«Τον Ιούλιο κάποτε…….»
[σημειώσεις περί πραξικοπημάτων και θερινών αναφλέξεων…α΄μέρος]

Πενήντα χρόνια μετά…Η καθοριστική σπουδαιότητα εκείνων των γεγονότων, έχοντας διαμορφώσει ένα μοναδικό συλλογικό ασυνείδητο, πέφτει στα χέρια των μετά Χριστόν προφητών της διανόησης που θέλει ντε και καλά να επιβάλει την ερμηνευτική της αυθεντία. Άλλοι καταλήγουν στη «διαπίστωση» μιας αξεπέραστης, τάχα, παρακμής, κι άλλοι σκαρφίζονται απίθανες διανοητικές ακροβασίες για να κουκουλώσουν το δεδομένο της αριστερής αποτυχίας.
Το ΕΑΜ, ο Άρης και τα Ιουλιανά υποβάλλονται σε μια «επανανάγνωση» που τα στραγγίζει από τις πρωταρχικές σημασίες τους και τα καθιστά ηρωικώς ανεπίκαιρα. Οι «αυθεντίες» των ρετιρέ, δεν υποφέρουν την «πεζοδρομιακή πλέμπα», και αρκούνται σε στεφάνους «τιμής» στην Καισαριανή με τα δάχτυλα σταυρωμένα στην πλάτη για να ξορκίσουν το κακό των λαϊκών αντιστάσεων…
Ζώντας το αισχρό «αριστερό» φιάσκο του τρέχοντος Ιούλη, την απόλυτη αυτοταπείνωση του τρίτου αριστερού Μνημόνιου, ταξιδεύουμε ανάστροφα προς το ‘65, μπας και καταλάβουμε, και ωριμάσουμε, και ξαναβρούμε το χαμένο «θαύμα». Η τραγική φωτογραφία του ετοιμοθάνατου Σωτήρη Πέτρουλα, επιβεβαιώνει τον ποιητή-«..στα μισά του πέλαγου με καρτέρεψαν/με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε…».Δεδομένου ότι καμιά κίνηση της ιστορίας δεν έχει μεταφυσικό αυτοματισμό, είναι πρώτιστη πολιτική ανάγκη να δούμε ποιοι χειρίστηκαν τις «μπομπάρδες». Ο ίδιος ποιητής προειδοποιεί την ανυπεράσπιστη λαϊκή αθωότητα ότι «ήρθαν ντυμένοι φίλοι αμέτρητες φορές οι εχθροί μου». Το φτωχικό σπίτι του Πέτρουλα στον Κολωνό, ήρθε ο καιρός να το πάρει η Τράπεζα με αριστερή νομοθέτηση…
“Λογαριάζουν, όμως, χωρίς τη λαϊκή αντίσταση”
Τα Ιουλιανά του ‘65, η κορυφαία πολιτική και κοινωνική σύγκρουση μετά την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, ο «αστάθμητος παράγων» που έγινε ο καταλύτης και ο βαθύς διαμορφωτής των εξελίξεων που ακολούθησαν. Τα προσδιοριστικά του χαρακτηριστικά, δύο: η «εισβολή των μαζών» στο ιστορικό-πολιτικό προσκήνιο, και η εξ αυτών των αυτονομημένων μαζών ασυμβίβαστη προώθηση του «δημοκρατικού-εκσυγχρονιστικού αιτήματος». Ο Δημήτρης Λιβιεράτος(«Ιούλης 65-η έκρηξη») παρατηρεί: «Λογαριάζουν, όμως, χωρίς τη λαϊκή αντίσταση. Η ιστορία ήταν πολύ καλά μονταρισμένη, αλλά στην επεξεργασία των σχεδίων τους, οι βελάδες των Ανακτόρων, ξέχασαν ότι κατά σύμπτωση υπάρχει και ο ελληνικός λαός […] ξέχασαν ότι υπάρχει και η Πρωτεύουσα και το Περιστέρι και ο Πειραιάς και η Λάρισα και ο Βόλος, ξέχασαν ότι υπάρχει η εργατιά, ο καταπιεζόμενος λαός, η αγωνιστική σπουδάζουσα εργαζόμενη νεολαία, οι αγρότες[…]Είναι η πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία των τελευταίων χρόνων που έχουμε τέτοιες α υ θ ό ρ μ η τ ε ς ε κ δ η λ ώ σ ε ι ς σ ε τ έ τ ο ι α έ κ τ α σ η. Παλαιότερα ξέραμε ότι όλες οι συγκεντρώσεις ήταν α υ σ τ η ρ ά π λ α ι σ ι ω μ έ ν ε ς, πειθαρχημένες και στελεχωμένες, ώστε να μην ξεφύγουν από την καθιερωμένη και χαραγμένη γραμμή. Ο αυθορμητισμός και η θέληση για αγώνα, τον πρώτο καιρό, δεν μπόρεσαν να ελεγχθούν από τα κατά παράδοση στελέχη».
Στη Μεταπολίτευση, από το «ηθικόν ακμαιότατον» του Χημείου μέχρι την αριστερά-ασπίδα του εξευτελισμένου κοινοβουλίου τον Φλεβάρη του 12 θα ξαναζήσουμε το έργο…Το 65 η συστημοποιημένη Αριστερά του τρομοκρατημένου συμβιβασμού θα βάλει πλάτη στη «νομιμότητα» του αστικού κοινοβουλευτικού τζόγου και θα αφοπλίσει ένα εξεγερμένο λαό που «ψαχνότανε» πρωτοπόρα και ηρωικά. Δεκαετίες μετά, η ίδια Αριστερά, είτε σαν «ευρωλιγούρικη» είτε σαν «ορθόδοξη», θα εμμείνει στην προδοσία της «ανάθεσης» και θα ρυμουλκήσει ανάστροφα τον λαό προς την κάλπη, παίζοντας αντικειμενικά το παιχνίδι των διεθνών πραξικοπηματιών τοκογλύφων της ΕΕ. Δεν υπάρχουν «νικηφόρες επαναστάσεις που χάθηκαν», αλλά ευκολόπιστος λαός που αφέθηκε στη «μέριμνα» πατερναλιστών της διαχείρισης.
Η μικροϊδιοκτητική παραφεουδαρχική οργάνωση της πελατειακότητας(που οργανώθηκε αμέσως μετά τον Εμφύλιο) εγκαταλείπεται από μια ισχυρή αντίληψη και πολιτική «εκσυγχρονισμού-ανάπτυξης» στο πλαίσιο της κεντρικής πλέον στρατηγικής για οργανική σύνδεση με την Ευρώπη-ΕΟΚ και της συνακόλουθης απόσπασης από την αμερικανική αστερόεσσα. Από το 36, σαν απότοκο της επενέργειας της Οκτωβριανής Επανάστασης και των κοινωνικών διαφοροποιήσεων που πυροδοτεί η Καταστροφή, ο «εθνικός διχασμός» πραγματώνεται ως «Δεξιά-Αριστερά». Αυτό «κρατάει» σε όλη τη δεκαετία του 50, αλλά έκτοτε, παρόλη την αναπαραγωγή της παλιάς συνθηματολογίας, μετατρέπεται σε σύγκρουση της «προόδου» (εκσυγχρονισμός) με τη «συντήρηση»(κατεστημένο, «παλιά Ελλάδα»). Η αμυντική στάση του συστήματος εγκαταλείπεται, και ο παλιός «διχασμός» (αστικός εκσυγχρονισμός VS παραδοσιακή ψωροκώσταινα) επανέρχεται επιθετικά. Στο γίγνεσθαι αυτό τοποθετείται ξεκάθαρα η Αριστερά ως εταίρος του «εκσυγχρονιστικού μπλοκ». Αυτό που παραγνωρίζεται συνειδητά είναι ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ο λαός αισθάνεται και επιθυμεί αυτές τις εξελίξεις. Συστημικοί και Αριστεροί, επιβάλλουν «θέλω» στην κοινωνία, κι αυτό συνεπάγεται πολιτικές χειραγώγησης.
Η δεκαετία του 50, γεννάει μια ρημαγμένη Ελλάδα της φτώχειας και της μιζέριας. Η μετανάστευση (σχεδόν 2.000.000 στην ξενιτιά, απ’ τους οποίους περίπου 600.000 μόνιμα..) και η κρατικά οργανωμένη αστυφιλία, γίνονται το εκτονωτικό εργαλείο για μια κοινωνία που μόνο κατά 50% έχει ηλεκτροδοτημένα σπίτια και το εργατικό μεροκάματο είναι κάτω από τα προπολεμικά επίπεδα. Στις μεγάλες πόλεις, το 35% του πληθυσμού ζει οικογενειακά σε ένα δωμάτιο, και κάπου 3,5 εκ. άνθρωποι διαβιούν σε συνθήκες απορίας. Σε αυτά προστίθενται και οι εφιαλτικές πολιτικές συνθήκες ενός βάρβαρου μετεμφυλιακού κράτους των δωσίλογων, του χαφιέ περιπτερά, του καθημερινού τρομοκράτη μπασκίνα και των τρίκυκλων. Η «δημοκρατία της Μακρονήσου» με μια καθημερινότητα αγχώδους επιβίωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΑΜίτικη κοινωνική και πολιτική αντίληψη, αναχωνεύεται στη λαϊκή συνείδηση και τρέπεται σε λανθάνουσα ώριμη διάθεση για δημοκρατική εμπέδωση, αξιοπρεπή ζωή και δικαίωμα εθνικής αυτοδιάθεσης. Αυτή η αναχώνευση, δεν προσανατολίζεται σε οράματα ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού, καθώς δεν ξεπερνά τις νέες συστημικές ανάγκες και κατευθύνσεις. Είναι, όμως, βαθιά επαναστατική: και γιατί αμφισβητεί στην καρδιά του ένα κυριαρχικό σύστημα συντήρησης και αναπαραγωγής της όλης στασιμότητας, και γιατί επιβάλλει από τα κάτω το «εκσυγχρονιστικό αίτημα».
Όσοι πιστεύουν ότι μετά τον Αύγουστο του 49 ο λαός έμεινε φουκαράς λουφαγμένος στη χαμοκέλα του, κάνουν τεράστιο λάθος. Απλώς συγχέουν τον κομμουνιστικό ΔΣΕ με τις προσδοκίες της ιδιοπροσωπίας του ελληνικού λαού. Η σταδιακή οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη (που προμηθεύει νέες ταξικές δυνάμεις αλλά και νέες ιδέες και διαθέσεις..) και η εμμονή του λαού στα βιωματικά του οράματα, καθορίζουν μια ολοένα κλιμακούμενη λαϊκή παρέμβαση στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα. Οι διαδηλώσεις για την Κύπρο, οι συγκρούσεις για το «15% για την Παιδεία», οι εκλογικές επιτυχίες της ΕΔΑ (Δημοτικές Εκλογές του 54, Εθνικές Εκλογές του 58 με το εκρηκτικό 25%..), οι αναπτυσσόμενοι εργατικοί αγώνες πιστοποιούν ένα διαρκές «παρών» που εγγράφει υποθήκες για σοβαρή κοινωνική ανάφλεξη. Το «προμηθεϊκό» 1-1-4 σηματοδοτεί έναν εκρηκτικό δημοκρατικό πατριωτισμό της μαζικής αυτενέργειας και το Πολυτεχνείο θα είναι ο ματωμένος κληρονόμος αυτής της αγωνιστικής παρακαταθήκης, προσδιορισμένο και αυτό στη δυναμική της «αστικής ολοκλήρωσης». Μέσα από τις μάχες του Ιούλη, ο ελληνικός λαός ανοίγει δρόμο προς έναν δημιουργικό ιδιοπροσωπικό συγχρονισμό με τις αναζητήσεις της παγκόσμιας ριζοσπαστικότητας.
Το «κατεστημένο» θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο «Αποστασία»
Τι έγινε τυπικά τον Ιούλιο του 65; Η εκλογική άνοδος της Αριστεράς (1958) θορύβησε πολύ το «κατεστημένο» (Ανάκτορα, ελίτ της καταβρόχθισης του σχεδίου Μάρσαλ, Αμερικανούς), για ευνόητους λόγους. Βασική τους αντίδραση; Η «βία και νοθεία» του 61, ο δολοφόνος Γκοτζαμάνης, αλλά-κυρίως-η ανασύσταση του διαμελισμένου Κέντρου, η δημιουργία μιας εναλλακτικής συστημικής «προοδευτικότητας» που θα απορροφούσε τις «αναταράξεις». Ο παρατρεχάμενος του Σκόμπι, ο «Γέρος», ορίζεται επικεφαλής, μια φαινομενικά ασθενής «αριστερή πτέρυγα» συμπληρώνεται από ένα ισχυρότατο μπλοκ εκπροσώπων του «κατεστημένου». Αυτός ο μπερντές αναλαμβάνει την κυβερνητική εξουσία, έχοντας ήδη κηρύξει τον περιβόητο «Ανένδοτο» ενάντια στον «Περικλή» και την ψευτοδημοκρατία των δέντρων που ψηφίζουν και της απαγόρευσης στους αριστερούς πολιτευτές να μιλήσουν σε παραμεθόριους νομούς χωρίς άδεια των τοπικών στρατιωτικών αρχών! Σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής άνθησης και μετάβασης στο πλανητικό σκηνικό της «ειρηνικής συνύπαρξης», το ελληνικό σύστημα προσηλώνεται στον εκσυγχρονισμό του, στο ευρωπαϊκό του ειδύλλιο!
Είναι η εποχή της ανάδυσης του «εθνικού αιτήματος εκσυγχρονισμού», του συντονισμού της εθνικής περπατησιάς με την «ευρωπαϊκή ιδέα». Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε οικονομικοταξικά το πώς και γιατί αυτής της εξέλιξης, αλλά πάντως σχηματοποιούνται δυο συστημικοί προσανατολισμοί: ο «συντηρητικός» (της αναλλοίωτης διατήρησης του μετεμφυλιακού status) και ο «προοδευτικός» (της οργανικής προσαρμογής στο «δυτικό παράδειγμα» όπως το παρέχει η Κοινή Αγορά). Από τον ύστερο Καραμανλή έχει ξεκινήσει η διαδικασία, και στο πλαίσιο αυτό φεύγει νύχτα με ψευδώνυμο ο ντεμέκ Εθνάρχης.
Ο «Γέρος», ο αρχαίος «σοσιαλιστής» της Χαϊδελβέργης, παίρνει τη μπάλα πάνω του, και το ματς αρχίζει!..Η πολιτική του, πολιτική δημοκρατικού εκσυγχρονισμού και σταδιακού φιλελευθερισμού, καθώς και ήπιας αναδιανομής (το «παπανδρεϊκό ψωμί» των αγροτών της εποχής, έστω κι αν, όχι παράδοξα, συνοδεύεται από υπεραύξηση του κρατικού δανεισμού): τυγχάνει της απόλυτης αποδοχής από τον λαό (που, πλέον, καμιά διάθεση δεν έχει να επιστρέψει στην αθλιότητα του κράτους της εθνικοφροσύνης), και, προφανώς, της εξίσου απόλυτης απόρριψης από τα ποικίλα οικονομικοπολιτικά καθάρματα του μετεμφυλιακού «εθνικού» αίσχους και-αλίμονο!…-τους Αμερικανούς. Παράλληλα, ως βαρύνων παράγοντας, λειτουργεί η άρνηση της ΕΚ να αναπαράγει το καθεστώς της τυφλής υποταγής στις ΗΠΑ : στο Κυπριακό απορρίπτονται οι τουρκόφιλες «λύσεις», ολοκληρώνεται η πολιτική προσέγγισης με τη Βουλγαρία, «κόβονται» οι εκπομπές της «Φωνής της Αμερικής», και διατυπώνεται το νέο (ευρωπαϊκής λογικής) δόγμα «σύμμαχοι ναι, δορυφόροι όχι».
Η ισχυρή δυναμική του εκσυγχρονισμού και η ισχυρότερη λαϊκή πίεση, σπρώχνουν σε οξύτατη σύγκρουση που ξεκινά από τις 15 Ιούλη με την άρνηση του φαιδρού άνακτος να εγκρίνει την απομάκρυνση του μοναρχικού Γαρουφαλιά από το υπ. Εθνικής Άμυνας (καθόλου τυχαία, η «αφορμή» της ρήξης εντοπίζεται στο πεδίο του ρόλου και του ελέγχου του Στρατού). Ένα καραμπινάτο θεσμικό πραξικόπημα, ένα εντυπωσιακό κουρέλιασμα του Συντάγματος, μια ακραία καθεστωτική βία, που προκαλούν μια ασύγκριτη μεγαλειώδη λαϊκή έκρηξη. Στις 70 ημέρες εκείνου του εξεγερμένου θέρους, έγιναν στην Ελλάδα τόσες απεργίες όσες σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο της εποχής! Στη Γενική Απεργία της 27 Ιούλη, παρόλες τις διαχειριστικές προβοκατόρικες μανούβρες των στελεχών της ΕΔΑ, ο λαός επιβάλλει τη «γραμμή» των ταξικών και συνειδησιακών «ενστίκτων» του και νεκρώνει την όλη ζωή της Αθήνας.
Το «κατεστημένο» θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο «Αποστασία». Μια μερίδα βουλευτών της ΕΚ, στη βάση μιας ποικιλόμορφης εξαγοράς (ντενεκέδες με χρυσές λίρες, δωρεάν διαμερίσματα, απόσβεση δανείων, υπουργοποίηση), εγκαταλείπει το κόμμα της και γίνεται κοινοβουλευτική βάση δοτών κυβερνήσεων. Η αρχική τριμελής ομάδα είναι χαρακτηριστική: ο Αθανασιάδης Νόβας (ο «διανοούμενος» της παρέας), ο ναύαρχος Τούμπας (ο εκπρόσωπος του Στρατού) και ο τραπεζίτης Κωστόπουλος (ο Πλούτος). «Αφανής» πρωταγωνιστής αυτής της αστικοδημοκρατικής αχρειότητας, το «κάθαρμα» της Ιστορίας, ο Μητσοτάκης. Πρωθυπουργοποιείται μέχρι και το θλιβερό υποκείμενο ονόματι Ηλίας Τσιριμώκος, αυτός ο παλιός ΕΑΜίτης, αυτός ο κατάπτυστος «αριστερός» της «κατεψυγμένης» ανηθικότητας. Η ραγδαία εκφυλιζόμενη Αριστερά, μετά τη Βάρκιζα, δίνει σημειολογικά το παρών σε αυτό το άθλιο θέατρο της δημοκρατικής κακοποίησης. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να υπογραμμίσουμε ότι από το σύνολο των βουλευτών της ΕΚ, ανθεκτική άρνηση της λιποταξίας επιδεικνύουν οι νέοι βουλευτές, δείγμα των ρηγμάτων στο αστικό στρατόπεδο και του ποιες πολιτικές κουλτούρες αντιπροσωπεύονται.
Μια ενδοαστική σύγκρουση, λοιπόν, που, όμως, τόσο οι αστοί Κεντρώοι όσο και οι «αριστεροί» της ΕΔΑ, επιθυμούν και πασχίζουν να μείνει στα ελεγχόμενα όρια της κοινοβουλευτικής πολιτικής. Αυτό που τους ξεπερνά, με την ορμή του ιστορικού απρόβλεπτου, είναι η τεράστια κινητοποίηση του λαού, η από αυτόν μεταφορά της αντίθεσης στο δρόμο με τη μορφή μιας ανοιχτής σύγκρουσης. Οι μαχόμενοι άνθρωποι του λαού, καταδικάζουν σε αποτυχία το σενάριο της Αποστασίας, ξεφτιλίζουν τα σχέδια της Φρειδερίκης, ρίχνουν στο γκρεμό τις μανούβρες των Αμερικανών, «καίνε» το άτιμο χρήμα της πλουτοκρατίας. Οι νέες ταξικές συνθέσεις, αναπροσδιορίζονται στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης και οξύνουν την κατάσταση. Το πολιτικά εστιασμένο και επίκαιρο, εμβαθύνεται και καθολικεύεται από την ανεξάρτητη δράση των μαζών, συγχωνεύεται σε ένα πλατύτερο πολιτισμικό γίγνεσθαι που επαναβεβαιώνει τη συνέχεια των εποχών, πέρα από την κοπτοραπτική των ηγεσιών του συστήματος.
Το σύνθημα που δεσπόζει είναι «Δημοψήφισμα», δηλαδή ο εξεγερμένος λαός αναλαμβάνει την πολιτική του μοίρα προτάσσοντας, με το αλάνθαστο ένστικτό του, την πολιτειακή μεταβολή. Οι ανυποχώρητοι διαδηλωτές της φλεγόμενης Αθήνας, θέτουν καθεστωτικό ζήτημα, κι αυτό είναι κάτι που ούτε η καθεστωτική ΕΚ μπορεί να δεχτεί αλλά ούτε η υποτελής μετριοπαθέστατη ΕΔΑ μπορεί να σηκώσει. Με αγωνιστικό κέντρο τους οικοδόμους και τους φοιτητές (νέα συλλογικά ταξικά υποκείμενα, ενδεικτικά των βαθιών μεταβολών που έχουν συντελεστεί), ο λαός, ένα συγκλονιστικό πλήθος «δημοκρατικού ζηλωτισμού», επαναστατικοποιεί τη συγκυρία και δρομολογεί ανατρεπτικές εξελίξεις.
Υπήρχε «επαναστατική κατάσταση»; ‘Όχι. Οι οικονομικές συνθήκες δεν θεμελίωναν κατάσταση απόγνωσης (αντιθέτως, άνθιζε η βάσιμη προσδοκία για ανάκαμψη και έξοδο από τη μιζέρια). Η «βαθιά ηγεμονία» δεν είχε εξαντληθεί και απλώς λειτουργούσε ένα κλίμα κρίσης ορισμένων πολιτικών μορφών. Ο γενικός ιδεολογικός προσανατολισμός παρέμενε στο εσωτερικό της ισχύουσας τάξης πραγμάτων, έστω και με κρίσιμες αποκλίσεις από την ιθύνουσα θεσμική έκφραση του συστήματος. Παράλληλα, η «μη αποδεκτή» ηγεσία του λαϊκού κινήματος, η ΕΔΑ ως έκφραση της Αριστεράς τότε, δεν σκεφτότανε ούτε ενεργούσε ως επαναστατικός μετασχηματιστής της λαϊκής ριζοσπαστικότητας αλλά, αντιθέτως, ως θεσμικό ανάχωμα και παροχετευτής της κοινωνικής έκρηξης σε ελεγχόμενα κοινοβουλευτικά κανάλια. Η μετεμφυλιακή Αριστερά του φόβου και του συμβιβασμού, τρέποντας τη φιλοσοφικώς βαθιά συστημικότητά της σε «πρόγραμμα αναβαθμιζόμενης συμμετοχής», λειτουργεί κανονικά σαν διαπραγματευτής των ποσοστών της εκλογικής απήχησης. Και το ίδιο το σύστημα, δεν ήταν σύσσωμο στην αποδοχή των ηλιθιοτήτων του Παλατιού και των μερίδων των ελίτ που αυτό εκπροσωπούσε.