«Το τελευταίο σκοτάδι», του Αργύρη Παλούκα

Ψηλαφίζοντας το σκοτάδι

| 27/02/2023

Ο ποιητής εκπαιδεύεται στο σκοτάδι. Μικρές προτάσεις-βήματα. Το απαλό μετάξι και η βαριά κουβέρτα σε τυλίγουν. Σωματικές, κοφτές, κραυγές ακούγονται. Ο ερευνητής με τη λύρα φορά λευκά. Γαλάζιες φλόγες γίνονται ποιητικοί-λογοτεχνικοί σκελετοί. Σκαλωσιές στον αέρα. Το βλέμμα, σταδιακά, συνηθίζει. Ασυναίσθητα κοιτά ψηλά. Φυσικά δεν υπάρχει κανένα άστρο. Το ηλιακό φως θέλει γαλανό οικόπεδο. Σκορπίζεις, όχι τυχαία, σημεία στίξης και φράσεις που ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα. Τα πόδια σου πατάνε τις ξεκούραστες πια σιωπές. Γράφεις τρεις στίχους και τους δένεις με ρυζόχαρτο. Όσο προχωρά απλώνει τα χέρια χωρίς φόβο και αισθάνεται τα όρθια μολύβια. Οι μύτες τους έχουν κομμάτια κραγιόν, ξεραμένου αίματος και τρίμματα γομολάστιχας. Στο χαρτί πέφτουν λέξεις-σημεία ελέγχου. Ο υπό εκπαίδευση ποιητής παίρνει το ξύλινο ραβδί και αφαιρεί προσεκτικά τα δάκρυα από τα μάτια του. Η λύρα μένει στο σκοτάδι ως μελλοντικός οδηγός. Φωτιές κρυστάλλινες κινούνται οριζοντίως. Κάπου εκεί διακρίνεται άλλη μία μορφή με λευκά. Μήπως είναι η Ε; Η τελευταία άρνηση γίνεται κατάφαση και στέλνει τον ποιητή στην τακτοποιημένη επιφάνεια. Τα πρώτα, αρχέγονα, χρώματα του κόσμου ξυπνούν και ο ποιητής βάζει το δάχτυλο στο πλήκτρο. Ο Αργύρης Παλούκας γράφει για το «Τελευταίο σκοτάδι» (Εκδόσεις Κριτική).

Ο Αργύρης Παλούκας εισβάλλει στην κοινή επικράτεια, στον αναλλοίωτο τόπο, στη μόνη σταθερά του κόσμου τούτου. Ο τίτλος ­–«Τελευταίο σκοτάδι»- έχει να κάνει με το βαθιά προσωπικό, με το κομμάτι μαύρου που αναλογεί στον καθένα. Η δημόσια έκθεση μετατρέπει το ατομικό σε εν δυνάμει συλλογικό. Ο Παλούκας μας βάζει στα σκοτάδια του και εμείς γινόμαστε το εξωτερικό φως. Την πρόθεση του τη δείχνει με τους στίχους της Μαρίας Λαϊνά. Αυτοί γίνονται προμετωπίδα και οδηγός για όσα ακολουθούν. Μπορώ να δω σκοτάδι/Σημαίνει/Να το κοιτάξω απ’ το φως/Απέναντι/Ή μέσα στο σκοτάδι/κάνει το ίδιο/Μπορώ; Με τα λόγια αυτά, της σπουδαίας Μ.Λ., μας προετοιμάζει για τα δικά του ποιητικά κομμάτια. Διαβάζοντας τα ποιήματα καταλήγουμε στην οπτική μέσα από το σκοτάδι και αυτό έχει ενδιαφέρον.

Τα ποιητικά σχήματα του Παλούκα είναι μικρά, μα με γεωμετρική ακρίβεια φτιαγμένα. Σε αυτά χωράει το πνεύμα του χαϊκού, η αγωνία του να γεμίσει το λευκό και με τις εικόνες του παρασκηνίου. Η αμεσότητα του βλέμματος, η απλότητα του, φτάνει στον αναγνώστη όπως είναι. Ο ποιητής δεν αναλύει, απλά παραδίδει. Απλά τα βλέπεις τα πράγματα,/όμως εσύ δεν με πειράζει να περνάς./Είπα κι εγώ για μια φορά να μη δώσω σημασία. [σ. 16]. Τίποτα περιττό σε αυτά τα ποιήματα και το συνηθισμένο γίνεται ποιητική προβολή του μέλλοντος. Ο,τι πρόλαβε να ψηλώσει, ψήλωσε/Τώρα χαμηλά ακούγεται η φωνή σου/πούπουλο που αφήνει ένα πουλί/καθώς αλλάζει δέντρο. [σ.26]. Στα ποιήματα του Α.Π υπάρχει κάτι βαθιά εσωτερικό, μια κραυγή που πνίγεται. Κάποια βράδια κάηκα. [σ. 29]. Από το σκοτάδι του υπάρχουν πολλά που μπορείς να κρατήσεις. Εάν έπρεπε να φυλάξουμε ένα, αυτό είναι τα μικρά συναισθήματα, από το ποίημα στη σελίδα 33. Κάποιες μέρες ανοίγουν σαν ροδάκινο/στη μέση του χειμώνα./Χρειάζομαι ρηχά νερά/έχω ανάγκη τα μικρά συναισθήματα, εσύ;/Το μυαλό μου μέχρι εκεί να φτάνει. Εδώ, περνά η αστραπή της Εμιλι Ντίκινσον και στο τέλος μας αγγίζει μια λεπτομέρεια του Μουνκ. Τα μαλλιά σου απέτυχαν αλλάζοντας πλευρό. [σ. 35].

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις