Το Ντονμπάς στην κόψη του ξυραφιού - Τι σημαίνει η ρωσική αναγνώριση των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ

Και στο βάθος, ενσωμάτωση

| 21/02/2022

Η υπογραφή, την Δευτέρα το βράδυ, από τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, των διαταγμάτων για την αναγνώριση των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, ως ανεξάρτητων κρατικών οντοτήτων, καθώς και το πακέτο της πολύπλευρης οικονομικής και αμυντικής συνεργασίας και υποστήριξης που τη συνοδεύει, συνιστά το κλείσιμο ενός κύκλου για τον ουκρανικό εμφύλιο πόλεμο, οκτώ χρόνια μετά την έναρξή του, που βρίσκει την Ουκρανία να έχει χάσει και τυπικά, ακόμη ένα κομμάτι του εδάφους της.

Στο Ντονιέτσκ ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους με ρωσικές σημαίες και σημαίες της Δημοκρατίας και ρίχνουν βεγγαλικά. Νωρίτερα, στην κεντρική πλατεία είχε τοποθετηθεί μεγαφωνική για το διάγγελμα του Πούτιν. Ακολούθησε πραγματική γιορτή. Ίδιο σκηνικό και στο Λουγκάνσκ, όπου δημιουργήθηκε μεγάλη αυτοκινητοπομπή.

Είχε προηγηθεί, το πρωί της Δευτέρας, η κατάθεση επίσημου αιτήματος αναγνώρισης προς την Μόσχα, από τους ηγέτες των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, Ντενίς Πουσίλιν και Λεονίντ Πάσετσνικ, αντίστοιχα.

«Εξ ονόματος ολόκληρου του λαού, σας ζητάμε να αναγνωρίσετε τη Λαϊκή Δημοκρατία του Λουγκάνσκ ως ανεξάρτητο, δημοκρατικό, νόμιμο και κοινωνικό κράτος. Σας ζητάμε επίσης να εξετάσετε τη δυνατότητα σύναψης συμφωνίας φιλίας και συνεργασίας μεταξύ της ΛΔ του Λουγκάνσκ και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, μεταξύ άλλων και στον τομέα της άμυνας» δήλωσε ο Πουσίλιν.

Ανάλογο αίτημα απηύθυνε και ο Πάσετσνικ.

Σύμφωνα με τον Πουσίλιν, η ουκρανική ηγεσία αποφάσισε να δώσει στρατιωτική λύση στη σύγκρουση. Τόνισε ότι το Ντονμπάς εκτιμά ιδιαίτερα τις προσπάθειες της Μόσχας στη διαδικασία διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο των Συμφωνιών του Μινσκ, αλλά οι συμφωνίες αυτές δεν εμποδίζουν το Κίεβο από το να λαμβάνει στρατιωτική υποστήριξη από την Ουάσιγκτον και να παραβιάζει την εκεχειρία. Ο Πουσίλιν πρόσθεσε ότι οι κάτοικοι του Ντονμπάς αισθάνονται Ρώσοι στο πνεύμα και ο κύριος στόχος τους είναι η ενσωμάτωση με τη Ρωσία.

Το αίτημα και η αποδοχή του, ήρθε σε συνέχεια της πρόσφατης απόφασης της ρωσικής Δούμας να ζητήσει από τον Πούτιν την αναγνώριση των Δημοκρατιών του Ντονμπάς, την ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη η μαζική μετακίνηση αμάχων προς την Ρωσία, εν μέσω ασταμάτητων βομβαρδισμών του ουκρανικού πυροβολικού. Και πρόκειται για την σημαντικότερη εξέλιξη από την έναρξη της εξέγερσης το 2014, αφού μέχρι σήμερα, το κύριο αίτημα ήταν η αυτονομία του Ντονμπάς στο πλαίσιο μιας ομοσπονδιοποιημένης Ουκρανίας.

Δύο είναι τα πρώτα βασικά συμπεράσματα από αυτήν την σημαντική εξέλιξη:

  1. Η πλήρης ευθύνη για την κατάληξή της, βαραίνει αποκλειστικά και μόνο το καθεστώς του Κιέβου και τους δυτικούς συμμάχους του.
  2. Ήταν, ουσιαστικά, προδιαγεγραμμένη, ήδη από το 2015, όταν οι Συμφωνίες του Μινσκ κατέρρευσαν στην πράξη, με επίσης αποκλειστική ευθύνη του καθεστώτος του Κιέβου και των συμμάχων του.

Από την πλευρά της εξέγερσης είναι σαφές, ότι η αναγνώριση είναι ένα πολιτικό αμυντικό όπλο στην επιθετικότητα του Κιέβου. Προς αυτήν την κατεύθυνση ώθησε τα πράγματα το ίδιο το Κίεβο, με την άρνησή του να εφαρμόσει τη συμφωνία που επιτεύχθηκε το 2015 για την επανένωση του Ντονμπάς στην Ουκρανία, με μεγάλο βαθμό αυτονομίας. Η συμφωνία έγινε με την εγγύηση της Ρωσίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας και την συγκατάθεση των ΗΠΑ.

Επιπλέον, το Κίεβο κατέστησε σαφές – με τον πιο αιματηρό τρόπο – ότι δεν είχε σκοπό να εφαρμόσει τις Συμφωνίες του Μινσκ, θέλοντας να δώσει «τελική» στρατιωτική λύση, σε ένα βαθιά πολιτικό πρόβλημα. Απόδειξη αυτής της στάσης είναι η έναρξη της ευρείας κλίμακας επίθεσης του ουκρανικού στρατού, σε όλη τη γραμμή του μετώπου στο Ντονμπάς, από τα ξημερώματα της περασμένης Πέμπτης, 17 Φεβρουαρίου.

Γιατί, όμως, αυτή η αναγνώριση ήρθε τώρα; Γιατί όχι το 2014 και το 2015, όταν το Κίεβο είχε εξαπολύσει τις πιο άγριες και αιματηρές επιθέσεις του, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου; Ήταν μια απόφαση που «καθυστέρησε», είπε ο Πούτιν στο διάγγελμά του την Δευτέρα. Δεν εξήγησε όμως γιατί «καθυστέρησε».

Οι λόγοι είναι: 

  1. Διότι τώρα οι Αμερικανοί πίεσαν τόσο ασφυκτικά τους Γερμανούς, που κινδυνεύει να καταρρεύσει η μεγαλύτερη ενεργειακή – οικονομική συμφωνία στην Ευρώπη, με τον ρωσο-γερμανικό αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream-2, ο οποίος, αν και έτοιμος από τον Σεπτέμβριο του 2021, δεν άνοιξε ακόμη τις κάνουλες. Γεγονός που για το ρωσικό ενεργειακό μεγαθήριο της Gazprom σημαίνει δυσθεώρατες απώλειες κέρδους, ενώ για τους Γερμανούς – την ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης – παρατεταμένη ενεργειακή κρίση.
  2. Διότι, όχι μόνο το ΝΑΤΟ συνέχισε την διεύρυνσή του στην Ανατολική Ευρώπη και την γεωπολιτική «αυλή» της Ρωσίας, περικυκλώνοντάς την, αλλά, αν και η Ουκρανία δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, ουσιαστικά μετατράπηκε σε απέραντο «οικόπεδο» για την ανάπτυξη αμερικανικών και νατοϊκών όπλων, τα οποία ο Πούτιν παρέθεσε αναλυτικά στο διάγγελμά του.

Πιο απλά, τα δύο βασικά σημεία της σύγκρουσης Ρωσίας – Δύσης, δηλαδή η επέκταση του ΝΑΤΟ και η προσπάθεια αποκλεισμού του ρωσικού ενεργειακού κεφαλαίου από κάθε δυνατότητα επέκτασής του, έφτασαν, το τελευταίο τετράμηνο του 2021 σε τέτοιο σημείο, που ο πόλεμος άρχισε να μοιάζει μια πολύ μεγάλη πιθανότητα.

Άλλωστε, δεν θα ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία.

 

Οι δύο φράσεις 

 

Όπως ήρθαν τα πράγματα στο μέτωπο του Ντονμπάς, για την Μόσχα, η αναγνώριση των Δημοκρατιών του συνιστά ένα διπλωματικό ατού ενόψει και της, πιθανής, συνάντησης Πούτιν – Μπάιντεν που φέρεται να συμφωνήθηκε την Δευτέρα, όπως τουλάχιστον ανακοίνωσε η Γαλλία, αλλά που λίγες ώρες μετά το Κρεμλίνο απάνησε πως είναι ακόμη «νωρίς».

Η Δύση είχε σχολιάσει, ότι η απόφαση της Δούμας να ζητήσει την αναγνώριση των ΛΔ του Ντονμπάς αντιβαίνει τις συμφωνίες του Μινσκ. Η Μόσχα θεωρεί ότι δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Άλλωστε, παρά την πιεστική άρνηση του Κιέβου να κάτσει στο ίδιο το τραπέζι των διαπραγματεύσεων στο Μινσκ με τους «τρομοκράτες», «αποσχιστές» του Ντονμπάς, η Γερμανία και η Γαλλία – φυσικά και η Ρωσία – τους δέχτηκαν, ήδη από το 2015. Από διπλωματικής άποψης αυτό συνιστά μια de facto – αν και πάντα υπό αίρεση – «αναγνώριση» του Ντονμπάς ως ισότιμου συνομιλητή, με θεσμική, διπλωματική οντότητα.

Αλλά όλοι ξέρουν πλέον – και με δυσκολία το κρύβουν – ότι οι Συμφωνίες του Μινσκ συνιστούν πια ένα αιματοβαμμένο «ανέκδοτο».

Το σημαντικό βρίσκεται σε δύο τελικές φράσεις που ειπώθηκαν την ίδια μέρα, την Δευτέρα, από δύο διαφορετικά χείλη και που συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα. Η μία είναι η φράση του Πουσίλιν, ότι ο κύριος στόχος του λαού του Ντονμπάς είναι η ενσωμάτωση με τη Ρωσία. Η άλλη είναι η καταληκτική φράση του Πούτιν στο διάγγελμα, ότι πλέον, η συνέχιση της αιματοχυσίας στο Ντονμπάς, θα βαρύνει αποκλειστικά το καθεστώς του Κιέβου.

Διότι στην πραγματικότητα, τέτοιες κρατικές οντότητες δεν έχουν καμία ελπίδα επιβίωσης δίχως εξωτερική βοήθεια ή «προστασία», ανάλογα με τους συσχετισμούς δύναμης στο εσωτερικό τους. Δηλαδή το αν θα λειτουργούν ως πραγματικά ανεξάρτητες χώρες, απαιτώντας αξιοπρεπείς και ισότιμους όρους συνεργασίας ή ως προτεκτοράτα.

Μια τρίτη εκδοχή, η χειρότερη, είναι να εκληφθεί η αναγνώριση ως «πράξη πολέμου» από το Κίεβο και τους συμμάχους του, εκ μέρους της Ρωσίας. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη προσκρούει στο πρόσφατο διάγγελμα του Μπάιντεν, στο οποίο ξεκαθάρισε ότι δεν πρέκειται να πολεμήσουν οι ΗΠΑ με την Ρωσία, ακόμη και αν η Μόσχα εισβάλει στην Ουκρανία. Σίγουρα όχι επειδή αναγνώρισε το Ντονμπάς. Όπως δεν το έκανε με την Κριμαία, αλλά ούτε και όταν το 2008 τα ρωσικά τανκ έφτασαν σχεδόν στα περίχωρα της Τιφλίδας, μετά την προβοκάτσια του τότε Γεωργιανού προέδρου – μαριονέτα των ΗΠΑ, Σαακασβίλι, ο οποίος επιτέθηκε στα χωριά της Νότιας Οσετίας.

Σε κάθε περίπτωση, η πείρα από σχεδόν ανάλογες περιπτώσεις, αυτή τη φορά δεν βοηθούν στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Γιατί το Ντονμπάς, δεν είναι Κόσοβο. Ούτε καν Κριμαία. Το Ντονμπάς παλεύει με το όπλο στο χέρι ενάντια στις φασιστικές ορδές του Κιέβου εδώ και οκτώ χρόνια. Ενάντια σε ένα καθεστώς από τα πιο αντιδραστικά που γνώρισε η μεταπολεμική Ευρώπη. Μετά από οκτώ χρόνια πολέμου και χιλιάδες νεκρούς, δεν υπήρχε πλέον κανείς που να πιστεύει σοβαρά σε «επιστροφή» του στην Ουκρανία, ειδικά με το καθεστώς του Κιέβου. Και, από την στιγμή που η Ρωσία αναγνώρισε τις Δημοκρατίες του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ήδη ένα μεγάλο μέρος των πολιτών τους έχει προμηθευτεί ρωσικά διαβατήρια, η προειδοποίηση του Πούτιν στο τέλος του διαγγέλματος προς το Κίεβο, είναι απολύτως ξεκάθαρη.

Τι γίνεται, όμως, με την ίδια την εξέγερση;

Το βασικό είναι να νικήσει, αφού ήττα θα σημάνει την άρση κάθε λαϊκού δικαιώματος που κατακτήθηκε. Οι κομμουνιστικές και εργατικές δυνάμεις του Ντονμπάς, οι εργάτες και οι αγρότες πολέμησαν και πολεμούν με γενναιότητα και αυταπάρνηση το καθεστώς του Κιέβου, δίχως να εγκαταλείψουν την πολιτική δράση στο εσωτερικό.

Το πού θα καταλήξουν όλα αυτά είναι αδύνατον να το ξέρει κανείς. Για ένα μέρος του κομμουνιστικού κινήματος στο Ντονμπάς, την Ουκρανία και την Ρωσία, ο συσχετισμός δύναμης γέρνει υπέρ εκείνου του τμήματος της αστικής τάξης που τα συμφέροντά του εξυπηρετούνται καλύτερα από μια σχέση εξάρτησης από την Μόσχα.

Δίχως, ωστόσο, να εγκαταλείπουν την μάχη, ούτε στο μέτωπο, ούτε στην εργατική τάξη.

Γι’ αυτό, κλείνοντας αυτήν την πρώτη προσέγγιση του Περιοδικού στις εξελίξεις, παρουσιάζουμε, σε δική μας μετάφραση από το πρωτότυπο, αποσπάσματα από την κοινή διακήρυξη κομμουνιστικών και εργατικών οργανώσεων από την Ρωσία, την Ουκρανία και το Ντονμπάς, που συνπέγραψαν στις 16 Φεβρουαρίου, με αφορμή την απόφαση της Δούμας για αναγνώριση των ΛΔ του Ντονμπάς. Ολόκληρη η μετάφραση της διακήρυξης θα δημοσιευθεί σύντομα από το Περιοδικό.

Την Διακήρυξη συνυπογράφουν:

  • Ρωσικό Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα
  • Κομμουνιστική εγρατική οργάνωση Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουγκάνσκ
  • Εργατικό Μέτωπο του Ντονμπάς
  • Εργατικό Μέτωπο Ουκρανίας

«(…) Οι κομμουνιστές, φυσικά, γνωρίζουν καλά ότι η συζήτηση στη Βουλή (σσ. Ρωσική Δούμα) σε αυτή την περίπτωση δεν γίνεται με ξαφνική ευγενή παρόρμηση, αλλά με εντολή των αρχών. Είναι ένα είδος “δοκιμαστικού αερόστατου” που αφήνεται στο πολιτικό πλαίσιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ρώσων και δυτικών ηγετών και διπλωματών. Αλλά για τους κατοίκους του Ντονμπάς, αυτό είναι ένα πολύ καθυστερημένο, δύσκολο έργο επίλυσης επειγόντων προβλημάτων – όχι μόνο της στρατιωτικής ασφάλειας, αλλά κυρίως της οικονομίας, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση των εργαζομένων στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Είμαστε υπέρ της αναγνώρισης όχι μόνο στα χαρτιά, αλλά κυρίως στην πράξη.

Με τη βοήθεια στη συγκρότηση της οικονομίας και της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, στην οργάνωση μιας κανονικής (και όχι της σημερινής ληστρικής) οικονομίας, αποτρέποντας τη λεηλασία του οικονομικού δυναμικού από “αποτελεσματικούς ιδιοκτήτες” – είτε από Ρώσους απατεώνες είτε από ντόπια αφεντικά, που εδώ και καιρό απώθησαν τους ανθρακωρύχους και τους αγρότες, δηλαδή αυτούς που τσάκισαν του ναζί, από την πραγματική συμμετοχή στην πολιτική και ενεργούν σύμφωνα με τα καπιταλιστικά πρότυπα.

Ταυτόχρονα, εξηγήσαμε από την αρχή και εξηγούμε και τώρα, ότι η βοήθεια από τη Ρωσική Ομοσπονδία μπορεί και πρέπει να γίνει δεκτή, αλλά η ιμπεριαλιστική Ρωσία δεν είναι η Σοβιετική Ένωση (…)

Οι κάτοικοι αυτών των δημοκρατιών (σσ. του Ντονμπάς (…) ξεσηκώθηκαν το 2014 όχι μόνο για τη θρησκευτική ελευθερία. Έχουν ξεσηκωθεί για να πολεμήσουν ενάντια στον φασισμό, που έχει γίνει η κυρίαρχη δύναμη στην Ουκρανία! Για χάρη της απόκρουσης του φασισμού, οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να διακηρύξουν την ανεξαρτησία τους.

(..,) η βάση του κινήματος αντίστασης (…) είναι η εργατική τάξη του Ντονμπάς, οι ίδιοι ανθρακωρύχοι και τρακτεριτζήδες (…) Το σοβιετικό φρόνημα επικράτησε σε αυτό το κίνημα και οι κόκκινες σημαίες της ΕΣΣΔ ήταν σύμβολα αυτού του αγώνα.

(…) Ο αγώνας των συντρόφων μας στο Ντονμπάς θα δοθεί σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Και μπροστά στην εργατική τάξη του Ντονμπάς, όπως και στην εργατική τάξη της Ρωσίας και της Ουκρανίας, στέκεται ο κοινός αγώνας ενάντια στην δικτατορία της αστικής τάξης.

Οι κομμουνιστές του Λουγκάνσκ στη διάσκεψη του 2019 καθόρισαν το καθήκον: Πάλη για την υπόθεση της εργατικής τάξης. Αυτή είναι η δική μας στρατηγική! Αυτή πρέπει να είναι η ενοποιητική δύναμη για όλους όσοι πολεμούν τον φασισμό, δηλαδή με τον καπιταλισμό. Η υπόθεση του Εργατικού Μετώπου, της πάλης για την υπόθεση της εργατικής τάξης, είναι ο στρατηγικός προσανατολισμός της δικής μας πάλης (…)».

Γεννήθηκε – και αυτή είναι μία από τις ελάχιστες βεβαιότητες που έχει – το 1970. Πουλούσε την εργατική του δύναμη επί χρόνια στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό Τύπο. Μέχρι που του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι ήταν το μόνο πράγμα που φοβόταν. Τώρα «αναρρώνει» στο Περιοδικό. Ελπίζει, για πάντα.