Φουκουσίμα: Οδοιπορικό Στη Χώρα Του Ανατέλλοντος Ουρανίου

Τον Ιούλιο του 2014 ο Μάνος Σκούφογλου βρέθηκε στην Ιαπωνία συμμετέχοντας σε μία διεθνή συνάντηση αριστερών οργανώσεων. Στο πλαίσιο αυτό επισκέφθηκε την περιοχή της Φουκουσίμα, με τη βοήθεια και τη συνοδεία συντρόφων που δουλεύουν στο κίνημα της αλληλεγγύης προς τα θύματα του πυρηνικού ατυχήματος. Το συγκεκριμένο κείμενο και οι φωτογραφίες αφορούν όσα έζησε στην ιαπωνική επαρχία της Φουκουσίμα, τρία και πλέον χρόνια μετά τα πυρηνικά ατυχήματα που συγκλόνισαν ολόκληρο τον κόσμο…
O σύντροφος Χασιγκάβα ήρθε να μας παραλάβει από το σταθμό του Ιγουάκι, φορώντας βερμούδα και χαβανέζικο πουκάμισο, που με έκανε να σκεφτώ ότι το Ιγουάκι ακούγεται αρκετά σαν το Γουαϊκίκι. Όμως όχι, επρόκειτο για κάτι πολύ πιο καταθλιπτικό.
Το Ιγουάκι είναι μια πόλη 300.000 κατοίκων στην περιοχή Φουκουσίμα, περίπου 30 χιλιόμετρα νοτίως του πυρηνικού εργοστασίου Νταϊτσί, που τρία χρόνια πριν, αμέσως μετά το σεισμό και το τσουνάμι του 2011, απελευθέρωσε ξανά τη μυστηριώδη αόρατη κατάρα της ραδιενέργειας στην Ιαπωνία. Το Ιγουάκι είναι η κοντινότερη στο εργοστάσιο μεγάλη πόλη, η οποία, ωστόσο, από μια ιδιοτροπία των μετεωρολογικών φαινομένων, εκτέθηκε λιγότερο στη ραδιενέργεια από τις άλλες μεγάλες πόλεις της περιοχής, τη Φουκουσίμα (από την οποία και το όνομα της επαρχίας) και την Κοριγιάμα. Οι τιμές της ραδιενέργειας, αν και τετραπλάσιες από αυτές του Τόκυο, δεν θεωρούνται επικίνδυνες, επομένως οι κάτοικοί του, αφού το εγκατέλειψαν ολοκληρωτικά για περίπου ένα μήνα μετά το τσουνάμι, επέστρεψαν για να ξαναγεμίσουν τους κεντρικούς δρόμους, που φιγουράρουν εξωφρενικά άδειοι στα φωτογραφικά τεκμήρια εκείνου του μήνα.
Η Φουκουσίμα ήταν μια αγροτική επαρχία, κατάφυτη και πολύ πιο αραιοκατοικημένη από το τόξο Τόκυο-Οζάκα που βρίσκεται νοτιότερα στο νησί Χονσού. Είναι ακόμα και σήμερα ονομαστή για το σάκε της. Στο μεταξύ, όμως, εξελίχθηκε σε μια τεράστια μονάδα παραγωγής ηλεκτρισμού για τις ατέλειωτες ανάγκες του κατάφωτου Τόκυο και των 25 εκατομμυρίων κατοίκων του. Σε μικρή απόσταση από τα πυρηνικά εργοστάσια Νταϊτσί και Νταϊνί (που δεν σημαίνουν τίποτα άλλο παρά Νούμερο 1 και Νούμερο 2) βλέπει επίσης κανείς ένα γιγαντιαίο θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο, που σήμερα έχει να αναπληρώσει και την παραγωγή των δύο κλειστών πια συναδέλφων του.
Ο Χασιγκάβα, παλιός εργάτης μετάλλου απολυμένος εδώ κι μερικά χρόνια, είναι σήμερα πρόεδρος του συλλόγου για την υποστήριξη των προσφύγων του πυρηνικού ατυχήματος. Μας πήρε με το αυτοκίνητό του και ένα μικρό μετρητή γκάιγκερ και ανέλαβε την πιο απόκοσμη ξενάγηση που έχω δει.
Εκατόν σαράντα χιλιάδες άνθρωποι ζουν ακόμα μακριά από τα σπίτια τους, σε κοντέινερ ή παρόμοια προκατασκευασμένα καταλύματα παρατεταγμένα σε στοίχους. Είναι αδύνατο να γυρίσουν στα χωριά και τις πόλεις τους, γιατί εκεί οι τιμές της ραδιενέργειας είναι απαγορευτικές. Κάθε οικογένεια μένει σε δύο δωμάτια, με μία μόνο ντουλάπα για όλα τα υπάρχοντα, μια μικρή κουζίνα και ένα μπάνιο. Στην πόρτα βγάζεις τα παπούτσια σου για να μην λερώσεις τα τατάμι που καλύπτουν τα πατώματα των δωματίων και είναι, ταυτοχρόνως, τα κρεβάτια. Κοντέινερ με τατάμι, δεν το είχα φανταστεί ποτέ.
Οι προσωρινοί (αλλά όχι και τόσο προσωρινοί) κάτοικοι των καταλυμάτων έχουν αναπτύξει μια ορισμένη κοινωνική ζωή στην αδιανόητη γειτονιά τους, στους χώρους συνάθροισης της κοινότητας ή στους δρόμους, αν μπορεί κανείς να πει έτσι τα λασπωμένα διαστήματα μεταξύ των στοίχων. Έχουν και τις συνελεύσεις τους, όπου προσπαθούν να καταλάβουν τι έχει συμβεί και πώς μπορούν να πάρουν τη ζωή τους πίσω. Για τους περισσότερους, τα εργοστάσια ήταν το κέντρο αυτής της ζωής, και παρά την οργή, την απόγνωση ή το μίσος δεν είναι εύκολο να μάθουν να ζουν χωρίς την εταιρεία, από την οποία άλλωστε περιμένουν να αποζημιωθούν. Παρόλα αυτά, όταν κάθε έννοια κανονικότητας καταρρέει με τέτοιο φαντασμαγορικό τρόπο, είναι εύλογο το ερώτημα: όταν αποκατασταθεί κάποιου είδους κανονική ζωή, πώς θα είναι αυτή; Πώς θα πρέπει να είναι; Πώς θα άξιζε να είναι;
Μήπως το λάθος ήταν κάτι περισσότερο από το γεγονός ότι πιστέψαμε πως ο δαίμονας της ραδιενέργειας είχε εξημερωθεί; Μήπως το σύστημα ψύξης των αντιδραστήρων δεν είναι το μόνο σύστημα που δεν λειτουργεί καθόλου, ή πάντως όχι προς το δικό μας όφελος; Οι σύντροφοι που ασχολούνται συστηματικά με την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες βλέπουν σε αυτές τις αρκετά στοιχειώδεις διαδικασίες κάτι παραπάνω από την ανάγκη για αλληλοβοήθεια: μια λανθάνουσα (αλλά όχι υποθετική) αντικαπιταλιστική δυναμική.
Πήραμε μετά το δρόμο προς τα πυρηνικά εργοστάσια, μια παράξενη διαβάθμιση επιπέδων εγκατάλειψης και συρρίκνωσης της κυκλοφορίας.
Ερχόμενος από τα νότια, συναντά κανείς πρώτα την πόλη Χιράνο, η οποία πριν κάποιους μήνες ανακοινώθηκε πως είναι πλέον ασφαλής. Παρόλα αυτά, από τους πέντε χιλιάδες κατοίκους της έχει ανακτήσει μόνο χίλιους πεντακόσιους, οι περισσότεροι από τους οποίους δουλεύουν στα έργα της αποκατάστασης βορειότερα. Λίγα χιλιόμετρα βορειότερα, η πόλη Ναράχα δεν είναι κατοικήσιμη, ωστόσο οι κάτοικοι επιτρέπεται να επισκέπτονται τα σπίτια τους τη μέρα.
Όλο και λιγότεροι άνθρωποι, όλο και λιγότερα οχήματα στο δρόμο. Αφού περνάμε το εργοστάσιο Νταϊνί και λίγα μόλις χιλιόμετρα πριν την καταραμένη οπή του Νταϊτσί, φτάνουμε στην πόλη Τομιόκα. Μια πόλη δέκα χιλιάδων κατοίκων και κανενός. Μια πόλη φάντασμα. Στο νότιο τμήμα της πόλης επιτρέπεται η πρόσβαση για λίγη μόνο ώρα και πριν τις τρεις το μεσημέρι. Στο βόρειο, απαγορεύεται κάθε πρόσβαση. Ανάμεσα, οδοφράγματα φρουρούμενα από στρατιώτες. Ένα Μπέλφαστ χωρισμένο όχι ανάμεσα σε καθολικούς και προτεστάντες, αλλά ανάμεσα στο τίποτα και στο απολύτως τίποτα.
Τα σπίτια άδεια, κάποιες τζαμαρίες σπασμένες, ορισμένα εσωτερικά άνω-κάτω, άλλα αφημένα ανέγγιχτα, σαν να βγήκε κάποιος να πάρει την εφημερίδα και να ξαναγυρίσει. Τα μεγάφωνα μεταδίδουν σε όλη την πόλη μια παρανοϊκά άχρωμη φωνή, που προειδοποιεί ότι μπορεί να υπάρχουν διαρρήκτες.
Ένα φανάρι εξακολουθεί, ενάντια σε κάθε προσδοκία, να δουλεύει, ρυθμίζοντας μάταια και ηλίθια την ανύπαρκτη κυκλοφορία.
Κάποιος έχει αφήσει το ποδήλατό του στη μέση του δρόμου, ποιος ξέρει από πότε, ίσως εδώ και τρία χρόνια.
Στο σκιερό δρόμο με τις κερασιές, που ήταν κάποτε σήμα κατατεθέν της πόλης, δεν κάνει κανείς πια τη βόλτα του – πού να πάει άλλωστε, ο θόλος δεν οδηγεί παρά σε ένα φυλάκιο όπου στρατιώτες απαγορεύουν τη διέλευση και υπενθυμίζουν ότι δεν πρέπει να μείνεις στην πόλη περισσότερο από μερικά λεπτά.
Το γκάιγκερ του Χασιγκάβα δείχνει μια τιμή ενός μεγέθους που δεν γνωρίζω, ούτε μπορώ να εκτιμήσω τη σημασία του. Είναι όμως πολύ μεγάλη, είκοσι φορές μεγαλύτερη από ότι στο Ιγουάκι ή ογδόντα από ό,τι στο Τόκυο.
– Τα μεγάφωνα προειδοποιούν ότι σε τριάντα λεπτά πρέπει να εγκαταλείψουμε την πόλη.
Ο Χασιγκάβα μας πηγαίνει στο δημαρχείο και το πολιτιστικό κέντρο της πόλης. Το ένα απέναντι από το άλλο, πολυτελή και εμφανώς πολύ μεγαλύτερης κλίμακας από ό,τι θα περίμενε κανείς σε μια πόλη τέτοιου μεγέθους. Μαθαίνουμε ότι τα κτίρια ήταν το δώρο της TEPCO, της Ηλεκτρικής Εταιρείας του Τόκυο, στους κατοίκους της Τομιόκα επειδή δέχτηκαν να φιλοξενήσουν τα εργοστάσια.
– Τα μεγάφωνα προειδοποιούν ότι σε είκοσι λεπτά πρέπει να εγκαταλείψουμε την πόλη.
Πηγαίνουμε στην παράκτια ζώνη. Πεντακόσια περίπου μέτρα από την ακτή τα πάντα έχουν ισοπεδωθεί, όχι από το σεισμό των 8,8 ρίχτερ, αλλά από το τσουνάμι των 10 μέτρων που ξέβρασε ο όχι και τόσο ειρηνικός ωκεανός. Στην πιο κοντινή στη θάλασσα ζώνη τα μπάζα έχουν αφαιρεθεί και στα θεμέλια της τόσο νεαρής αυτής αρχαιολογίας επισωρεύονται σε πυραμίδες τσουβάλια με τόνους ραδιενεργού χώματος, τα οποία τα συνεργεία μαζεύουν, αλλά φυσικά δεν έχουν πού να τα ξεφορτωθούν. Περιμένουν μάλλον να φιλοτιμηθεί ο ωκεανός να τα καταπιεί και αυτά. Λίγο πιο μέσα, ο διαλυμένος σταθμός του τρένου, και η γραμμή που έχει πια κοπεί. Στην πιο εξωτερική ζώνη διαλυμένα κτίρια, μαγαζιά, σπίτια, βενζινάδικα, ένα αυτοκίνητο στη μέση ενός πρώην εστιατορίου, ένα πυροσβεστικό όχημα αναποδογυρισμένο – θαύματα της υδροδυναμικής.
– Τα μεγάφωνα προειδοποιούν ότι σε δέκα λεπτά πρέπει να εγκαταλείψουμε την πόλη.
Ο Χισαγκάβα μας δείχνει το τελευταίο και πιο εντυπωσιακό αξιοθέατο. Ένα κτίριο πολύχρωμο και ασύμμετρο, ένα παραληρηματικό συμπίλημα αρχιτεκτονικής μορφολογίας της κλασικής δύσης: είναι το κέντρο προπαγάνδας για την ασφάλεια της πυρηνικής ενέργειας. Αν εξαιρέσει κανείς ότι οι κούνιες για τους επισκέπτες μαθητές έχουν χορταριάσει, το κέντρο φαίνεται και σήμερα εξίσου πειστικό.
– Τα μεγάφωνα ειδοποιούν ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την πόλη. Φεύγουμε.
Μετά το πυρηνικό ατύχημα, η TEPCO ενισχύθηκε από την ιαπωνική κυβέρνηση με 2 τρις γιεν, σχεδόν 25 δισεκατομμύρια δολάρια δηλαδή, για να μην καταρρεύσει. Ταυτόχρονα, οι εργάτες της αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν σε μείωση των μισθών τους κατά 20%, ως ένδειξη συναίσθησης της ευθύνης για το πυρηνικό ατύχημα, το οποίο πρώτοι από όλους πληρώνουν οι ίδιοι. Ο ακροδεξιός πρωθυπουργός Άμπε προτίθεται να θέσει την εταιρεία υπό κρατικό έλεγχο για να τη σώσει – και να την ξαναϊδιωτικοποιήσει όταν είναι ξανά κερδοφόρα, προφανώς.
Οι Ιάπωνες αγωνιστές, που κάνουν κατάληψη εδώ και 1000 μέρες στο προαύλιο του Υπουργείου Βιομηχανίας, ζητούν την άμεση και δια παντός εγκατάλειψη της πυρηνικής ενέργειας. Η κυβέρνηση διατείνεται ότι κάτι τέτοιο θα καταστρέψει την ενεργειακή επάρκεια της χώρας. Κι όμως, αυτοδιαψεύδεται με τον ποιο οφθαλμοφανή τρόπο: όλα τα πυρηνικά εργοστάσια της χώρας έχουν κλείσει προκειμένου να επανελεγχθούν, κι όμως σε όλο αυτό το διάστημα η Ιαπωνία όχι μόνο δεν ξέμεινε από ρεύμα, αλλά μπόρεσε να αντιμετωπίσει και το μπλακ άουτ που τις πρώτες εβδομάδες μετά το τσουνάμι υποχρέωνε τα εκατομμύρια των κατοίκων του Τόκυο να ψωνίζουν στα σούπερ μάρκετ με φακούς.
Το βράδυ συνειδητοποίησα ότι το Ιγουάκι, η καρδιά της παραγωγής του ρεύματος που τροφοδοτεί τα δισεκατομμύρια των λαμπτήρων, τις γιγαντοοθόνες με τις διαφημίσεις, τα πολυώροφα SEGA, τους ουρανοξύστες και το μετρό του Τόκυο, είναι το ίδιο μια πόλη σκοτεινή και μάλλον κακοφωτισμένη. Εκείνο το βράδυ είδαμε στον ουρανό του Ιγουάκι κάτι που στο Τόκυο δε βλέπει κανείς συχνά: αστέρια.