«Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη», του Τζανφράνκο Καλίγκαριτς
Όταν φεύγει η γλυκιά ζωή
Η ομοιομορφία και το χάος «καίγονται» αθόρυβα το καλοκαίρι. Στη Ρώμη, στο Παρίσι, στην Αθήνα, παντού! Η καλύτερη εποχή για να υλοποιήσεις το φινάλε σου. Η καλύτερη εποχή για να βγάλεις από πάνω τα ρούχα και τα αισθήματα σου. Η καλύτερη εποχή για να αφήσεις την ανάσα σου να «λιώσει». Τα κτίρια γίνονται τείχη «καβαφικά» και κάθε στενό η διέξοδος εντός τρελού Ή το αδιέξοδο του λογικού. Αν ζεις στη μεγάλη πόλη, στον λαβύρινθο της θα χαθείς, για πάντα! Φρόντισε η τελευταία έξοδος/είσοδος να γίνει το καλοκαίρι, τότε που όλα λούζονται στο φως και δεν μπορείς να τα αγνοήσεις. Η ρωγμή του σιντριβανιού, η πολύβουη πλατεία, οι ανοιχτές πόρτες των φθηνών ξενοδοχείων, οι εφημερίδες που μένουν στον δρόμο και περιμένουν… Όλα εκεί, στη μεγάλη πόλη και στην εποχή που τίποτα δεν μπορεί να αντέξει και να μείνει όπως είναι. Ο ανώνυμος περιπατητής, ο πρώτος και τελευταίος κάτοικος της πόλης, δεν θα μετρήσει τα βήματα και τα χρήματα του. Όχι. Τις συναισθηματικές απώλειες και τα συναισθηματικά κέρδη θα μετρήσει και μετά ό,τι θέλει ας γίνει. «Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη» (Εκδόσεις Ικαρος) είναι το μυθιστόρημα της πόλης και της μίας εποχής.
Ο Τζανφράνκο Καλίγκαριτς μας έδωσε ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα. Ο λόγος του εκπέμπει αποφασιστικότητα και την ειλικρίνεια αυτού που έχει κερδίσει και χάσει τα πάντα. Αν θέλετε να του δώσετε εικόνα, φέρτε στη μνήμη σας το «Dolce Vita» του Φελίνι, «Τον τρελό Πιερό» του Γκοντά και τα «Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο» Ρόι Αντερσον! Η τελευταία επιλογή έχει να κάνει με την ταραγμένη συναισθηματική ζωή του ήρωα, ο οποίος δεν μπορεί να ελέγξει τις προσωπικές του καταστροφές και αφήνεται σ’ ένα εσωτερικό χάος, σε έναν άμορφο τόπο που όμως του δίνει διέξοδο στο τέλος, έστω και με τραγικό τρόπο. Ο Καλίγκαριτς δίνει όλη του τη φροντίδα και αγάπη στον πλάνητα Λέο Γκατζάρα. Τον καθοδηγεί στις γνωστές-άγνωστες οδούς της πόλης, της Ρώμης, και δίνει στην μνήμη τον προσανατολισμό που χρειάζεται για το εσωτερικό ταξίδι. Δημιουργεί έναν «μελαγχολικό μποέμ» τύπο, ο οποίος επικοινωνεί με τους μύχιους φόβους, σκέψεις, του αναγνώστη: η αγωνία της αποδοχής, η ανάγκη επιβεβαίωσης της φιλίας και η κατάκτηση ενός αδέσμευτου έρωτα. Ο Λέο Γκατζάρα δίνει τον τόνο και εμείς τον ακολουθούμε. Γινόμαστε συνοδοιπόροι σε μια περιπλάνηση, που από το ατομικό περνά στο συλλογικό τόσο όμορφα και αθόρυβα… Και τα βήματα είναι σίγουρα, αλλά τόσο βασανιστικά, όπως επιβάλλει το καλοκαίρι και η Ρώμη.
Βρισκόμαστε στην «αιώνια πόλη», στις αρχές των 70’s. Ο Λέο Γκατζάρα, ένας νεαρός μποέμ από το Μιλάνο, ζει εδώ και χρόνια στη Ρώμη. Περνά τον χρόνο του ανάμεσα σε πρόσκαιρες εργασίες, ταπεινά δωμάτια ξενοδοχείων, δείπνα σε πλούσιους και μορφωμένους φίλους, στοίβες βιβλίων… Τη βρδιά των τριακοστών του γενεθλίων θα γνωρίσει την Αριάννα. Ο Καλίγκαριτς μας δίνει έναν λογοτεχνικό ήρωα εγκλωβισμένο στην ανάγκη του να ζήσει! Τα κτίρια και οι μεγάλοι δρόμοι είναι τα εξωτερικά τείχη και η μοναξιά του τα εσωτερικά. Ο Λέο θέλει να ζήσει μαζί με τους άλλους, αλλά νιώθει πως ό,τι κι αν κάνει είναι μάταιο, ό,τι κι αν πει ακυρώνεται από την κουλτούρα της εποχής και ό,τι βαθιά ανθρώπινο αισθανθεί, θα το εξαφανίσει ο θάνατος. Λίγο πριν το φινάλε λέει: Σκέφτομαι το πρώτο ψάρι που επέζησε έξω από το νερό, που πάλεψε και μα έφερε στον κόσμο. Σκέφτομαι πως τα πάντα οδηγούν στη θάλασσα. (σ. 215) Μυθιστόρημα υπαρξιακής αναζήτησης, που ο λόγος του είναι πολύ καλά προετοιμασμένος, φροντισμένος. Μυθιστόρημα που κάνει πρωταγωνίστρια τη Ρώμη όπως της αξίζει. Η καλή μετάφραση από τα ιταλικά ανήκει στη Δήμητρα Δότση