Τουρκία: Αμετακίνητο το στόχαστρο στον Τύπο

Τελευταίο «επεισόδιο» οι συλλήψεις του αρχισυντάκτη και 13 συντακτών της «Cumhuriyet»... πάλι

| 01/11/2016

Η σύλληψη, την Δευτέρα, του αρχισυντάκτη της τουρκικής αντιπολιτευόμενης εφημερίδας «Cumhuriyet», Μουράτ Σαμπουντσού, καθώς και η προσαγωγή άλλων 13 δημοσιογράφων της, οι οποίοι συνελήφθησαν μέσα στα σπίτια τους (έρευνες έγιναν στα σπίτια σχεδόν όλων των διευθυντικών στελεχών και δημοσιογράφων της) δεν είναι παρά το τελευταίο επεισόδιο στο σήριαλ των ανηλεών διώξεων που εδώ και πολύ καιρό έχει εξαπολύσει η τουρκική ηγεσία κατά της δημοσιογραφίας και έχει κορυφωθεί μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου.

Ο εισαγγελέας της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με την εφημερίδα «Sabah», που είναι φίλα προσκείμενη στον Ερντογάν, διέταξε τις συλλήψεις με την κατηγορία ότι οι προσαχθέντες βοηθούν το ΡΚΚ (που φυσικά χαρακτηρίζεται τρομοκρατική οργάνωση) αλλά ταυτόχρονα και το κίνημα του ιμάμη Φετχουλλάχ Γκιουλέν, συμπυκνώνοντας έτσι σε «βολική συσκευασία» τους δύο μεγαλύτερους «εχθρούς» κατά την τουρκική ηγεσία. Αν μη τι άλλο έχει ενδιαφέρον η «συμπύκνωση» αυτή δεδομένης της έλλειψης οποιασδήποτε απόδειξης περί συνεργασίας των δύο αυτών εντελώς διαφορετικών οργανώσεων που ούτως ή άλλως έχουν και εντελώς διαφορετικές πολιτικές, ιστορικές και ιδεολογικές αφετηρίες.

Η «Cumhuriyet» έχει την τιμητική της όσον αφορά στις διώξεις από την τουρκική ηγεσία καθώς παραμένει πιστή στην κεμαλική παράδοση και τολμά να επικρίνει, έστω και ακροθιγώς, τον Ερντογάν. Ήδη τον περασμένο Μάιο ο πρώην αρχισυντάκτης της, Τζαν Ντουντάρ, καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση, όπως και ο δημοσιογράφος της εφημερίδας, Ερντέμ Γκιουλ, για «προδοσία κρατικών μυστικών» εξαιτίας ρεπορτάζ, το 2015, που αποκάλυπτε με λεπτομέρειες το πώς οι μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας διοχέτευαν λαθραία όπλα στη Συρία τα οποία σε πρώτο επίπεδο είχαν ως προορισμό τις ισλαμιστικές ομάδες που αντιμάχονται το καθεστώς Άσαντ και σε δεύτερο – γιατί όχι; – το ISIS.

Μάλιστα λίγη ώρα πριν την ανακοίνωση της ετυμηγορίας, σε ένα διάλειμμα της δίκης, ο Ντουντάρ έγινε στόχος αποτυχημένης απόπειρας δολοφονίας από άνδρα που τον αποκάλεσε προδότη. Σίγουρα έχει ενδιαφέρον ότι ο δράστης, Μουράτ Σαχίν, στις 21 Οκτωβρίου αφέθηκε ελεύθερος, όπως μετέδωσε η εφημερίδα «Hurriyet Daily News», αν και δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί η διαδικασία και δεν έχει γνωστοποιηθεί η ποινή του.

Η οργάνωση «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» κατατάσσουν την Τουρκία στην 151η θέση σε σύνολο 180 χωρών στον Διεθνή Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου, ανάμεσα στο Τατζικιστάν και τη Δημοκρατία του Κογκό. Καταλυτικό ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη διαδραματίζει πολύ πριν την 15η Ιουλίου νόμος που ποινικοποιεί την προσβολή του ηγέτη του έθνους, με αποτέλεσμα τα τελευταία δύο χρόνια να έχουν ασκηθεί περισσότερες από 2.000 διώξεις κατά δημοσιογράφων, σκιτσογράφων, αλλά και εκπαιδευτικών και μαθητών μέχρι και κατά της πρώην «Μις Τουρκίας».

Όπως καταγγέλλει η οργάνωση «Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων» (Committee to Protect Journalists) η τουρκική κυβέρνηση κάνοντας χρήση των έκτακτων εξουσιών που προκύπτουν από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρίσκεται η χώρα διαρκώς από τις 15 Ιουλίου και μετά, διέταξε, με διάταγμα στις 29 Οκτωβρίου, να κλείσουν 15 πρακτορεία ειδήσεων, εφημερίδες και περιοδικά. Σε αυτά περιλαμβάνονται μερικά από τα τελευταία φιλοκουρδικά Μέσα που λειτουργούν, όπως τα ειδησεογραφικά πρακτορεία Dicle (DIHA) και Jin (Jinha), η εφημερίδα Ozgur Gundem και Azadiya Welat, επιβάλλοντας, ουσιαστικά, σιωπή στο οτιδήποτε σχετίζεται με τον οιανδήποτε τρόπο με τον κουρδικό πληθυσμό.

Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος έχουν γίνει, με βάση τουλάχιστον τα όσα στοιχεία έχουν γίνει γνωστά, 40.000 προσαγωγές, 20.000 προφυλακίσεις, 80.000 απολύσεις, και έχουν διοριστεί επίτροποι σε 28 δήμους των οποίων οι δήμαρχοι, προφανώς στις κουρδικές περιοχές, έχουν συλληφθεί. Ειδικότερα ως προς τα ΜΜΕ έχουν κλείσει 45 εφημερίδες, 35 ραδιοφωνικοί σταθμοί, 30 τηλεοπτικά κανάλια, 15 περιοδικά, 29 εκδοτικοί οίκοι και 3 ειδησεογραφικά πρακτορεία. Έγιναν, επίσης, προσαγωγές 100 δημοσιογράφων με 37 απ’ αυτούς να έχουν κριθεί προφυλακιστέοι και σε άλλους 330 δημοσιογράφους έχουν αφαιρεθεί οι δημοσιογραφικές ταυτότητες.

Είναι προφανές, πάντως, ότι τίποτε από αυτά και τα πολύ χειρότερα που διαδραματίζονται στη γείτονα χώρα εντός και εκτός των συνόρων της (αιματοκύλισμα στις κουρδικές περιοχές, εισβολή τουρκικών στρατευμάτων στο Ιράκ και στη Συρία) δεν αποτελεί σοβαρό «παράπτωμα» που θα κλονίσει τη σχέση της Τουρκίας με την ΕΕ, πόσο μάλλον με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ κλπ. Ο ρόλος της Άγκυρας στη «διαχείριση» της απόλυτης καταστροφής της ζωής εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και του ξεριζωμού τους, δηλαδή με άλλα λόγια η συμβολή της στον εγκλωβισμό και στην πλήρη παραβίαση ακόμη και στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι τόσο σημαντικός (όπως και η αξιοποίησή της στις γεωστρατηγικές ανακατάξεις στην ευρύτερη περιοχή) που το «μαύρο σκοτάδι» που έχει επιβάλλει η ηγεσία Ερντογάν είναι πταίσμα.

Άλλωστε πάντα είναι βολικότερο να «λερώνει κάποιος άλλος τα χέρια του» και οι κηρύσσοντες τις αξίες του «υψηλού» δυτικού πολιτισμού.