«Φοβάμαι, ταυρομάχε», του Πέδρο Λεμεμπέλ

«Αντε αγαπηθείτε ρε!»

| 13/01/2022

Η εκκωφαντική σιωπή σπάει από την άηχη κίνηση της περφόρμανς. Μια αναπάντεχη θεατρική στιγμή εν μέση οδώ. Αναπάντεχη για τους άλλους. Για τον εκτελεστή είναι η κορύφωση της ανταπόδοσης. Και τι έλαβε, εισέπραξε, ο εκτελεστής; Φθόνο, υποτίμηση, περιθωριοποίηση και βία. Η απάντηση, η «αντιβία», έρχεται όμως με τρόπο διαφορετικό, ξαφνικό. Τα αμυντικά μέσα είναι το βαρύ μακιγιάζ, το γκλίτερ, το κόκκινο κραγιόν και οι ψηλοτάκουνες γόβες στιλέτο! Ο εξουσιαστής που επιβάλλει την εκνευριστική σιωπή σπεύδει να δει τι συμβαίνει. Δεν παράγεται κανένας ήχος και όμως όλα έχουν κολλήσει. Βλέπει τους οδηγούς να πατάνε την κόρνα, περαστικούς να ανοίγουν το στόμα και τον τροχονόμο να φυσά έντονα τη σφυρίχτρα του. Το θέαμα είναι οπτικό, μόνο! και οι ήχοι σαν να έχουν απορροφηθεί από τη μεγάλη χοάνη που ονομάζεται φόβος. Ο εξουσιαστής πιάνει το κλομπ και το γυρνά ανάποδα. Σκέφτεται με μίσος και χαρά τώρα θα δεις τι θα πάθεις θεατρίνε και σηκώνει το χέρι. Τότε, σαν να σπάνε 100 τζαμαρίες μαζί, η γόβα στιλέτο καρφώνεται με πάταγο στον λαιμό του τυράννου και μια στριγκλιά, διαπεραστική, μεταφέρει το μήνυμα: «Αντε αγαπηθείτε ρε!» «Αντε αγαπηθείτε ρε!» Ο θεατρίνος ανεβαίνει στο άλογο του και χάνεται και μας αφήνει για κληρονομιά το ανεκτίμητο «Φοβάμαι, ταυρομάχε» (Εκδόσεις Καστανιώτη).

Ο Πέδρο Λεμεμπέλ αυτοπροσδιοριζόταν ως «φτωχός, κομμουνιστής και αδερφή». Η δήλωση-αποκάλυψη φυσικά και δεν είχε εγωιστικά, ανόητα κίνητρα. Μέσα από τα δικά του λόγια εκφράζονται -και στην ουσία σώζονταν- όλοι αυτοί που η εξουσία δεν αντέχει να βλέπει, να αγγίζει, να ακουμπά. Κάθε εξουσία και όχι μόνο η δικτατορία του Αουγούστο Πινοτσέτ στη Χιλή, περίοδος κατά την οποία διαδραματίζεται η ιστορία του βιβλίου του. Ο Λεμεμπέλ ποτέ δεν συμβιβάστηκε και με συνέπεια έδειχνε όσα ήθελε να κρύψει το καθεστώς Πινοτσέτ. Έχει καταγραφεί ως χρονικογράφος του Σαντιάγο και με τα κείμενα του αναδείκνυε το άλλο Σαντιάγο, αυτό που αρνούνταν να δουν οι νεοφιλελεύθερες αναπαραστάσεις. Ο Λεμεμπέλ ήθελε την κοινωνική ισότητα, αντιμαχόταν τη στενομυαλιά των δεξιών και την αδικαιολόγητη ομοφοβία κομματιού της Αριστεράς, ενώ έβαζε το ταξικό, αντικαπιταλιστικό πρόταγμα στην γκέι κοινότητα της Χιλής. Γι’ αυτόν οι γκέι έπρεπε να μείνουν μακριά από την εκμαυλιστική καπιταλιστική εξουσία και να κάνουν δικές τους τις έννοιες του αγώνα, της συντροφικότητας, της ταξικής πάλης. Ο ίδιος έμεινε πιστός στις αρχές του μέχρι τέλους και αξιοποίησε όσο μπορούσε τη δύναμη της Τέχνης (του). Το «Φοβάμαι, ταυρομάχε» είναι κομμάτι της πρακτικής, ουσιαστικής, αντίστασης του. Και είναι πανέμορφο!

Το 1986 η ομάδα ανταρτών με το όνομα «Πατριωτικό Μέτωπο Μανουέλ Ροδρίγκες» σχεδιάζει απόπειρα δολοφονίας του Πινοτσέτ. Ο νεαρός Κάρλος (ψεύτικο όνομα), σε μια συνοικία του Σαντιάγο, συναντά την «Τρελή», έναν μεσήλικα ομοφυλόφιλο. Της ζητά να κρύψει κάποια κιβώτια με… βιβλία στο σπίτι της. Αυτή το κάνει χωρίς να ρωτήσει τίποτα, το κάνει για τα μάτια του τα καστανά. Η γνωριμία τους θα γίνει αφορμή να εκδηλωθούν τα παντοτινά επαναστατικά στοιχεία της ζωής: έρωτας, αγάπη, συντροφικότητα, ομορφιά. Η «τρελή» καταλαβαίνει τα πάντα, διαλέγει πλευρά και μένει πιστή μέχρι τέλους. Πιστή στον αγώνα, τον έρωτα, την αγάπη και την επίθεση εναντίον του Πινοτσέτ. Η «τρελή» γίνεται η φωνή όλων των καταπιεσμένων, αποσυνάγωγων. Ο Λεμεμπέλ υφαίνει ένα απαράμιλλης γοητείας κείμενο-εργόχειρο. Η αίσθηση του χειροποίητου έντονη, ρεαλισμός, ρομαντισμός, ποιητικές παρεμβολές και συγκίνηση αυθεντική χωρίς φιοριτούρες και μελοδράματα. Ναι, έχουν δίκιο οι ειδικοί που τον εντάσσουν στο νεομπαρόκ και το «κουήρ», όμως πιο πολύ ο Λεμεμπέλ ανήκει εκεί που η καρδιά χτυπάει, γι’ αυτό «Αγαπηθείτε ρε!». Η μετάφραση από τα ισπανικά, όπως και το διαφωτιστικό επίμετρο, ανήκει στον Κώστα Αθανασίου.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις