Το ποτάμι, τα ποτάμια και η δικτατορία της οικειότητας

| 04/05/2014

Τα ποτάμια

Δυστυχισμένα όνειρα

 τα χρόνια μας περνούν μέσα στην αγωνία

οι εφημερίδες λησμονούν όμως μες στην καρδιά μας

καίει μια κατακόκκινη πληγή

απ’ το παλιό χρυσάφι

Όλο μαζεύουμε τα πράγματά μας

τα κρύβουμε σε βαθιά υπόγεια

λύνουμε τις ντουλάπες μας

στήνουμε ανάποδα τις καρέκλες μας

κι ο απελπισμένος ήλιος μπαίνει

από μια χαραματιά και τις φωτίζει

Πρέπει να βγούμε στα ποτάμια

ακόμα λίγο και θα σπάσει το πουλί

μες στο κεφάλι μας ακόμα λίγο και θα πήξει 

το αίμα μέσα στην καρδιά μας 

πρέπει να βγούμε σύρριζα 

πρέπει να βγούμε μέσα απ’ τα ποτάμια

 ( ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης δηλώνει αναποφάσιστος σε σχέση με τις ευρωεκλογές)

Το πλήθος των άρθρων που γράφτηκαν για το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη μοιάζει ικανό να γεμίσει με μελάνι τις κοίτες του (ταυτόχρονα η κίνηση πυροδότησε μια ανθοφορία λογοπαιγνίων, νεολογισμών  και λεκτικών ακροβασιών, όπως παρατήρησα ήδη στην πρώτη πρόταση αυτού εδώ του άρθρου). Σε σχέση με την πολιτική του ταυτότητα, τους συντελεστές, τους όρους της επικοινωνίας, τα ενδεχόμενα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα πίσω από την κίνηση, για τις πτυχές και τις εκδοχές του. Ένα στοιχείο που προκαλεί εντύπωση είναι η νεοπαγής κοινοτοπία του, το επαναλαμβανόμενο ως καινοφανές, το ήδη ορατό ως μέχρι χθες αόρατο.

Τα ποτάμια

Η διαμόρφωση πολιτικής και πολιτικών με όρους εικόνας και οικειότητας δεν είναι φυσικά κάτι καινούριο. Ξεκινά μαζί με την μεταπολίτευση (αν όχι παλαιότερα ) και ανθίζει με τον ερχομό της ιδιωτικής τηλεόρασης (η οποία περιλαμβάνει τη διαπλοκή συμφερόντων με πολιτικούς ήδη στην γενεσιουργό της πράξη, την αυριανή μέρα του σκανδάλου Κοσκωτά) προσφέροντάς μας απλόχερα περιπτώσεις όπου η φωτογραφία των πολιτικών (ακόμη και υπουργών) είναι περισσότερο φλύαρη από την όποια υπογραφή ή διατύπωση πολιτικών θέσεων και πράξεων.

Το Ποτάμι δεν αποτελεί καν το πρώτο Ελληνικό τηλεοπτικό κόμμα. Ας θυμηθούμε πρόχειρα το ΛΑΟΣ ως μια συμμαχία τηλεπλασιέ, συνομοσιολόγων και αστέρων περιθωριακών καναλιών, με συγκολλητική ύλη την ευκαιριακή αντίληψη της πολιτικής, την ακροδεξιά συντηρητική ρητορεία και το ακαταμάχητο κιτς του αρχηγού της. Ας θυμηθούμε επίσης τον συνδυασμό «Επιμένουμε Ελλάδα» του τηλεπαρουσιαστή Γιώργου Αμυρά, ο οποίος στις δημοτικές εκλογές του 2010 για τον δήμο της Αθήνας απέσπασε το 7,37% των ψήφων, ξεπερνώντας μάλιστα την Ανοιχτή Πόλη (ως προς το –έτσι κι αλλιώς ανύπαρκτο- πρόγραμμα του το μόνο που παραμένει στην μνήμη είναι κάτι αρλούμπες για ποδήλατα, ένα πασπάλισμα οικολογίας και ένα τροχοφόρο χαμόγελο καλών προθέσεων. Ο Γιώργος Αμυράς θα είναι φέτος υποψήφιος Ευρωβουλευτής με την Νέα Δημοκρατία.). Σε μεγάλο βαθμό θα μπορούσαμε να πούμε, πως και η Χρυσή Αυγή εκτινάχτηκε εκλογικά μέσα από τον τρόπο με τον οποίο τα κυρίαρχα μέσα κάλυψαν την άνοδο και τη δράση της. Ήταν τα κανάλια και οι διάφορες πρωινές ζώνες που περιέγραψαν τους χουντόγερους, τις ακροδεξιές ξανθές και τους μαχαιροβγάλτες του Αγίου Παντελεήμονα ως απλούς πολίτες, εφημερίδες όπως το Πρώτο Θέμα που παρουσίασαν με ρεπορτάζ το «κοινωφελές έργο» της συμμορίας, μεσημεριανές ζώνες που ανακάλυψαν τον έρωτα στο πρόσωπο του Κασσιδιάρη (όλα αυτά προφανώς πριν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, όταν τα δελτία καιρού μας προειδοποιήσαν  για έκτακτα καιρικά φαινόμενα και ραγδαίες πτώσεις δημοσιογράφων από τα σύννεφα).

Τα στοιχεία που διαχωρίζουν την περίπτωση του Ποταμιού από τα παραπάνω φαινόμενα είναι η συγκεκριμένη συγκυρία, το μέγεθος αλλά και η προσδοκία λειτουργικότητας του νέου σχηματισμού στις ενδεχόμενες εξελίξεις.

Το Ποτάμι

Ακόμη και αν το Ποτάμι αποθεώνει το άνευ όρων νέο σαν απόλυτη αξία, δεν προσκομίζει τίποτα το καινούριο στην πολιτική

Ο πολύχρωμος συγκρητισμός ο οποίος θυμίζει μια πρόχειρη βόλτα στο διαδίκτυο καταγεγραμμένη ως έκθεση ιδεών, δεν ήταν ξένος από κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου ή ακόμα και νεοπαγή πολιτικά μορφώματα με θολό πολιτικό στίγμα όπως οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Η επίκληση στην κοινή λογική και στην γλώσσα του σκεπτόμενου απλού κόσμου (η ρητορική αυτή για κάποιον λόγο πάντα καταλήγει στο να δικαιολογεί τις ιδιωτικοποιήσεις) θυμίζει σε μεγάλο βαθμό την ρητορική Τζήμερων, Μάνων, Σκυλακάκηδων και λοιπών διαττόντων της μονοψήφιας νεοφιλελεύθερης καθαρότητας. Ακόμα και η ήπια αντιπολιτική ρητορική καταγεγραμμένη ως γενικολογία περί γερασμένου πολιτικού συστήματος, διαβρωμένων θεσμών και μη πολιτικών προσώπων που κατεβαίνουν στην πολιτική και εκφρασμένη πρακτικά με θέσεις όπως η μείωση του αριθμού των βουλευτών ή η υποχρεωτική τετραετία των κυβερνήσεων, θυμίζει την σαρωτική και τρέχουσα λογική του «όλοι οι πολιτικοί είναι πουλημένοι», «και οι τρακόσιοι από τη βουλή μας πούλησαν» κτλ, άποψη που μπορεί να φτάνει μέχρι και στα ακροατήρια της Χρυσής Αυγής. Εκφρασμένη σίγουρα με πιο ήπιους και λογικούς όρους ξεχνώντας όμως εξίσου με τον υστερικό συγγενή της, πως ούτε όλα τα κόμματα κυβέρνησαν, ούτε έχουν όλοι πολιτικές ευθύνες για ό,τι συμβαίνει σήμερα.

Στην πραγματικότητα βέβαια όλα αυτά είναι νόμιμα, αφού οι θέσεις δεν αποτελούν αιτία για την ύπαρξη ενός πολιτικού σχηματισμού αλλά -ελαφρώς ενοχλητικό- αναγκαίο κακό

Το να έχεις θέσεις είναι προϋπόθεση για ένα κόμμα, αλλά όπως φαίνεται δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για το ποιες μπορεί να είναι αυτές οι θέσεις, ή για τα πώς αυτές οι θέσεις μπορούν να συνυπάρξουν. Έτσι το Ποτάμι μπορεί να κάνει λόγο για αριστερή (με την ευρύτερη φυσικά έννοια) πολιτική αλλά να την συνδυάζει με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και την απαγόρευση των πορειών στο κέντρο, να μιλά για διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους αλλά να διώχνει τον Νίκο Δήμου λόγω των δηλώσεών του για το Άγιο Φως (πραγματικά μπορώ να φανταστώ πολλούς λόγους για να διώξει κανείς τον Νίκο Δήμου από οπουδήποτε. Αυτός είναι ένας από τους ελάχιστους που δεν θα συμπεριλάμβανα). Να περιγράφει τις θέσεις του ως νέες και συγκεκριμένες, αλλά ταυτόχρονα να δηλώνει πως «την Ελλάδα θα σώσει το χώμα, ο ήλιος και η θάλασσα» (κάπως θα διαφήμιζε ο Οδυσσέας Ελύτης τα νέα προϊόντα του Μπάρμπα Στάθη).  Και ενώ οι θέσεις του Ποταμιού πληθαίνουν μέρα με την ημέρα, ταυτόχρονα παρατηρούμε μια επιμονή στο να μην παίρνει θέση σε κεντρικά ζητήματα όπως το μνημόνιο (το οποίο όπως μας πληροφόρησε ο Σταύρος Θεοδωράκης τελειώνει τον Μάιο) ή η Ευρωπαϊκή Ένωση (η οποία είναι γενικά καλή όπως μαθαίνουμε) και η σχέση της χώρας με αυτή.

Μια διαφυλαγμένη παρανόηση και ένα χρήσιμο αυτονόητο

Για να τελειώνουμε με μια καλά κατασκευασμένη και προσεκτικά διαφυλαγμένη παρανόηση: δεν υπάρχουν κόμματα που δεν εξυπηρετούν συμφέροντα. Τα συμφέροντα αυτά μπορεί να είναι επιχειρηματικά, μπορεί να είναι ταξικά (από την εργατική τάξη μέχρι και την μεγαλοαστική τάξη), μπορεί να είναι ακόμα και προσωπικά (βλέπε πχ ΠΑΣΟΚ του σήμερα). Ακόμα και κόμματα όπως το Ποτάμι, χωρίς οργανωτική δομή, χωρίς κοινωνική απεύθυνση και γείωση και χωρίς πολιτικό παρελθόν (στην πραγματικότητα με συγκεκαλυμμένο παρελθόν αφού η σφαίρα του πολιτικού είναι πολύ ευρύτερη της σφαίρας της πολιτικής καθόδου), δεν μπορούν να αποφύγουν αυτή την παραδοχή. Ή μάλλον μπορούν σε επίπεδο ρητορικής, στα πρώτα τους βήματα πριν τις εκλογές, πριν την ανάθεση ευθυνών και πριν τη στιγμή που η ίδια η πραγματικότητα θα τους αναγκάζει να πάρουν μια ξεκάθαρη θέση.  Χρησιμοποιώντας ακριβώς αυτή την ρητορική ως καύσιμη ύλη πολιτικής εκτίναξης.

Ας πάρουμε ένα οικείο παράδειγμα (οικείο τόσο λόγω της δικής του επικαιρότητας όσο και λόγω της συγγένειας του με το Ποτάμι) το παράδειγμα του Μπέπε Γκρίλο. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων υπήρξε ένα μόρφωμα με πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την κίνηση του Σταύρου Θεοδωράκη. Χρησιμοποιώντας ριζοσπαστικότερη ρητορική αλλά επικίνδυνα διευρυμένο συγκρητισμό (ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι στα ψηφοδέλτια του συμμετείχαν και νεοφασίστες της Κάζα Πάουντ), το κόμμα του Γκρίλο κατάφερε να πείσει πως αποτελούσε κάτι το νέο στην πολιτική ζωή της Ιταλίας, ανεξάρτητο από την πολιτική, έτοιμο να φέρει έντιμες κοσμογονικές αλλαγές (σε μεγάλο βαθμό ο Γκρίλο συνεχίζει να αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση με την ίδια ρητορική). Τι θα συμβεί όμως στην ενδεχόμενη κατάληψη θέσεων εξουσίας από το κίνημα; Ας πάρουμε ως παράδειγμα τον δήμαρχο της Πάρμα, τον Federico Pizzarotti εκλεγμένο με τον συνδυασμό του Γκρίλο. Βασικός πυλώνας της προεκλογικής εκστρατείας του Pizzarotti υπήρξε η εναντίωσή του στη λειτουργία μιας μονάδας καύσης σκουπιδιών στην περιοχή, η οποία θα είχε καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον και την υγεία των πολιτών. Ο ίδιος ο Γκρίλο είχε δηλώσει: «δεν θα φτιάξουν ποτέ την μονάδα! Για να κάνουν κάτι τέτοιο θα πρέπει να πατήσουν πάνω στο πτώμα του δημάρχου!».  Όταν στην συνέχεια ρωτήθηκε για το πώς πρόκειται να πληρώσει τα πρόστυμμα που θα προκύπταν  απέναντι στους κατασκευαστές, ο Γκρίλο απάντησε: «ας μην είμαστε ανόητοι, αν τα πρόστιμα είναι υποχρεωτικά τότε θα βρεθεί ένας τρόπος να τα πληρώσουμε». Τελικά η μονάδα άρχισε να λειτουργεί τον Μάρτη του 2013. Η πόλη δεν κατάφερε να πληρώσει τα πρόστυμμα, κανείς δεν πάτησε πάνω στο πτώμα του δημάρχου. Ταυτόχρονα, στην προεκλογική του εκστρατεία ο Pizzarotti  είχε δεσμευτεί πως δεν θα αυξήσει τον φόρο κατοικίας και τα δίδακτρα στα νηπιαγωγεία. Λίγο αργότερα αύξησε και τους δύο. «Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα άλλο», σχολίασε. Στη συνέχεια δήλωσε την πρόθεσή του για περικοπές στους μισθούς των δημοτικών υπαλλήλων. Όμοια με κάθε παλαιό πολιτικό. (περισσότερες πληροφορίες μπορεί να βρει κανείς στην σελίδα: http://www.wumingfoundation.com/).

Το παράδειγμα του δημάρχου της Πάρμα, δεν περιγράφει τίποτα περισσότερο από ένα πολύ χρήσιμο αυτονόητο: την μέγιστη απόσταση που μπορεί να έχει η ρητορική από την πράξη και την ελάχιστη απόσταση που μπορεί να έχει το νέο από το παλιό

Η δικτατορία της οικειότητας   

Το παράδειγμα του Σταύρου Θεοδωράκη, όμοια με το παράδειγμα του Μπέπε Γκρίλο, όμοια με παραδείγματα που σίγουρα θα ακολουθήσουν εφόσον οι καιροί συνεχίσουν να φυσούν προς αυτές τις κατευθύνσεις, δεν αποτελούν λύσεις αλλά συμπτώματα του παλαιού. Η οικειότητα αυτή που κατασκευάστηκε από κυρίαρχα μέσα και τρόπους, η οικειότητα αυτή που πολλαπλασιάζεται και παίρνει νέες διαστάσεις μέσα από τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, τώρα περνά σε ένα άλλο επίπεδο. Τη διαμόρφωση του υποκειμένου, ακολουθεί με τρόπο σχεδόν φυσικό η αντιπροσώπευσή του. Γιατί αυτή η άνευ όρων σχέση, όπως προκύπτει από την σύζευξη και το ταυτόχρονο θόλωμα δημοσίου κι ιδιωτικού, όπως προκύπτει απ’ την δικτατορία της ταύτισης και την βιομηχανία προτύπων κατασκευάζει ειλικρίνεια. Ή μάλλον πρόφαση ειλικρίνειας. Ειλικρίνεια προθέσεων, ειλικρίνεια ικανοτήτων και κυρίως (μέσα από μια αξιοζήλευτα ευέλικτη αναδίπλωση) ειλικρίνεια μιας αυτοεκπληρούμενης οικειότητας. Χωρίς στοιχεία, χωρίς επιχειρήματα και άνευ όρων.

Έτσι κι αλλιώς εδώ και καιρό, τα ψηφοδέλτια οικοδομούνται με βάση μια διπλή οικειότητα: από τη μια, πρόσωπα αναγνωρίσιμα και αστραφτερά πρότυπα και προτυπώσεις, ενσαρκωμένες επιθυμίες και στόχοι, ηθοποιοί, αθλητές και δημοσιολόγοι- καλλιτέχνες. Και από την άλλοι κοινοί θνητοί, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, φοιτητές, υπάλληλοι, νοικοκύρηδες… Μα η οικειότητα παύει να είναι πια μέσο πολιτικής, ένα θεμιτό τρικ ελαφράς παραπλάνησης. Από το συμβολικό περνά στο πρακτικό επίπεδο. Τώρα πια η οικειότητα γίνεται ουσία, δεσμός, συγγένεια και τελικά αντιπροσώπευση. Και δυστυχώς για πολλούς μια άνευ όρων ελπίδα με όλα τα χαρακτηριστικά της απελπισίας.

Γι’ αυτούς τους απελπισμένους μας μιλά ο ποιητής Βύρωνας Λεοντάρης, από το μακρινό 1986: «… που πάτε έτσι ζωσμένοι το ίδιο σας το δίχτυ και τις αλυσίδες σας… ποτέ σας δε θα βγείτε από την κοίτη… πιο κάτω θα σας θάψουν όπως τόσα ποτάμια που τα κάναν υπονόμους…».

* Θωμάς Τσαλαπάτης, λογοτέχνης, αρθρογράφος