Το «γιατί» που στοιχειώνει
Σκόρπιες σκέψεις με αφορμή την δολοφονία μιας εργαζόμενης μητέρας από τον σύζυγό της
Το έγκλημα στο Μεγαλοχώρι Τρικάλων με θύμα μία 45χρονη γυναίκα, εργαζόμενη μητέρα τριών παιδιών και δράστη τον 52χρονο σύζυγό της και πατέρα τους ήταν προαναγγελθέν. Σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η γυναίκα ήταν θύμα συστηματικής ενδοοικογενειακής βίας εκ μέρους του συζύγου της και είχε προσπαθήσει να δραπετεύσει από το μαρτύριό της απευθυνόμενη στις αρχές. Λίγο πριν την δολοφονία της είχε ξεκινήσει και διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του.
Όπως φαίνεται, η δολοφονία της ήταν η ματωμένη «απάντηση» στον αγώνα της για την ελευθερία.
Οι μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι, εκτός από τις αρχές, την κόλαση που βίωνε η γυναίκα την γνώριζε και η γειτονιά.
Γνώριζαν, λοιπόν, εκείνοι που έπρεπε να γνωρίζουν. Μάλιστα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, η γειτονιά δεν έκλεισε τα αυτιά και τα μάτια της. Τουλάχιστον από όσες πληροφορίες έχουν δει το φως τη δημοσιότητας, πρόσφερε συχνά καταφύγιο στα θύματα, στην μητέρα και τα παιδιά.
Αλλά η γυναίκα είναι νεκρή. Μαχαιρωμένη μπροστά στα μάτια της μικρής κόρης της.
Το ερώτημα είναι απλό, αλλά αμείλικτο, όπως όλα τα απλά, αλλά αληθινά ερωτήματα:
Γιατί;
Αυτό το ερώτημα πρέπει να στοιχειώνει όλους και όλες.
Όχι διότι έχουμε το ίδιο μερίδιο ευθύνης με ένα κράτος που αδιαφορεί συστηματικά και συνειδητά στο να δημιουργήσει αξιοπρεπείς και δημόσιες δομές ολοκληρωμένης προστασίας και στήριξης στα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας. Αδιαφορία που βάφεται ενίοτε και με αίμα.
Αλλά διότι δεν τις απαιτούμε.
Διότι δεν τις διεκδικούμε μαζί με τα άλλα δικαιώματα που μας κλέβουν.
Γιατί η ενδοοικογενειακή βία δεν εμφανίζεται σε «κενό αέρος». Δεν είναι «φυσικό φαινόμενο». Είναι αποτέλεσμα των πατριαρχικών σχέσεων εξουσίας που γεννήθηκαν από τον ταξικό εκμεταλλευτικό διαχωρισμό των ανθρώπινων κοινωνιών. Πιο απλά, είναι η «προβολή» του ταξικού αφεντικού, στις διαπροσωπικές, κοινωνικές, οικογενειακές, σεξουαλικές, γονικές σχέσεις.
Το «γιατί», λοιπόν, στοιχειώνει κι εμάς. Διότι το «δεν ακούω, δεν βλέπω, δεν μιλάω, δεν ανακατεύομαι» είναι το παράφωνο κοινωνικό soundtrack της κλιμακούμενης οικονομικής εξαθλίωσης. Η οποία μας οδηγεί να σκεφτόμαστε μόνο την επιβίωση. Παύοντας, σιγά – σιγά, αδιόρατα, ανώδυνα – όπως το βατράχι που βράζει ζωντανό στην κατσαρόλα – να αναρωτιόμαστε: Τι (θα) κάνουμε με την ζωή που με δυσκολία εξασφαλίζουμε; Τι μπορούμε να κάνουμε για να αξίζει αυτή η ζωή;
Διότι ακόμη και η ενστικτώδης αλληλεγγύη της κοινωνίας, όπως αυτή εκφράστηκε στην προκειμένη περίπτωση, δεν αρκεί. Όχι πάντα τουλάχιστον. Η ουσιαστική και αποτελεσματική κρατική παρέμβαση είναι αναντικατάστατη. Ακόμη όμως κι όταν είναι αδύνατον να κάνουμε αυτό που μας αναλογεί, ας κάνουμε αυτό που μπορούμε. Σε όλα τα επίπεδα. Από την έκφραση αλληλεγγύης και άμεσης παρέμβασης και βοήθειας, μέχρι την συλλογική διεκδίκηση αυτών που θα έπρεπε να είναι το στοιχειώδες. Ίσως καταφέρουμε να σώσουμε ζωές. Σίγουρα, όμως, θα δώσουμε νόημα στις δικές μας.