«Το νυχτόσπιτο», του Τζο Νέσμπο

Το σκοτάδι απλώνεται και μένει

| 28/04/2024

Αν δεις την πρώτη εικόνα, αυτήν που χρησιμοποιείται για να δελεάσει τον αναγνώστη, θα καταλάβεις ότι ο Στίβεν Κινγκ δεν σταματά να εμπνέει. Αν εστιάσεις στις λεπτομέρειες, στα πύρινα χρώματα και το αίμα που έχει κολλήσει στο ακουστικό του τηλεφώνου, τότε θα δεις να περνάνε, φευγαλέα, τα ονόματα του τρόμου και του ακίνητου τόπου. Σε αυτό το είδος, η ακινητοποίηση είναι ο στόχος. Να παγώσεις, να ανατριχιάσεις και να μην μπορείς να βρεις διέξοδο. Αυτή η αίσθηση, αυτός ο κόσμος που δεν βλέπεις, αυτό το ξαφνικό άγγιγμα στον λαιμό, αυτό που διαλύει το σασπένς και το ξαναφτιάχνει με κοφτερά δόντια και χέρια λεπίδες. Το θρίλερ, όχι το ψυχολογικό, αλλά αυτό που έχει στόχο να διαλύσει τα σώματα, να πάρει τις ζωές, έχει ξεκάθαρες προθέσεις, επιδιώξεις. Εδώ κάποιος θα πεθάνει, κάποιος θα παγιδευτεί στη δολοφονική στιγμή και κάποιος θα δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε κάτι έχει σχεδόν ακουμπήσει. Ο Τζο Νέσμπο αυτή τη φορά δεν αναζητά πρώτα τις μυστηριώδεις διαδρομές, αλλά το ξέφωτο του τρόμου κάτω από το παγωμένο φως του φεγγαριού. Με «Το νυχτόσπιτο» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) το σκοτάδι απλώνεται και μένει.

Ο Νορβηγός δεν χρειάζεται πολλά για να στήσει τη δική του τρομακτική ιστορία. Ένα στοιχειωμένο σπίτι, ένας μυστηριώδης τηλεφωνικός θάλαμος, ένα δάσος αρκούν. Σαν να γυρίζει τον χρόνο πίσω. Μας πάει εκεί που φοβόμασταν και θέλαμε την ίδια στιγμή το εξωπραγματικό. Κάπου στην προεφηβεία, εφηβεία, μαζευόμασταν σε συγγενικά, φιλικά, σπίτια και βλέπαμε το πασίγνωστο θρίλερ της εποχής. Μάσκες, η ανελέητη Παρασκευή και αυτές οι Λεύκες που ρίζωναν τους εφιάλτες μας. Ε, κάτι ανάλογο ίσχυε και με τις εικόνες της λευκής σελίδας. Τα γράμματα γέμιζαν το πεδίο και ύψωναν σχήματα που μπορούσαν να μας «καταπιούν». Ο Νέσμπο ξέρει πολύ καλά τι ζητά το κλασικό θρίλερ: την ασταμάτητη κλιμάκωση του φόβου. Ο αναγνώστης πρέπει να νιώσει ότι δεν υπάρχει τέλος και πρέπει να το καταλάβει από τις πρώτες σελίδες. «Το νυχτόσπιτο» προσφέρει, στο μεγαλύτερο μέρος του, ακριβώς αυτό. Ένα αγόρι θα σηκώσει το ακουστικό του τηλεφωνικού θαλάμου κι αυτό θα τον ρουφήξει!

Η φράση-οδηγός είναι όταν σε καλέσουν οι φωνές, μην απαντήσεις και πάνω σε αυτήν στήνει την πλοκή και την αφήγησή του ο Νέσμπο. Η ιστορία συνοψίζεται σε αυτές τις γραμμές: Μετά τον θάνατο των γονιών του στη φωτιά του σπιτιού τους, ο δεκατετράχρονος Ρίτσαρντ Ελόβντ πηγαίνει να μείνει με τους θείους του στην απομακρυσμένη πόλη Μπάλανταϊν. Ο Ρίτσαρντ κερδίζει πολύ γρήγορα τη φήμη του παρία κι όταν ένας συμμαθητής του, ο Τομ, εξαφανίζεται, όλοι υποπτεύονται το καινούργιο θυμωμένο αγόρι. Κανείς δεν τον πιστεύει όταν τους λέει ότι ο τηλεφωνικός θάλαμος στην άκρη του δάσους τον ρούφηξε σαν να ήταν σε ταινία τρόμου.  Η ανατροπή συνδυάζεται με το αδιανόητο και οι εσωτερικές, συναισθηματικές, αναταραχές με τους ζωντανούς εφιάλτες.

Ο Νέσμπο, δεν εγκαταλείπει την ταυτότητα του συγγραφέα δυνατών ιστοριών μυστηρίου, αστυνομική δράσης, έρευνας. Με «Το νυχτόσπιτο», ναι μεν δίνει προβάδισμα στον τρόμο, αλλά διατηρεί και το μικρόβιο της εξιχνίασης της υπόθεσης. Διαβάζοντας το, είναι σαν να χωρίζεται στα δύο για να ικανοποιήσει όλους τους αναγνώστες. Η ισορροπία κάπου χάνεται, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι θετικό. Ο Νέσμπο, αν αφεθεί, μπορεί να γράψει σπουδαία λογοτεχνία τρόμου. Η καλή μετάφραση ανήκει στον Γρηγόρη Κονδύλη.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις