Το πολλαπλό είδωλο του φασισμού #4
Η δεξιά πολυκατοικία της Γαλλίας και η Λεπέν
Πριν ακόμα στηθούν οι κάλπες των ευρωεκλογών στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο (Front National, FN) θεωρείται ήδη, βάσει των δημοσκοπήσεων, ο μεγάλος νικητής της ερχόμενης Κυριακής. Μια παράξενη ιστορική σύμπτωση φέρνει το εμβληματικό, για το χώρο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, κόμμα να «γιορτάζει» 30 χρόνια παρουσίας στις εκλογικές αναμετρήσεις με μια επιτυχία αντίστοιχη με εκείνη του Ιουνίου του 1984. Ο Ζαν-Μαρί Λεπέν έβγαινε τότε για πάντα από το περιθώριο της πολιτικής ζωής κατακτώντας 10 έδρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Σήμερα, η κόρη του Μαρίν αυτοπροβάλλεται ως η αρχηγός ενός νέου Εθνικού Μετώπου με περισσότερο λαϊκό και λιγότερο εξτρεμιστικό προφίλ. Όμως η εκλεκτική συγγένεια με όλους τους εκφραστές ρατσιστικών και εθνικιστικών ιδεών εντός και εκτός συνόρων παραμένει σταθερός άξονας της (θρυλούμενης) νέας ακροδεξιάς.
Στις αρχές του 2000, σε εκείνα τα ατελείωτα τηλεοπτικά του λογύδρια, ο Γιώργος Καρατζαφέρης επαναλάμβανε με κάθε ευκαιρία το σκόπιμα θολωμένο ιδεολογικό του στίγμα: «είμαστε δεξιοί στα εθνικά, αριστεροί στα κοινωνικά, Έλληνες στην συνείδηση». Τίποτε το πρωτότυπο δεν υπήρχε στο σλόγκαν του διασημότερου -μέχρι τότε- μεσίτη του φασισμού στην Ελλάδα. Κι αυτό όπως και τόσα άλλα επικοινωνιακά κόλπα ήταν κλεψίτυπα. Εισηγητής του διαστρεβλωτικού τρίπτυχου «λίγο δεξιά, λίγο αριστερά μα πάνω απ’ όλα το έθνος» δεν ήταν άλλος από τον ιδρυτή του Εθνικού Μετώπου, ο οποίος μεσουράνησε στο στερέωμα της γαλλικής -και όχι μόνο- φασίζουσας ακροδεξιάς για 40 χρόνια.
Την τελευταία δεκαετία το Front National (Εθνικό Μέτωπο) έχει αφήσει πίσω του την «έρημο» των πρώτων 10 χρόνων κι έχει αναδειχθεί σε διαμορφωτή της ατζέντας του δημόσιου λόγου. Μόλις πριν λίγες μέρες, στις 10 Μαΐου, το πιο σημαντικό θέμα στα γαλλικά μίντια ήταν το «σκάνδαλο» της υπουργού δικαιοσύνης Κριστιάν Τομπιρά, η οποία αρνήθηκε να ψάλει σε δημόσια τελετή τον εθνικό ύμνο απαξιώνοντας το «καραόκε της εξέδρας». Αυτοί που έσπευσαν να την επαναφέρουν στην τάξη ήταν ένας βουλευτής της δεξιάς αντιπολίτευσης και αυτοπροσώπως η Μαρίν Λεπέν με σχόλιό της στο twitter.
To λεπενικό Εθνικό Μέτωπο βρίσκεται αναμφίβολα στο απόγειο της ιστορικής του διαδρομής καταγράφοντας τη μια εκλογική επιτυχία μετά την άλλη (18% στις προεδρικές εκλογές του 2012, ποσοστά άνω του 30% σε μεγάλες πόλεις και πρωτιά σε δημοτικά διαμερίσματα της Μασσαλίας στις δημοτικές του περασμένου Μαρτίου). Οι πολιτικοί αναλυτές κάνουν λόγο για μια πετυχημένη προσπάθεια «αποδαιμονοποίησης» που έχει φέρει σε πέρας η νεότερη κόρη του ιδρυτή τού κόμματος, Μαρίν Λεπέν. Δημοσκοπικές έρευνες στις οποίες αναλύονται στοιχεία σε βάθος 30ετίας, καταγράφουν μια σταθερή πορεία «κανονικοποίησης» των ρατσιστικών και εθνικιστικών αντιλήψεων του Εθνικού Μετώπου ακόμα και σε ψηφοφόρους που τοποθετούνται στο κέντρο ή την αριστερά.
Αν όμως πρέπει να μιλήσουμε για το πώς έφτασαν έξι εκατομμύρια Γάλλοι να ψηφίζουν τον Λεπέν για πρόεδρο (το 2012) και πολύ περισσότεροι να ασπάζονται τις αντιλήψεις του [1] για την εθνική ταυτότητα, την αστυνόμευση, την εγκληματικότητα και τους μετανάστες, τότε θα πρέπει να γυρίσουμε λίγο πίσω για να δούμε πώς καλλιεργήθηκε το έδαφος στο φασισμό.
Από το περιθώριο στο 18%
Στις βουλευτικές εκλογές του 1981 ο σοσιαλιστής Φρανσουά Μιτεράν αναδείχθηκε νικητής έχοντας υποχρεώσει σε συρρίκνωση τον μέχρι τότε ισότιμο αντίπαλό του στο χώρο της αριστεράς. Το Κομμουνιστικό Κόμμα προσχώρησε μαζί με άλλους σχηματισμούς της κεντροαριστεράς στην κυβέρνηση που σχημάτισε ο Μιτεράν, όμως δύο χρόνια αργότερα οι υψηλές προσδοκίες που είχε δημιουργήσει στους ψηφοφόρους η νέα περίοδος «αριστερής διακυβέρνησης» είχαν εξανεμιστεί. Ο τότε υπουργός Οικονομικών, Ζακ Ντελόρ, ακολούθησε μια πολιτική «δημοσιονομικής προσαρμογής» που είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο εργοστασίων, την άνοδο της ανεργίας αλλά και του πληθωρισμού -λόγω των αλλεπάλληλων υποτιμήσεων του φράγκου- που περιόρισαν σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα των Γάλλων. Στις ευρωεκλογές του 1984 το Κ.Κ. χάνει ακόμα μεγαλύτερο μέρος των παραδοσιακών του ψηφοφόρων από την εργατική τάξη η οποία ακούει πλέον με συμπάθεια τα απλοϊκά επιχειρήματα του Λεπέν. Το κόμμα τού προερχόμενου από τη νεοφασιστική Νέα Τάξη (Ordre Nouveau) αγγίζει διψήφια ποσοστά (11%) και εδραιώνεται ως η τέταρτη πολιτική δύναμη της χώρας, μετά το δίπολο δεξιάς / αριστεράς και την κομμουνιστική αριστερά.
Είναι τότε που δημιουργείται ο μύθος της «εργατικής ψήφου υπέρ του FN». Αντίληψη που στο πέρασμα των χρόνων θα αποδειχθεί η μισή αλήθεια, καθώς το μείγμα των αντικρουόμενων ιδεών που έχει κατά καιρούς υπερασπιστεί το FN (όπως θα δούμε παρακάτω) έχει απήχηση όχι σε ένα αλλά σε πολλά ακροατήρια.
Είναι γεγονός ότι οι προερχόμενοι από τα εργατικά στρώματα ψηφίζουν πλέον σε ποσοστό έως και 30% υπέρ της ακροδεξιάς. Όμως το FN στηρίζεται εξίσου σε ψήφους μεσαίων στρωμάτων (υπαλλήλων, εμπόρων, αυτοαπασχολούμενων) αλλά και σε -μικρά έστω- ποσοστά ψηφοφόρων με υψηλά εισοδήματα και ανάλογη θέση εργασίας. Άλλωστε έχει σημασία και η εξής λεπτομέρεια:
οι τελευταίες αναλύσεις δείχνουν ότι τα πιο προλεταριοποιημένα εργατικά στρώματα (εργαζόμενοι με επισφαλείς σχέσεις κτλ) στρέφονται ακόμα προς τις ποικίλες εκφάνσεις της αριστεράς, ενώ η ψήφος που κατευθύνεται στην ακροδεξιά προέρχεται από τμήματα εργατών που διατηρούν υψηλό εισόδημα ή καλύτερη θέση απασχόλησης.
Σε κάθε περίπτωση, η απογοήτευση από την «κυβερνώσα αριστερά» υπήρξε διαχρονικά μοχλός πίεσης των ψηφοφόρων προς την ακροδεξιά. Η συμπόρευση της αριστεράς με τις επιταγές μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής δεν προκάλεσε μόνο ψυχολογικού τύπου αντιδραστική στροφή αλλά και την υλική επιδείνωση των όρων ζωής και εργασίας του ακροατηρίου της. Ο κόσμος της εργασίας στράφηκε στις εύκολες λύσεις και τις απλουστευτικές «κοινωνικές αναλύσεις» της ακροδεξιάς όταν διαπίστωσε ότι οι βερμπαλισμοί για «μια άλλη κοινωνία» και οι υποσχέσεις για «ισοκατανομή του πλούτου» από την πλευρά των αριστερών πολιτικών σχηματισμών περιορίστηκαν στο επίπεδο των προεκλογικών διακηρύξεων.
Η τάση επιβεβαιώθηκε και μετά το πείραμα της «πλουραλιστικής αριστεράς» υπό τον σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν. Στο τέλος της πενταετούς αριστερής διακυβέρνησης (2002) ο Λεπέν καταγράφει το υψηλότερο μέχρι τότε ποσοστό του ως υποψήφιος για την προεδρία και καταφέρνει να περάσει στο δεύτερο γύρο συγκεντρώνοντας πάνω από πέντε εκατομμύρια ψήφους (ποσοστό 17,8%). Αντίστοιχο ποσοστό θα συγκεντρώσει και στις προεδρικές εκλογές του 2012 έχοντας όμως αυτή τη φορά την ψήφο 6,4 εκατ. Γάλλων.
Ο πόλεμος των ιδεών
Το κόμμα που ίδρυσε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Λεπέν, συγκέντρωσε στους κόλπους του υπερσυντηρητικούς καθολικούς και νεοφασίστες, πρώην συνεργάτες των ναζί και απολογητές των δωσίλογων του καθεστώτος Πετέν, εθνικόφρονες απόστρατους και παλιά μέλη της OAS από τον πόλεμο της Αλγερίας, σκίνχεντ και δεξιούς αντιευρωπαϊστές. Εν μέσω ψυχρού πολέμου, το πιο ισχυρό στοιχείο που θα μπορούσε να ενώσει όλο το φάσμα της γαλλικής ακροδεξιάς δεν ήταν παρά ο αντικομμουνισμός. Το 1973, το πρώτο πρόγραμμα του κόμματος με τον εύγλωττο τίτλο «Για την υπεράσπιση των Γάλλων» επισημαίνει την ανάγκη να ενισχυθεί η ευρωατλαντική στρατηγική προσέγγισης με τη Βρετανία και τις ΗΠΑ εναντίον του «κοινού εχθρού», ενώ υπάρχει πλήθος αναφορών στην «ηθική κατάπτωση και τη σαπίλα της νεολαίας» η οποία αποδίδεται στις κομμουνιστικές ιδέες. Έκτοτε η αντίληψη περί εξωτερικού εχθρού που διαβρώνει τον «εθνικό ιστό» και «απειλεί τις αξίες και τις παραδόσεις» δεν έχει αλλάξει. Η διαφορά είναι ότι ο βασικός εχθρός δεν είναι πλέον ο κομμουνισμός αλλά ο ισλαμισμός και μαζί με αυτόν όλοι οι μουσουλμάνοι που με έναν εύκολο συνειρμό ταυτίζονται με τη σειρά τους με το σύνολο των μεταναστών. Εκεί δηλαδή που υπήρχε το κομμουνιστικό μπλοκ και το εβραιοσιωνιστικό λόμπι υπάρχουν σήμερα η τρομοκρατία, οι μουσουλμάνοι και οι μετανάστες.
Όμως πίσω από αυτή την εύκολη μεταπήδηση σε νέους αποδιοπομπαίους τράγους κρύβονται ενδιαφέρουσες (όσο και παραπλανητικές) ιδεολογικές παρεκκλίσεις. Μετά την πτώση του Τείχους, το FN δεν έχει λόγο πια να υπερασπίζεται τον καπιταλισμό.
Είναι πιο προσοδοφόρο (με όρους εκλογικής επιρροής) να στρέφεται με μένος ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, στην παγκόσμια συνωμοσία των τραπεζιτών, σε μια αόρατη ελίτ που κυβερνά τον κόσμο και τελικά στην παγκοσμιοποίηση που στρέφεται κατά των λαών και των ιδιαιτέρων ταυτοτήτων. Εκεί ακριβώς βρίσκεται η καρδιά του νέου δόγματος της ακροδεξιάς ρητορικής (όχι μόνο εντός, αλλά και εκτός του Εθνικού Μετώπου).
Η υπεράσπιση της «εθνικής ταυτότητας» ανάγεται στο εξής στον ύψιστο σκοπό κάθε πολιτικής, στο μέτρο εκείνο βάσει του οποίου κρίνεται η ορθότητα κάθε άλλης επιλογής στο οικονομικό ή κοινωνικό πεδίο. Από αυτή τη βάση ξεκινά και η μεταστροφή του FN από την προπαγάνδιση των αρετών της ελεύθερης αγοράς (1970-1980) στην υπεράσπιση του κρατικού προστατευτισμού, του σχεδιασμού της οικονομίας (1990) μέχρι και την πιο πρόσφατη επιδίωξη για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η διεμβόλιση της δεξιάς
Ο χαμαιλεοντισμός της γαλλικής ακροδεξιάς δεν θα πρέπει ωστόσο να προκαλεί εντύπωση. Διότι εκτός από το ότι δικαιολογείται με βάση το καιροσκοπικό δόγμα «είναι θεμιτό ό,τι είναι εθνικά ωφέλιμο» βασίζεται σε μια αλλαγή στρατηγικής του λεπενικού κόμματος. Τις δύο πρώτες δεκαετίες ύπαρξής του, το FN επιδίωκε να εμφανίζεται ως «το απόλυτο κακό». Ήταν με πιο σύγχρονους όρους ένα «αντισυστημικό κόμμα» που ήθελε να εκφράζει ό,τι πιο ακραίο. Ο ισόβιος πρόεδρός του (σήμερα ο Ζαν Μαρί Λεπέν είναι επίτιμος πρόεδρος) διασκέδαζε προκαλώντας τα μίντια με τις αντισημιτικές του δηλώσεις. Ήταν εκείνος που το 1987 χαρακτήριζε «μια λεπτομέρεια της Ιστορίας» την ύπαρξη θαλάμων αερίων στο ναζιστικό καθεστώς. Ήταν ο ίδιος που υπερασπιζόταν το ιδεώδες της φυλετικής καθαρότητας μιλώντας για «μια Ευρώπη λευκή και χριστιανική». Η στρατηγική του «κακού παιδιού» της πολιτικής απέδωσε καρπούς μέχρι τη δεκαετία του ’90. Όμως το νέο δόγμα που κέρδιζε συμπάθειες στους εσωκομματικούς κύκλους ήταν εκείνο του Μπρουνό Μεγκρέ, ο οποίος πίστευε ότι ο ριζοσπαστισμός των ιδεών δημιουργούσε ένα εκλογικό πλαφόν. Για να ξεφύγει το κόμμα από τα ποσοστά του 10% και να διεκδικήσει την εξουσία θα έπρεπε να μετριάσει (τουλάχιστον σε λεκτικό επίπεδο) τις ακρότητες. «Ο θεός να μας φυλάει από την εξουσία» δήλωνε τότε ο «αντισυστημικός» ακόμα Λεπέν. Η απόκλιση έφερε διάσπαση. Ο Μεγκρέ αποχώρησε το 1999 διαπιστώνοντας όμως ότι το κόμμα που άφησε πίσω υιοθέτησε εν τη απουσία του τη δική του στρατηγική. Για το FN άνοιγε πλέον μια νέα περίοδος που θα συνέχιζε με αποτελεσματικότητα η Μαρίν Λεπέν. Από το 2002 η ακροδεξιά είναι εκείνη που προσπαθεί να διαμορφώσει το πεδίο των ιδεών πάνω στο οποίο σχεδιάζεται η πολιτική. Χρησιμοποιεί πλέον μια πιο στρογγυλεμένη φρασεολογία και προτάσσει πιο «φιλολαϊκές» προτάσεις προκειμένου να προσελκύσει κομμάτια της ευρύτερης δεξιάς. Ο άρρητος στόχος είναι να καταστεί το FN ισότιμος αντίπαλος του δεξιού κόμματος UMP προκειμένου να παρουσιαστεί κάποια στιγμή ως αναγκαίος κυβερνητικός εταίρος.
Ο πρώτος στόχος έχει πλέον επιτευχθεί. Από την εποχή που ο Νικολά Σαρκοζί ήταν υπουργός Εσωτερικών, η δεξιά κυβέρνηση του Ζακ Σιράκ εφάρμοσε με αυστηρότητα το δόγμα «νόμος και τάξη». Η εξέγερση στα προάστια των μεγάλων πόλεων το Νοέμβριο του 2005 αποτέλεσε για τον Σαρκοζί την ιδανική ευκαιρία να δείξει στους συμπατριώτες του ότι τα καταφέρνει πιο καλά από όσο θα ευχόταν το ακροδεξιό ακροατήριο. Αφού κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και εξαπέλυσε τα γαλλικά ΜΑΤ για την επιβολή της τάξης, φρόντισε να δείξει την αποστροφή του στους ταραξίες χαρακτηρίζοντάς τους «αποβράσματα». Ένα χρόνο μετά θα ασχοληθεί με το προσφιλές θέμα της ακροδεξιάς θεσμοθετώντας πιο απαιτητικούς όρους για τη χορήγηση άδειας παραμονής και ιθαγένειας σε μετανάστες. Την περίοδο 2007-2012 ο Σαρκοζί θα εφαρμόσει πλέον ως πρόεδρος της χώρας όλη τη γκάμα της ακροδεξιάς ατζέντας.
Πρώτη του διοικητική μεταρρύθμιση θα είναι η ίδρυση Υπουργείου Μετανάστευσης και Εθνικής Ταυτότητας. Όπως παραδεχόταν τότε ο Σαρκοζί δεν ήταν διατεθειμένος να αφήσει το ζήτημα του έθνους να μονοπωλείται από το Εθνικό Μέτωπο. Ο ίδιος έδωσε εντολή να απελαθούν άμεσα 25.000 «παράνομοι μετανάστες» ενώ τον Αύγουστο του 2010 έγινε το πρώτο κρατικό πογκρόμ σε 300 καταυλισμούς που ζούσαν 1.000 Ρομά από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Όμως οι έφοδοι των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας σε καταυλισμούς δεν σταμάτησαν εκείνο τον Αύγουστο. Λίγους μήνες μετά την εκλογή τού σοσιαλιστή Φρανσουά Ολάντ στην προεδρία, ο τότε υπουργός Εσωτερικών Μπρις Ορτφέ απέλασε με συνοπτικές διαδικασίες περίπου 2.300 Ρομά, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των απελαθέντων στους 9.000.
Είναι γνωστό εδώ και χρόνια ότι στο στενό κύκλο των ανθρώπων του Σαρκοζί βρίσκονταν ακροδεξιοί όπως ο Πατρίκ Μπουισόν που αποτελούσαν εκφραστές της ιδέας της «πολλαπλής δεξιάς» [2]. Είναι το αντίστοιχο της «δεξιάς πολυκατοικίας», για να θυμηθούμε ξανά στο κλείσιμο τον Καρατζαφέρη.
Είναι επίσης γνωστό ότι η ακρίβεια των πολιτικών θέσεων και η συνέπεια των οικονομικών προτάσεων δεν είναι το ισχυρό χαρτί του Εθνικού Μετώπου. Στο πρόγραμμά του συνυπάρχει η καταγγελία των απολύσεων στο δημόσιο και η πρόταση για ένα πλάνο περιορισμού ή σταθεροποίησης του προσωπικού στην τοπική αυτοδιοίκηση. Η Λεπέν υποστηρίζει αλλού το δικαίωμα της γυναίκας να κάνει ή όχι άμβλωση και αλλού υπόσχεται να καταργήσει το σχετικό επίδομα των ταμείων ασφάλισης. Η ιδέα που διαπερνά το νεφέλωμα των ιδεών του Εθνικού Μετώπου είναι η «εθνική προτίμηση» ή με πιο απλά λόγια «δουλειά και δικαιώματα μόνο για Γάλλους». Κι όπως διαπιστώνει εύστοχα ο Γάλλος δημοσιογράφος Κριστιάν ντε Μπρι [3] η εγκατάλειψη από μέρους της αριστεράς κάθε ζητήματος που προϋποθέτει ρήξη με τον καπιταλισμό υπήρξε όλα τα προηγούμενα χρόνια «το πιο εύφορο έδαφος για την ακροδεξιά».
[1] Το Βαρόμετρο για την εικόνα του FN που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2013 από την TNS Sofres και τη Le Monde δείχνει ότι ποσοστό 72% θεωρεί ότι «δεν υπερασπιζόμαστε αρκετά τις παραδοσιακές αξίες στη Γαλλία», το 65% δεν θεωρεί ότι «η μικρή παραβατικότητα αντιμετωπίζεται όσο αυστηρά χρειάζεται από τη δικαιοσύνη», το 54% πιστεύει ότι «έχουν παραχωρηθεί παρα πολλά δικαιώματα στους μουσουλμάνους της Γαλλίας», το ίδιο ποσοστό είναι υπέρ της αύξησης της αστυνόμευσης και ένα 43% αισθάνεται «ότι βρίσκεται ξένος στο ίδιο του το σπίτι».
[2] Ο Πατρίκ Μπουισόν χαρακτηριζόταν το 2008 από τη Le Monde ως «το δεξί ημισφαίριο του προέδρου Σαρκοζί». Πρόκειται για έναν πρώην δημοσιογράφο που έκανε καριέρα ως διευθυντικό στέλεχος στο ακροδεξιό περιοδικό Minute όταν αυτό στήριζε ανοικτά το Εθνικό Μέτωπο. Ο Μπουισόν εισηγήθηκε στον Σαρκοζί την υιοθέτηση της ακροδεξιάς ατζέντας υπερασπιζόμενος την παλιά δημοσιογραφική του ορολογία για την «πρόσμιξη των πολλαπλών δεξιών τάσεων».
[3] το άρθρο στα γαλλικά: http://librejugement.org/2014/04/05/sur-les-ruines-dune-gauche-sans-projet/