, σήμερα, σε αρκετές χώρες, η λογοκρισία και η προπαγάνδα (η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος) λαμβάνουν χώρα με τον παραδοσιακό απροκάλυπτο τρόπο. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, η λογοκρισία, αν και εξακολουθεί να υφίσταται, είναι αφανής και αυτό την καθιστά και πιο ύπουλη. Δεν είναι πια ανάγκη να ασκηθεί βία, υπάρχουν πιο λεπτεπίλεπτοι τρόποι, ιδίως μέσα από την ομαλοποίηση (normalization of the flux of information) της φύσης και της ροής των πληροφοριών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Από αυτην την άποψη, η λογοκρισία είναι μέρος των συστημικών λειτουργιών και στρατηγικών επικοινωνίας που είναι ανάλογες με αυτές μιας επιχείρησης ή της εμπορευματοποίησης ενός προϊόντος έτοιμου προς κατανάλωση. Διανύουμε την εποχή του Μεγάλου Αδερφού. Μόνο που λείπουν κάποιες σελίδες από το βιβλίο και πασχίζουμε ματαίως να καταλάβουμε πώς λειτουργούν τα πράγματα. Από αυτην την άποψη, η λογοκρισία σήμερα είναι αόρατη και τα βιβλία εδώ δεν χρειάζεται να λογοκριθούν διότι το σύστημα είναι πιο δυνατό. Θα ήταν αφελές να πιστεύουμε το αντίθετο. Εξ’ ου και ο τίτλος, «Uncensored Books», με την ειρωνική του χροιά. Παρά ταύτα, τα βιβλία και οι ιδέες τους υπάρχουν και βιώνονται, έχουν έναν απόηχο και είναι δυνητικά μια μορφή αντίστασης, ακριβώς επειδή το Σύστημα λόγω της υπερβολικής αυτοπεποίθησής του τα αγνοεί. Κυρίως, είναι σε θέση να θέσουν νέα ερωτήματα και να προβάλουν οπτικές γωνίες που μάς βοηθούν να διαβάσουμε τις σκοτεινές σελίδες και να αποκρυπτογραφήσουμε το υπόλοιπο μέρος του μηνύματος. Μας βοηθούν εν ολίγοις, να θέσουμε τις κατάλληλες ερωτήσεις και απαντήσεις, αναβιώνοντας μια διαλεκτική σχέση με το Σύστημα, ώστε εν τέλει να το υπερβούμε/ επαναφεύρουμε.
Ποιο είναι το κοινό νήμα που συνδέει τα έργα που συμμετέχουν στο «Uncensored Books», παρά το εύρος της θεματολογίας; Έχει να κάνει με τη λειτουργία τους ως εργαλείων ακτιβισμού που υπονομεύουν την «αυθεντία» του κυρίαρχου λόγου;
Τα βιβλία είναι οι καθρέφτες των ανθρώπων που βρίσκονται από πίσω τους. Δεν πρόκειται για μεμονωμένες εκδοτικές δραστηριότητες, αλλά είναι μέρος ενός πιο γενικού ιδεολογικού και φιλοσοφικού πραγματισμού σε επίπεδο ακτιβισμού. Η ταυτότητα των δημιουργών και των παραγωγών τους είναι πολυσύνθετη. Πρόκεται για φωτογράφους ή εικαστικούς, όπως, φέρ’ ειπείν, η Amak Mahmoodian (Shenasnameh, ICVL Studio/RRB Publishing, 2016). Η Αmak βίωσε και εξακολουθεί να βιώνει σε πρώτο πρόσωπο ως πολίτης, γυναίκα και άνθρωπος, την καταπίεση, την εξορία, την αναίρεση της ταυτότητάς της. ‘Αλλοι διαθέτουν πιο υβριδικές ταυτότητες, όπως ο Lewis Bush (Shadows of the State, μακέτα / Brave Books, 2017) και ο Brad Feuerhelm (Soft Touch, Chaco 2016) οι οποίοι, πέραν της αμειγούς δημιουργικής τους δραστηριότητας (ο Bush ως φωτογράφος και ο Feuerhelm ως συλλέκτης) είναι στοχαστές και κριτικοί της φωτογραφίας. ‘Αλλοι, όπως ο Julián Barón (Memorial) ξεκίνησαν από τον χώρο του ντοκιμαντέρ αλλά τώρα αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους στο χώρο του εκπαιδευτικού ακτιβισμού και των δημοσίων διαδράσεων. Ο Carlos Spottorno (La grieta, Αstiberri, 2016) δουλεύει επί της επικαιρότητας για παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης (εφημερίδες και περιοδικά), αλλά στα βιβλία του προσπαθεί να γεφυρώσει διαφορετικά εκφραστικά μέσα: στη Ρωγμή/The Crack, παραδείγματος χάριν τη φωτογραφία, με το κόμικ. ‘Οπως και στην περίπτωση του Europe Guide for Refugees and Migrants (μιας συλλογικής έκδοσης υπο την αιγίδα του Magnum και άλλων οργανώσεων που διανέμεται αποκλειστικά σε πρόσφυγες), τον απασχολεί να διευρύνει το κοινό του και να εφεύρει νέα κανάλια διάδοσης πληροφοριών και περιεχομένων. Μπορείτε να μάθετε πολλά ενδιαφέροντα πράγματα από τα βιβλία. Για παράδειγμα, πώς να φοράτε σωστά σκουλαρίκια.
Κατα κάποιον τρόπο, όλοι οι εμπλεκόμενοι στο «Uncensored Books», δουλεύουν στο επίπεδο των ιδεών και της διάδοσης τους. Το κοινό τους αίτημα είναι το πώς το βιβλίο μπορεί να γίνει πιό αποτελεσματικό, το πώς τα περιεχόμενα μπορούν να ενεργοποιηθούν με δημιουργικό τρόπο εντός του βιβλίου αλλά επίσης ενός γενικότερου συστήματος αφήγησης που δεν διστάζει να ενσωματώνει άλλα μέσα και ευρήματα. Δεν αποσκοπούν στο να νουθετήσουν, αλλά στο να θέσουν τα κατάλληλα ερωτήματα και να εγείρουν έναν γόνιμο προβληματισμό. Κάποιοι όπως ο Francesco Amorosino (Index Librorum Prohibitorum, αυτοέκδοση 2016) και ο Lorenzo Tricoli (The Other Adventures of Pinnocchio, Skinnerboox / R&Books) επιχειρούν μια ιστοριογραφική προσέγγιση που εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι εικόνες καθίστανται σύμβολα και εργαλεία μιας διαιωνισμένης και παγιωμένης καταπίεσης. Κάποιοι άλλοι, όπως η Valentina Abenavoli (Anaesthesia, Αkina Books, 2016) αποκαλύπτουν και εκθέτουν στοιχεία που δεν γνωρίζουμε, άλλοι, όπως η Mahmoodian ή ο Edmund Clark (Control Order House, Here Press, 2013) αναδύουν ταυτότητες που ο κυρίαρχος κρατικός ή ιδεολογικός μηχανισμός επιχειρούν να συνθλίψουν. Υπο αυτήν την έννοια, τα έργα που θα συναντήσουν οι θεατές στην έκθεση τόσο στις σελίδες των βιβλίων όσο και στον τοίχο, είναι σιωπηλά, ανοιχτά αλλά και ανελέητα. Ενδύονται με τον τρόπο με τον οποίο οι εικονες επιτελούν την λειτουργία τους υπό τις επιταγές της οπτικής κουλτούρας και του κατεστημένου που μάς περιβάλλει, ακριβώς για μπορέσουν να εκθέσουν τις παγίδες του.
Βλέπουμε ολοένα και συχνότερα ως καλλιτεχνική πρακτική την οικειοποίηση εικόνων από το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πώς πραγματεύεται το συγκεκριμένο φαινόμενο η έκθεση αυτή;
Η οικειοποίηση εικόνων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι αναπόφευκτα παρούσα στην έκθεση γιατί ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα που βιώνουμε. ‘Ίσως στην conceptual art των δεκαετιών του εξήντα και του εβδομήντα να φάνταζε σαν ένα απόμακρο διανοητικό κατασκεύσμα, αλλά σήμερα είναι μέρος του οικοσυστήματος που μάς περιβάλλει όλους μας, πόσο μάλλον τις νεώτερες γενιές. Αν το αγννοήσουμε προς χάριν μιας φετιχιστικής αγιοποίησης του παραδοσιακού φωτογραφικού λόγου, αγνοούμε την πραγματικότητα του 2017. Στην πλειοψηφία τους τα έργα που κάνουν χρήση αρχείων στην έκθεση αναδύουν στην επιφάνεια αρχειακά σύνολα που ήταν ορατά ή οικειοποιουνται εικόνες ανεξαρτήτως της φυσης τους για να πουν μια ιστορία. Το παράδοξο είναι ότι σε όλες τις περιπτώσεις (Anaesthesia, Control Order House…) το συμπέρασμα είναι το αντίθετο. Η ανασκαφή είναι ελλειπής. Η ούσία έγκειται στα ευρήματα που δεν έχουν αναδυθεί ακόμη στην επιφάνεια, στις εικόνες που λείπουν, και στους λόγους καθεαυτούς που ευθύνονται για την απουσία, αποσιώπησή τους… με ειρηνικό ή βίαιο τρόπο. Ο πλουραλισμός και τα εκατομμύρια των εικόνων σημερα, οδηγούν όχι μόνο σε απραγία αλλά σε κυριολεκτική τύφλωση. Αυτό ίσως και να είναι το μοναδικό μεθοδευμένο συμπέρασμα μιας κατά τ’ άλλα ανοιχτής έκθεσης: το πώς λειτουργούν οι εικόνες, όχι οι εικόνες καθεαυτές, και του τί συνεπάγεται η χρήση των εικόνων που κάνουμε.
Στην Ελλάδα το φωτογραφικό βιβλίο ως αυτόνομο έργο είναι κάτι με το οποίο δεν υπάρχει ιδιαίτερη εξοικείωση. Πιστεύεις ότι η έκθεση αυτή μπορεί να συμβάλει στη διάδοση του ως πλαισίου παρατήρησης;
Το βιβλίο, υπό τον όρο «photobook», έχει κατοχυρωθεί ως μια πολύ σημαντική πλατφόρμα στον χώρο της φωτογραφίας τα τελευταία οχτώ χρόνια. Σε σύγκριση με τις εκθεσιακές εγκαταστάσεις που είναι εφήμερες, αντέχει και ταξιδεύει στον χώρο και τον χρόνο. Στην Ελλάδα έφτασε τα τελευταία χρόνια. Στο εξωτερικό, αρχίζει να ξεπερνιέται η αρχική σαγήνη και ο ενθουσιασμός που οδήγησαν σε κάποια υπέρβαση στον αριθμό των εκδόσεων. ‘Ισως διοτι η αγορά δεν το αντέχει, ίσως επειδή όχι όλα τα φωτογραφικά έργα να πρέπει να καταλήγουν αναγκαία σε μια έκδοση και ένα εκδοτικό αντικείμενο. Υποθέτω, και είναι υγιές, ότι στην Ελλάδα θα διανύσουμε τα ίδια στάδια ωρίμανσης όπως και αλλού. Εδώ δεν υπάρχει η παράδοση των ΗΠΑ, της Ολλανδίας, της Γαλλίας στο θέμα της εκτύπωσης και των photobooks, αλλά ίσως η απουσία να χρησιμεύσει ως ένα καλό δημιουργικό έναυσμα. Ωστόσο, η φιλοδοξία αυτής της έκθεσης είναι αποστασιοποιημένη από αυτό το πεδίο. Το ποθητό είναι το πιο ευρύ κοινό στην Κρήτη, άνθρωποι που δεν είναι απαραίτητα διαννοούμενοι ή έχουν σχέση με τη φωτογραφία, να γίνουν οι αποδέκτες των περιεχομένων της. Ακόμη πιο ποθητό είναι οι ίδιοι άνθρωποι να φτάσουν να διατυπώσουν κάποιον κριτικό προβληματισμό σε σχέση με το περιρρέον οικοσύστημα των εικόνων και να συνειδητοποιήσουν οτι υπάρχουν και άλλα μέσα να διηγούμαστε ιστορίες, πέραν του κυρίαρχου φωτογραφικού και επικοινωνιακού λόγου. Πέραν τούτου, αν και θα ήταν ευχής έργον, αν κατέληγαν να νοιώσουν πάθος για το βιβλίο φωτογραφίας καθεαυτό, η παγίωση και αγιοποίηση του δεν ειναι μέρος της επιχειρήματος αυτής της έκθεσης.
Κατά τη διάρκεια της έκθεσης από τις 18 έως και τις 22 Σεπτεμβρίου, θα λάβει χώρα και το σεμινάριο HELLOPHOTOGRAPHY. Ποιο θα είναι το αντικείμενο του σεμιναρίου και γιατί αφορά το φωτογραφικό κοινό στην Ελλάδα;
Το σεμινάριο HELLO PHOTOGRAPHY θα χαρτογραφήσει τις τάσεις, τις εκφάνσεις και το λεξιλόγιο της σύγχρονης φωτογραφίας. Πρόκειται για έναν σύντομο οδηγό των ευρέων αλλαγών που έχουν λάβει χώρα τα τελευταία δέκα χρόνια και που έχουν μεταβάλλει τα ήθη και τα έθιμα του φωτογραφικού τοπίου. Θα αναφερθούμε μεταξύ άλλων, στις σύγχρονες εικαστικές εγκαταστάσεις, στις εκδόσεις και στα υπάρχοντα δίκτυα επικοινωνίας. Πρόκειται για έναν κατατοπιστικό οδηγό μεγάλης εμβέλειας, απαραίτητο σε όποιον επιθυμεί να κατανοήσει από το άλφα ως το ωμέγα το πώς λειτουργεί ο χώρος της φωτογραφίας σήμερα, κυρίως εκτός Ελλάδος, σε επίπεδο ιδεών, μορφολογικών εκφράσεων, αγοράς και σχέσεων. Η ιδέα είναι επίσης να υπάρξει διάλογος και να δουλέψουμε πάνω στις ανάγκες και τα πρότζεκτς όσων συμμετάσχουν, καταρτίζοντας έναν οδηγό πλεύσης, που θα τους κατατοπίσει ως το πώς μπορούν να προχωρήσουν και να προωθήσουν το έργο τους. Από αυτήν την άποψη πιστεύω ότι οι συναντήσεις μας μπορούν να έχουν πολύ χρηστικά και ωφέλιμα αποτελέσματα για το κοινό, αλλά και για εμένα προσωπικά. Είμαι περίεργη και ανυπόμονη να γνωρίσω δουλειές φωτογράφων και καλλιτεχνών από την Κρήτη.
Τα εγκαίνια θα πραγματοποιηθούν στις 15 Σεπτεμβρίου στην Αίθουσα Εκθέσεων στο Σπίτι Πολιτισμού Ρεθύμνου και θα διαρκέσει μέχρι τις 24 Σεπτεμβρίου 2017.
Το 2ο Μεσογειακό Φεστιβάλ Φωτογραφίας πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Κρήτης και του Δήμου Ρεθύμνου.
Μέγας Χορηγός: MOTOR OIL, Δωρητής: Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος
Χορηγοί φιλοξενίας: Atrium, Theartemis, Grecotel.
Χορηγοί βιβλιοθήκης: Zone Books, Hatje Cantz, Lars Müller.
*κεντρική: Lorenzo Tricoli, (ALTRE) AVVENTURE DI PINOCCHIO, Lorenzo Tricoli / Skinnerboox / D. Books, 2017