Το αίμα πίσω, Βαγγέλης Ευαγγελινός, Εκδόσεις Απαρσις
Ένα βιβλίο με στοιχεία αυτοβιογραφικά, από την καρδιά της πόλης. Η αφήγηση μιας «Εποχής στην κόλαση», όπως την αφηγήθηκε πρώτος ο Ρεμπώ.
Ο ήρωας του βιβλίου, ο Βαγγέλης, είναι ένας μετέφηβος, εικοσάρης, που από την αρχή τον βρίσκουμε να έχει ήδη πραγματοποιήσει την δική του «αμφισβήτηση» σε ό,τι μέχρι τότε ζούσε, καθώς σχεδόν μας παίρνει από το χέρι, να μετέχουμε μαζί του, απνευστί, στον «μετά την κανονικότητα» κόσμο του: έχει ήδη αφήσει μία δουλειά και ζει από τα κέρδη που αποκομίζει από την πώληση χασίς και σκανκ (υδροπονικής κάνναβης).
«Έχω δουλειές να κάνω. Δουλειές με φούντες. Θα συναντήσω τον πιο παλιό μου πελάτη, τον Σίμο. Είναι ένας μεθαδονάκιας του Ο.Κ.Α.Ν.Α. με πατημένα τα σαράντα, όπως η πλειοψηφία των χορηγούμενων στο πρόγραμμα της μεθαδόνης… Οι πιο πολλοί μεθαδονάκηδες είναι ρουφιάνοι. Και αυτός ρουφιάνος είναι, αλλά δεν με νοιάζει. Το μόνο που ξέρει για μένα είναι το μικρό μου όνομα και τον αριθμό του κινητού μου».
Τα όποια χρήματα βγάζει, τα καταναλίσκει άμεσα, πάλι στο χασίς και ενίοτε στην κοκαϊνη.
«Όταν το πιόμα σου θέλει ένα μεροκάματο τη μέρα, κάτι πρέπει να κάνεις για να το βγάλεις. Κι άντε μετά να εξηγήσεις στη θείτσα που βλέπει τον Θεοχάρη στην τηλεόραση να κραδαίνει ένα σακούλι με λουκουμόσκονη λέγοντας: “Πες μου έμπορε, ποιος όπλισε το χέρι σου με αυτόν τον λευκό θάνατο που πουλάς στα παιδιά μας; Μίλα λοιπόν, δεν καταλαβαίνεις πως έτσι θα έχεις την επιείκεια του δικαστηρίου;” πως δεν τη στήνεις στα κάγκελα του προαυλίου να φωνάζεις τα πιτσιρίκια».
Παρέα του ένας κόσμος αεικίνητος, μοναχικός, όπως ο ίδιος, στη συνεχή αναζήτηση των ουσιών και των τελετουργιών που τις συνοδεύουν, κατευναστικών στιγμιαία στο άγχος του περιθωρίου, αλλά και που ολοένα προσπαθούν να συγκροτήσουν για τους εαυτούς τους μία νέα ταυτότητα, μία νέα φαντασιακή συγκολλητική ουσία ομάδας.
Το σκηνικό της όποιας κοινωνικής συνάθροισης στήνεται συνήθως στο σαλόνι ενός δυαριού, σε μία εργατική πολυκατοικία στους Αγίους Αναργύρους, που δεν έχει ασανσέρ.
Εκεί συχνάζει ένα λούμπεν προλεταριάτο, απαρτισμένο από αυτούς που δεν χωρούν στο φαντασιακό της «ευημερίας για όλους», που σπρώχτηκαν στο περιθώριο μη έχοντας τα πολυπόθητα εφόδια και την ευελιξία, που απαιτούνται για ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Πόρνες, πρεζάκια, χασικλήδες, ντήλερς, μικροκακοποιοί και ενίοτε το οικογενειακό τους περιβάλλον, παραιτημένο και σπρωγμένο να σωπαίνει.
Η βία και η καταστολή είναι παρούσες σε κάθε σελίδα του βιβλίου, όπου ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος βιώνεται με άγχος κατάδοσης, αλλά και η τυπική, ένστολη έκφρασή του βρίσκεται διαρκώς στο κατόπι των προσώπων του έργου, μέχρι τη σύλληψη της αδελφής του Σπύρου.
Ομοίως παρούσα είναι και η βία του σιναφιού, εκφράζει τη Νέμεσι για την παραβίαση των ηθικών αρχών που διέπουν τον κόσμο του αντίποδα.
« “Εγώ θέλω να είμαστε καλά, να κάνουμε το νταραβεράκι μας, να πίνουμε τα ναρκωτικά μας, να βγάζουμε τα φράγκα μας κι εσύ βγάζεις όπλο σε γκόμενα… Σε παίρνω τηλέφωνο και με ειρωνεύεσαι… τι νομίζεις πως είμαι εγώ, κάνας ασήμαντος;” … Ο Αργύρης ψάχνει τις τσέπες του χοντρού και τραβάει από μέσα ένα πλακέ πιστόλι. Το κατεβάζει με δύναμη στο κεφάλι του Ρώσου. Μία, δύο, τρεις φορές. Το μισό του πρόσωπο βάφεται κόκκινο, από το μέτωπο μέχρι το σαγόνι».
Εν κατακλείδι, ο ήρωας του βιβλίου επιστρέφει στη λογοτεχνία, για να μας αφηγηθεί την ιστορία του κόσμου του. Παλεύοντας ταυτόχρονα να επιτύχει τη σύζευξη του συναισθήματος και της λογικής του, κτίζοντας σιγά σιγά το σταθερό κόσμο της ωριμότητάς του.
«Τώρα ξυπνάω κάθε μέρα στις έξι. Πηγαίνω στο πάρκο και κάνω τρεις γύρους του ενάμιση χιλιομέτρου ο καθένας. Ύστερα επιστρέφω σπίτι και παίρνω είκοσι κάμψεις, πέντε έλξεις και εικοσιπέντε κοιλιακούς επί τέσσερις φορές με ανάπαυλα τριάντα δευτερόλεπτα ανάμεσα σε κάθε κύκλο…. Καμιά φορά, όταν ξύνω το χρώμα, μαύρες σκέψεις κάνουν την εμφάνισή τους απ’ τον υπόνομό μου και απανωτά κύματα θλίψης έρχονται να σκάσουν πάνω στο στήθος μου. Αν ευτυχία σημαίνει να είσαι κάπου –αδιάφορο πού- και να σκέφτεσαι πως εκείνη τη στιγμή είσαι στο σημείο που βρίσκεσαι, χωρίς να χρειάζεσαι τίποτα άλλο, μάλλον δεν θα γίνω ποτέ ευτυχισμένος. Στ΄ αρχίδια μου. Δεν παραδίνομαι».
Για να πετύχει αυτό το χτίσιμο του ξεπεράσματος, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κυνικά διαπιστωτικές, αφτιασίδωτες λέξεις, γεμάτες δύναμη, ρεαλισμό και τη γλαφυρότητα του ρέοντος λόγου των απόκληρων.
Ίσως γι αυτό, το βιβλίο σε ρουφάει από τις πρώτες λέξεις. Με λίγες νότες μπαίνεις στο νόημα, στον κόσμο αυτού που σου μιλάει. Σαν τη μουσική, συμπάσχεις και μετουσιώνεσαι σε κάτι που μπορεί να μην έχεις ζήσει ποτέ, αλλά κάτι σου θυμίζει, κάπου τραβάει τις χορδές σου.
Ίσως γιατί στον αντεστραμμένο κόσμο της «κανονικότητας» έχουμε και εμείς, οι «ξενέρωτοι», τις δικές μας ματαιωμένες εξεγέρσεις, εξαρτήσεις, χαυνώσεις, θέλουμε και εμείς να πάρουμε «το αίμα μας πίσω».
Ο Βαγγέλης Ευαγγελινός γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Αυτό είναι το πρώτο του βιβλίο. Πρόλογος: Αντώνης Μποσκοϊτης, Εκδόσεις Απαρσις, σελ. 94.