Το Καλό Θα’ ρθει Από τη Θάλασσα

Χρήστος Οικονόμου, Εκδόσεις Πόλις

| 02/02/2015

οικονομουΤο Καλό Θα’ ρθει Από τη Θάλασσα, Χρήστος Οικονόμου. Εκδ. Πόλις

Στα 16 διηγήματα τού «Κάτι Θα Γίνει Θα Δεις», το 2010, ο Χρήστος Οικονόμου δομούσε έναν λόγο εμμέσως πολιτικό για τους παρίες και τους ανθρώπους της εργατικής τάξης. Λόγος λιτός, ηθελημένα «φτωχός», ένα λεξιλόγιο των ανθρώπων που αισθάνονται πολλά και λένε λίγα.

Στο καινούριο του βιβλίο, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος, συνδέει τέσσερις νουβέλες με θέμα παραπλήσιο: η ζωή μιας κοινότητας ανθρώπων που μετοίκισαν από το αστικό κέντρο σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Αυτοί οι «ξενομπάτες» όπως τους αποκαλούν οι ντόπιοι προσπαθούν να επιβιώσουν και στην προσπάθεια αυτή αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα από τους γηγενείς, τους «αρουραίους». Στο «Καλό Θα’ ρθει Από τη Θάλασσα»- πρώτο μέρος μιας τριλογίας- ο λόγος του είναι καθαρά πολιτικός με δάνεια απόψεων από τον χώρο της λεγόμενης αυτονομίας.

Έτσι, μέσα στα διηγήματα αυτά βλέπουμε άτομα που χρόνια έδρασαν στην μεγάλη πόλη, μάτωσαν και μάλλον απέτυχαν και, μεσούσης της κρίσης αποφάσισαν να αποτραβηχτούν σε μικρότερης κλίμακας ανθρωπογεωγραφίες. Αφού δεν μπόρεσαν να αλλάξουν την κοινωνία αποφάσισαν να αλλάξουν τους εαυτούς και τη ζωή τους. Αλλά είναι εκεί, στην απομόνωση και την υποτιθέμενη ηρεμία της φύσης που ανακαλύπτουν πως ο μικρόκοσμος της νησιώτικης κοινότητας καθόλου δεν διαφέρει από αυτόν των τεράστιων αστικών δομών. Όλες οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας εγκαταβιούν σε αυτά τα λίγα χιλιόμετρα γης. Οι μαφίες των τουριστικών περιοχών, ο τρόπος που αντιδρούν οι ντόπιοι στους «ξένους», η άθλια κουτοπονηριά των παλαιών ακόμη και η ζηλοφθονία για ό,τι πάνε να φτιάξουν, περισσότερο δε για ό,τι συμβολίζουν οι «ξενομπάτες».

Οι τελευταίοι ζουν μέσα στην τραγικότητά τους, έχοντας κάψει πίσω τους όλες τις γέφυρες και, στην προσπάθειά τους να δρομολογήσουν και να χτίσουν νέες συλλογικές σχέσεις ζωής και δουλειάς ή, ακόμη, να απαιτήσουν να υπάρξει  το κοινό καλό, συναντούν την σφοδρή αντίδραση των ιθαγενών. Όλα όσα θέλησαν, με την φυγή τους, να αφήσουν πίσω, τα βιώνουν ξανά σε προσωπικό επίπεδο.

Είναι ο Τάσος που παλεύει να οργανώσει τους νέους εσωτερικούς εποίκους σε συνεταιρισμούς χωρίς μεσάζοντες και ιδιοκτήτες ώστε μέρος των κερδών να πηγαίνει στο  βιολογικό καθαρισμό ή στο Κέντρο Υγείας. Άλλοι, όπως η  Άρτεμη και ο Σταύρος που νοικιάζουν, με τις αποζημιώσεις που πήραν, ένα χάλασμα στην παραλία και το μετατρέπουν σε ταβέρνα για να καεί ολοσχερώς ένα βράδι. Ή, ο Λάζαρος το Τόξο που έστειλε με το ζόρι τον, χαμένο πλέον, γιό του να συγχρωτιστεί με την παρέα του ντόπιου μεγαλοκαραβοκύρη για να μάθει να αγαπάει το χρήμα. Έτσι, η ατμόσφαιρα που οι αστοί έχουν για τους τόπους καταγωγής τους υπονομεύονται πλήρως και γίνονται σμπαράλια από την οξεία κριτική γλώσσα των «ξενομπατών», ήγουν, του αφηγητή.

Οι μονόλογοι κυριαρχούν, πυρετικοί, παραληρηματικοί, πολλές φορές σπαρακτικοί. με άγρια λυρική αίσθηση, με την αίσθηση του Κακού, ενίοτε έντονα πολιτικοί και εντελώς απελπισμένοι. Οι χαρακτήρες του Χρήστου Οικονόμου, μοιάζουν καμένοι από χέρι καθώς ούτε στους δικούς τους μικρόκοσμους δεν μπορούν να εφαρμόσουν τα πιστεύω τους. Λες και είναι από την αρχή καταδικασμένοι να αποτύχουν και να πάθουν. Εγκλωβισμένοι σε ένα μετα-καφκικό περιβάλλον σαν τραγικές φιγούρες μιας σύγχρονης τραγωδίας περιμένουν την έλευση του καλού από την μεριά της θάλασσας. Και πράγματι, στην τελευταία εικόνα έρχεται η συμβολική κάθαρση με το άφημα του αητού που κάνουν ο Σπύρος και η Άρτεμη πάνω από τα αποκαΐδια της ταβέρνας τους.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.