Τι αναζητάς κύριε Wenders;
Μια αθώα ματιά της κινηματογραφικής του αίσθησης

Όταν ένα συνηθισμένο κατά τα άλλα road movie κατακτά την αριστουργηματική δομή της υπαρξιακής ουσίας, μια ταινία μου έρχεται στο νου. Όταν ο ρομαντισμός χάνει το παιχνίδι ως έννοια και ο έρωτας καρδιοχτυπά σε θερμοπυρηνικούς βόμβους, η ίδια ταινία μου έρχεται στο νου. Όταν μπρος σε ένα υπόκωφα συγκρουσιακό διάλογο εξομολογητικής πτώσης και λύτρωσης – άρτια σύγκρουση χαρακτήρων και εσωτερικής διαπάλης – σε μια από τις καλύτερες αφηγηματικά σεκάνς που σκέφτηκε και δημιούργησε η κινηματογραφική τέχνη, πάλι η ίδια ταινία μου έρχεται στο νου. Ταυτότητα παρακαλώ. Παρίσι, Τέξας; Τι παράδοξο; Που να είναι αυτό; Στην Ευρώπη ή στην Αμερική; Στο χθες, στο αύριο, στο σήμερα; Στο έξω μας ή στο μέσα μας; Παντού μάλλον θα είναι, και εδώ και εκεί και παραπέρα, και σε μένα, και σε σένα και σε όλους μας, όπως κάθε τι το λαμπερό που κείτεται μέσα στην σκόνη ή κάθε μικρό που αναπνέει την δροσιά του απέραντου, άπιαστου και αδύνατου μεγαλείου. Παρίσι, Τέξας, λοιπόν. Μια αδιέξοδη διαδρομή δίχως δοσμένη εκκίνηση και προορισμό με όχημα την σπαραχτική αφηγηματική κάμερα του Wim Wenders.
Wim Wenders. Ένα όνομα που από το 60’ προκαλούσε τον θαυμασμό στους ανθρώπους που αρνούνταν να προσεγγίσουν το σινεμά ως απλή διασκέδαση αλλά επίσης δεν αρκούταν στην περιχαράκωση στους καφκικούς διαδρόμους μιας εξεζητημένης avant-garde ομφαλοσκόπησης. Έκανε δυνατό κάτι που πολλοί προσπαθούσαν. Ένα αισθητικό γάμο της κλασικής κινηματογραφικής συγκίνησης με την κριτική σκέψη. Και τα κατάφερε. Πάντρεψε την αφηγηματική δυνατότητα του αμερικάνικου σινεμά με την νοητική δυναμική του ευρωπαϊκού. Έμοιαζε με ένα Godard, έναν Antonioni σε ξένη ήπειρο. Μια σειρά ταινίες του αγαπήθηκαν σχεδόν παθιασμένα. Ταινίες δηλαδή όχι για μια μικρή ελίτ, μα ούτε και για μαζική επίδειξη. Ταινίες όχι για τη διανόηση, αλλά που μας προσκαλούν και μας μεταφέρουν προς αυτή.
Αναζητητής ακούραστος. Αναζητητής της ομορφιάς. Μιας ομορφιάς σμιλευμένης στις ανθρώπινες φυσιογνωμίες, στις κινήσεις τους, στα αχανή τοπία. Μιας ομορφιάς ρεαλιστικά και ποιητικά σκιαγραφημένης, υποδόριας μα και πασιφανούς. Μιας ομορφιάς-απεικόνισης της σκληρής πραγματικότητας που συνθλίβει τα ανθρώπινα όνειρα. Ιχνηλάτης, επίσης. Της αθωότητας. Στα πρόσωπα, στις εκφράσεις, στις ενέργειες των παιδιών που οδηγούν τους ενήλικες, που οδηγούν το κοινό σε σύγκρουση με την κοινωνικά δομημένη του συνείδηση. Και φυσικά, οδοιπόρος της φιλμικής κίνησης και παράδοσης. Ευρώπη – Αμερική, όπως είπαμε. Μια αέναη κινηματογραφική διαδρομή, μια σύνδεση πολιτισμών, δυο φόρμες για ένα περιεχόμενο. Και σε αυτή την τομή, πραγματοποιείται η κινηματογραφική εξευγένιση των ανθρώπων. Των ταλαιπωρημένων, των μοναχικών, των αξιοπρεπών, αυτών που προσπαθούν να επανέλθουν. Αυτών που ψάχνουν να βρούνε, να επιβεβαιώσουν, να βυζάξουν τον στόχο, να βγούνε από τα όρια της απάνθρωπης κοινωνίας και να εισέλθουν μέσα στην ελευθερία, ουτοπική και ρομαντική ίσως, μα σίγουρα ανθρώπινη. Ο Wenders αγαπάει τον άνθρωπο και τον χρίζει πρωταγωνιστή με μοναδικό βαρίδι του την κοινωνική απανθρωπιά.
«Όσες περισσότερες απόψεις έχεις, τόσο λιγότερο βλέπεις» μας λέει και έτσι υπό την ρητή προστασία του και τα κινηματογραφικά του εφόδια, δεν σερνόμαστε πίσω από δονκιχωτικά ιδεώδη μα ξεκινάμε να τρυγούμε πλάι πλάι με την ζώσα πραγματικότητα. Δεν αντιμετωπίζουμε ή απεικονίζουμε τον κόσμο μέσα από ένα οπτικό κύτταρο συμβάσεων και συνθηκών, μα προσπαθούμε να τις σπάσουμε για να βρούμε την πραγματική μας όραση. Έτσι, επιβεβαιώνουμε την αθώα και αρχέγονη ηθική μας δυναμική και μαθαίνουμε την αυτογνωσία. Δικαιολογούμε με εργαλείο το έργο του, την προσπάθεια εύρεσης της θέσης μας στον κόσμο, στα πλαίσια ολόκληρου του μεταπολεμικού πολιτισμού, του βυθισμένου στις ενοχές, τις φοβίες μα και τις προσπάθειες ανάτασης. Αυτό, μοιάζει να είναι το σωματίδιο της δημιουργίας, ο συνδετικός κρίκος που συγκρατεί το κάθε καρέ του, το επίκεντρο όλου του έργου του κυρίου Wenders. Μια υπαρξιακή αγωνία που όμως δεν καταστέλλει, δεν θλίβει, μα υπονοεί λιακάδες και ανοιχτές πεδιάδες, έγχρωμα φτερά σε ασπρόμαυρες διαδρομές. Και σε αυτές τις προσωπικές του διαδρομές έκανε πάντα κινηματογραφικά οτοστόπ για να δηλώσει την δική του σκέψη σε όποιον τον έπαιρνε μαζί του.
Είτε μυθοπλασία είτε ντοκιμαντέρ, ο Wenders αφηγείται πάντα με πάθος και ευθύνη. Ταινίες χειροποίητες. Ταινίες γλυκές. Ταινίες τρυφερές. Ευγενικές και υγιέστατες. Ταινίες ελεύθερες. Ταινίες νοσταλγικές και λυτρωτικές. Ταινίες στοχαστικές, λεπτά πολιτικές και προοδευτικές, αβίαστες παράλληλα. Ταινίες σιωπηλές, γαλήνιες μορφικά και εκκωφαντικές ουσιαστικά. Μουσικά αποστάγματα. Προστάτες των συναισθημάτων. Γενναιόδωρα και αμόλυντα απανθίσματα ανθρώπινων ονείρων και δράσεων που αρνούνται να πέσουν σε λάκκους μοιρολατρίας, να κουράζουν αναίτια, δυσκίνητες δηλαδή, -που χρειάζονται χιλιάδες σελίδες ανάλυσης για να γίνουν κατανοητές- που αρνούνται να γυροφέρνουν στους τέσσερις τοίχους, μα ταινίες κοκκινισμένες από τον ήλιο και τον αγέρα που ανασαίνουν ελεύθερα, γήινα, ανθρώπινα μα και μελαγχολικά, μια μελαγχολία γεμάτη αθώα αισιοδοξία, όπως στα μάτια της Alice, στο χαμόγελο του Hunter, στις ρυτίδες του Travis, στην αγωνιώδη απορία του Jonathan, του Friedrich, του Philip, του Damiel. Χαρακτήρες alter ego του Wenders, χαρακτήρες alter ego δικοί μας. Η κινηματογραφημένη κίνηση του Wenders ρέει ακούραστα ανεμπόδιστη προς θάλασσες ανθρωπιάς εν τέλει και εν γένει – η σκοτεινιά κρύβεται στις τρύπες της και αδυνατεί να ορίσει την φόρμα των κινηματογραφικών άθλων του δημιουργού. Αν δεις μια ταινία του, σε κερδίζει με το έτσι θέλω και έπειτα γίνεται βίωμα τελεσίδικο.
Αυτός ο δημιουργός που ανασαίνει τόνους φρέσκου αέρα στις απλωμένες πεδιάδες της τέχνης, δεν δημιούργησε ποτέ προς αναζήτηση βραβείων. Παίρνοντας την κινηματογραφική του μηχανή σύνθεσε αρμονικά μέσα στην φιλμογραφία του, τις ευρωπαϊκές έγνοιες και ελπίδες με την αμερικάνικη σκληράδα των τοπίων και των ροζιασμένων εκφράσεων των απλών ανθρώπων, στόχευσε προς το παρόν, το άμεσο τώρα, ψάχνοντας την ουσία του. Άδραξε την φυγή, την περιπλάνηση ως μια αστείρευτη ανάγκη των ανθρώπων, νομάς της αισθητικής και των ιδεών και ο ίδιος. Περπάτησε, σε χιλιόμετρα φιλμ από το ’60 και μετά, για μια μάταιη, ίσως, μα και απόλυτα αναγκαστική και αναζωογονητική για όλους, πορεία που τα δώρα της περιμένουν αυτούσια σε κάθε της στροφή, σε κάθε κινηματογραφικό πλάνο και σε κάθε συνειρμό που αυτό γεννάει. Με την εκπληκτική δύναμη της πρωτοποριακής του αφήγησης, μιλάει και επικοινωνεί για τα μικρά που «συγκαλύπτουν» το υπερμέγεθες. Για τα αρχέγονα. Για εκείνα τα άσπιλα μπετοναρισμένα θεμέλια όλων των ανθρώπινων πράξεων που δυσκολευόμαστε να τα δώσουμε την πραγματική τους ουσία και υπόσταση. Αυτό ψάχνει, αυτό μελετάει, αυτό εικονογραφεί, αυτό ορίζει και αυτό με αριστουργηματικό τρόπο, διαχέει στο πανί και στον λογισμό όλων μας, το έργο του Wenders. Και αυτό με μια λέξη λέγεται, κληρονομιά.
Ας ανοίξουμε τα παράθυρα, να μπει το φως. Να μπει το έργο του κυρίου Wenders, ξανά, σαν άγγελος του “Wings of Desire” που αφουγκράζεται τις σκέψεις μας και τις επαναφέρει ως επιτομή ερωτημάτων, τις ορίζει μέσα στην χθεσινή, στην τωρινή, στην αυριανή, εν τέλει, στην θεμελιώδη κατάσταση των πραγμάτων. «Νοσταλγώ την ζεστασιά, τη φροντίδα, την ακρίβεια, τη σιγουριά, τη σοβαρότητα, την ηρεμία και την ανθρωπιά των ταινιών του John Ford» μας λέει για τον κινηματογραφικό του μέντορα. Ε, λοιπόν, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, να μην τα νοσταλγεί μα να είναι σίγουρος πως τα ξαναεπέστρεψε ανόθευτα στον παγκόσμιο κινηματογράφο.