«Το χρώμα της μνήμης», του Γιώργου Σταυριανού
Άκουσα μετά από καιρό το «χρώμα της μνήμης», μια δισκάρα που κυκλοφόρησε το 2003 σε στίχους και μουσική του Γιώργου Σταυριανού. Οι ενορχηστρώσεις είναι του Σάκη Αμπατζίδη και του Παναγιώτη Άρητου, και οι ερμηνείες του Γεράσιμου Ανδρεάτου, της Καλλιόπης Βέττα, του Παντελή Θαλασσινού, του Βασίλη Λέκκα, και των πανάξιων συνεργατών του Σταυριανού από την παρέα της Θεσσαλονίκης – Κατερίνα Βλάχου, Πάνος Παπαϊωάννου, Σάκης Μελίτος.
Ο χρόνος έκδοσης του δίσκου κι όλο το περιεχόμενό του συμβολίζει στα μάτια μου το όμορφο, τρυφερό, μα και οριστικό τέλος αυτού που καταλάβαμε και υμνήσαμε ως έντεχνο τραγούδι. Μέσα στο «χρώμα της μνήμης» περικλείονται τα δύο πρωταρχικά στοιχεία που μας ώθησαν να αγαπήσουμε αυτό το τραγούδι: η ποίηση και η μελωδία. Και είναι τέτοιος ο βαθμός ποιητικότητας και μελωδικότητας, είναι τόσο απόλυτη η μουσική πράξη και ο λόγος, που είναι ν’ απορείς με την σαφήνεια, με την καθαρότητα αντίληψης του εμπνευστή της.
Αυτή η σαφήνεια δεν σημαίνει και νοηματική απλότητα. Αντίθετα, κάθε τραγούδι κινείται σε πολλαπλά επίπεδα, σε πολλαπλές πραγματικότητες. Ας πούμε, το «Λάτρεψα τα σημάδια» είναι στην επιφάνεια ένα στιβαρό τραγούδι με τη φωνή του Γεράσιμου Ανδρεάτου· το ακούς, ήρεμα κι ωραία, και ξαφνικά διακτινίζεσαι μόλις μπαίνει η δεύτερη φωνή του Παντελή Θαλασσινού στο τέλος. Το ίδιο συμβαίνει και με το «Τραγούδι λιανοτράγουδο» που μεταμορφώνεται σε έναν σπαρακτικό αμανέ. Το ίδιο και με το «Πέρασε κιόλας ένας χρόνος», όπου η πεζή αφήγηση των δύο πρώτων στροφών δίνει τη θέση της σε μια απίθανη κορύφωση συναισθήματος.
Δεν χαρίζει κάστανα στον ακροατή του ο Σταυριανός· δεν κολακεύει, ούτε κλείνει το μάτι συγκαταβατικά. Σε φέρνει προ των ευθυνών σου, για ό,τι έζησες και δεν έπρεπε να ζήσεις, μα προπαντός για ό,τι πόθησες να ζήσεις και δεν έζησες. Ακούστε το «παιδικό δωμάτιο», το ορχηστρικό που μετά τα πρώτα 20-25 δευτερόλεπτα έχει χάσει πια την αθωότητά του και σε παίρνει απ’ το χέρι για να δεις το φιλμ του εαυτού σου απ’ την αρχή, χωρίς υπεκφυγές. Ακούστε και το «Μ’ ένα καινούριο παραμύθι», όπου ο στίχος «κι ύστερα πάλι θα φροντίσω / να βγάλω εξάρες στη ζαριά / και στη φωτιά θα περπατήσω / για να ξορκίσω τα παλιά» σε στέλνει αδιάβαστο.
Ο Σταυριανός περιγράφει ποιητικά το πλαίσιο σύνθεσης αυτών των τραγουδιών:
«Ο καιρός έχει αλλάξει. Οι ξαφνικές καταιγίδες στη μέση ενός γαλάζιου ουρανού μάς περιορίζουν τον ορίζοντα… κι ύστερα, ο ήλιος που καίει το χώμα, τη θάλασσα, που πυρπολεί τον ουρανό… τα καλοκαίρια που πλήττουν… ο έρωτας που δε χωρά πια παντού και πιο πολύ στην καρδιά μου… έτσι καθώς ακουμπά στην άκρη ενός τεράστιου σύννεφου αιθαλομίχλης και ανήσυχων συνειδήσεων… Τώρα που η ανάγκη ενός Θεού δε μας ενώνει πια, που τα γαλάζια της μνήμης πουλιά χάνονται στα διαδίκτυα…»
Τώρα ακριβώς είναι που χρειαζόμαστε την τέχνη του Σταυριανού, η οποία εκτός από όμορφη είναι και χρήσιμη. Στιγμές-στιγμές, τη χρησιμοποιώ σαν μια σταθερά, μια σχεδία, μέσα σε μια θάλασσα από ακατάληπτα βουητά. Σύννεφο αιθαλομίχλης εντοπίζει ο Σταυριανός, μα το πρόβλημα δεν είναι μόνο περιβαλλοντικό. Καταδικαστήκαμε να ζούμε σε μια εποχή όπου οι μυριάδες απόψεις, τα εκατομμύρια likes και τα αμέτρητα status επικυρώνουν συνήθως ένα απέραντο κενό. Λέξεις, απόψεις και σχήματα που δεν μας βγάζουν πουθενά, παρεκτός στην ανακύκλωση του αδιεξόδου. Και κάπου εκεί έρχεται ο δημιουργός να μας θυμίσει μια στιγμή ενός εφηβικού καλοκαιριού, ένα πάθος ασίγαστο, ένα βίωμα χωρίς ιδιότητα και χωρίς κοινοποίηση, ό,τι μπορεί τέλος πάντων να τροφοδοτήσει ακόμα παλλόμενα αισθήματα και πράξη.
Σε ένα απ’ τα τραγούδια του δίσκου, ο Σταυριανός γράφει: «είμαστε παντοτινοί φυγάδες / που δεν βρίσκουν πατρίδα πουθενά». Διαφωνώ: έχουμε βρει πατρίδα, κι αυτή είναι η μνήμη, η επιστροφή. Αν λοιπόν το τραγούδι είναι ποίηση κι η μνήμη είν’ πατρίδα, τότε κι ο Σταυριανός είναι αναμφίβολα ένας από τους λιγοστούς εθνικούς μας ποιητές.