«Τι όμορφη που είναι η ζωή» της Μαρίας Λαϊνά
Ας είναι…
Σηκώνεσαι. Με το ζόρι. Άλλη μια μέρα που πρέπει να δικαιολογήσεις την ύπαρξη. Δεν αρκεί να περιφέρεσαι και να κοιτάς, να αφουγκράζεσαι, να αισθάνεσαι… Αν δεν έχεις λόγο να ζεις, δεν ζεις, υποφέρεις και πονάς από το επιτακτικό «ζήσε!», «ζήσε!». Η ύπαρξη δεν είναι δική σου, γενναιοδωρία του χρόνου είναι που όταν θέλει σου ζητά όλο σου το είναι. Τίποτα δεν σου αφήνει. Τίποτα δεν περισσεύει… Ψάχνεις, λοιπόν, ρούχα, παπούτσια, τρως πρωινό, πλένεσαι και μπαίνοντας στο ασανσέρ βλέπεις το πρόσωπο σου στον καθρέφτη και θυμάσαι: «Ξέχασα το χαμόγελο μου». Επιστρέφεις, το φοράς και έφυγες. Και κάπως έτσι η ζωή κυλά, ο χρόνος κυλά και η ύπαρξη ξοδεύεται, καταναλώνεται και αντίκρισμα δεν υπάρχει. Κι αν υπάρχει δεν θα το δεις ποτέ! Γι’ αυτό συνεχίζεις να χαμογελάς, δεν χολοσκάς. Ειρωνεία σου δίνει η ζωή; Ειρωνεία της δίνεις. Ομορφιά σου δίνει, λύπη της δίνεις, μελαγχολία, κατάθλιψη. Η ομορφιά υπάρχει και τη θαυμάζεις και λες με δέος «Τι όμορφη που είναι η ζωή» και το ψεύτικο χαμόγελο λάμπει. Επιστρέφεις και περιμένεις. Ο χρόνος θα περάσει και θα σε πάρει. Πριν από εσένα όμως θα ‘χει πάρει τη χαρά της ζωής. Ας είναι…
Η Μαρία Λαϊνά στη νουβέλα «Τι όμορφη που είναι η ζωή» (Εκδόσεις Πατάκη) γράφει για τη ζωή που περνά και χάνεται, για το αναπότρεπτο και για το αδιέξοδο που είναι η μόνη διέξοδος! Η Λαϊνά δεν ψάχνει το νόημα της ζωής, ούτε θέλει να μοιραστεί το βάρος της ύπαρξης μαζί μας. Οχι. Η Λαϊνά, λέει την αλήθεια. Ετσι απλά. Δεν κάνει κήρυγμα, ούτε μάθημα, απλώς ξεσπάσει. Δεν αντέχει άλλο τα ψέματα που μας κρατάνε στη χώρα των θαυμάτων. Γι’ αυτό και η πρώτη φράση είναι: «Τι όμορφη που είναι η ζωή και να μην μπορώ να τη χαρώ». Ναι, η ομορφιά υπάρχει και ναι, η ζωή είναι όμορφη. Δεν τη χαιρόμαστε όμως. Δεν γίνεται. Ο χρόνος είναι αμείλικτος και κάθε χαρά την ανταλλάσσει με τον τελευταίο ήχο, τον ήχο της σιωπής. Γι’ αυτό, αν φτάσεις στο τέρμα πριν την καθορισμένη ώρα, τότε και την ομορφιά θα ‘χεις κρατήσει, για λίγο, και τη ζωή θα έχεις χαρεί, για λίγο.
Μια γυναίκα, καθώς μεγαλώνει, βρίσκει ξαφνικά τον εαυτό της να βιώνει συναισθήματα που είχε βιώσει η μητέρα της πριν, αλλά εκείνη τα αγνοούσε όταν ήταν νέα. Η μεγάλη αλήθεια, το ένα και μοναδικό ξύπνημα θέλουν δυο, γι’ αυτό και η κόρη θυμάται τη μητέρα, γίνεται η μητέρα και στα καλά κρυμμένα χνάρια της πατά ώσπου η οδός της αλήθειας φανερώνεται. Η Λαϊνά με κομψότητα, χάρη και λόγο εκλεπτυσμένο, διακριτικό, μα διεισδυτικό, ξεδιπλώνει μια στιγμή κατάθλιψης, γράφει στο έρημο πεδίο της ψυχής και το αποτύπωμα της μένει. Εξαιρετικό υπαρξιακό πορτρέτο, εικόνα ψυχής που μας δίνεται με τρόπο που θυμίζει Τόμας Μπέρνχαρντ.