Χάσαμε το Δήμο
Ένα σιωπηρό μήνυμα αυτών των εκλογών έχει κιόλας περάσει
Υπάρχει κι ένα θέμα, για το οποίο έγινε λίγη φασαρία τις μέρες που άρχισαν να ανακοινώνονται οι υποψήφιοι των δημοτικών εκλογών, για να ξεχαστεί στη συνέχεια, ανάμεσα σε απανωτές δημοσκοπήσεις, παλαιού τύπου ποικιλόχρωμες υποσχέσεις και νέου τύπου αγωνίες για την τύχη του ενός ή του άλλου πολιτικού μηνύματος.
Περίπου 12.500 «νόμιμοι» και επί μακρόν διαμένοντες μετανάστες/-τριες και «ομογενείς» ψήφισαν στις δημοτικές εκλογές του 2010, αλλά έχασαν στη συνέχεια (οι ίδιοι και όσοι άλλοι θα μπορούσαν να το αποκτήσουν) αυτό το δικαίωμα, με την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση που ήρθε να εφαρμόσει την περίφημη πια απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας[i]: «το εκλογικό σώμα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης συντίθεται, καταρχήν, αποκλειστικώς από Έλληνες πολίτες και (…) ο απλός νομοθέτης κωλύεται να διευρύνει αυτό προσθέτοντας και πρόσωπα που δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια».
Όποια κι αν είναι τα μηνύματα των εκλογών που θα κληθούν να συζητήσουν εκπρόσωποι κομμάτων και τηλεοπτικοί αστέρες στις μαραθώνιες εκπομπές της 18ης και της 25ης Μάη, μπροστά σε άγρυπνους και νυσταλέους τηλεθεατές, ένα σιωπηρό μήνυμα έχει κιόλας περάσει.
Η ιδέα ότι οι «αλλοδαποί» μετανάστες θα μπορούσαν να έχουν κάποιο λόγο στο εγχώριο σύστημα πολιτικής αντιπροσώπευσης, έστω στην καχεκτική τοπική έκφρασή του, ήταν μια απερισκεψία της στιγμής, μια παροδική δημόσια πλάνη
Το Σύνταγμα δεν επιτρέπει παρερμηνείες. Και πάλι με τα λόγια της πλειοψηφίας του ΣτΕ, «δεν υφίστανται διάφοροι «λαοί» (…) με διαφορετική σύνθεση έκαστος. Υπάρχει ένας Λαός, ο οποίος συντίθεται από όλους τους έλληνες πολίτες και μόνον»[ii].
Το γεγονός ότι η επιθετική εθνοκρατική ελληνική πολιτεία παίρνει τόσο σύντομα πίσω όσα περιορισμένα δικαιώματα παραχωρεί στους εγκατεστημένους ξένους της δεν συνιστά έκπληξη στην εποχή των στρατοπέδων συγκέντρωσης και του «αβίωτου βίου» που εκφέρουν χείλη επισήμων, ως πρόταση για την «αντιμετώπιση του μεταναστευτικού». Η στέρηση του δικαιώματος ψήφου πραγματοποιεί με ήπια μέσα και σε συμβολικό επίπεδο ό,τι και η επιχείρηση «Ξένιος Δίας». Η τελευταία είναι, με βάση τους αριθμούς, το μαζικότερο σχέδιο εκτοπισμού πληθυσμών εντός της ελληνικής επικράτειας μετά τον εμφύλιο. Στοχεύει στη φυσική απομάκρυνση των πιο ευάλωτων μεταναστών (των χωρίς χαρτιά) από τους τόπους όπου κατοικούν, δουλεύουν και οργανώνουν το πλαίσιο της ζωής τους. Η πρώτη συνιστά ένα σχέδιο εκτοπισμού των ξένων από το νόμιμα ορισμένο πολιτικό σώμα του δήμου.
Στοχεύει στον αποκλεισμό των εγκατεστημένων μεταναστών (αυτών που η ελληνική έννομη τάξη θα πρέπει να θεωρεί καλά ενταγμένους στην ελληνική κοινωνία, αφού τους έχει παραχωρήσει μακροχρόνιες άδειες παραμονής) από το θεσμικό πλαίσιο όπου λαμβάνονται αποφάσεις που αφορούν τη ζωή τους
Από τη μεριά του ο λαός του ΣτΕ είναι μάλλον τεμπέλης. Ανήκει σε αυτόν, όποιος δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα απολύτως, παρά να διαθέτει μαζί του καταγωγικούς δεσμούς. Από τους υπόλοιπους, το προνόμιο του ανήκειν θα απολαύσουν μόνον εκείνοι που μπορούν να αποδείξουν «γνήσιο δεσμό»
«…προς το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, τα οποία δεν είναι οργανισμοί ασπόνδυλοι και δημιουργήματα εφήμερα αλλά παριστούν διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με την βοήθεια μικρότερων κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων (εκπαίδευση)».[iii]
Δεν θα συναντήσουμε τριγύρω μεθόδους αξιολόγησης της γνησιότητας του δεσμού. Πέρα πάντως από την ατάκτως ερριμμένη ταύτιση κράτους και κοινωνίας, το ενδιαφέρον στο προηγούμενο απόσπασμα είναι πως οτιδήποτε κοινό μπορεί να χρησιμεύσει στον ορισμό της όποιας κοινότητας (ήθη, έθιμα, γλώσσα) ορίζεται περιοριστικά στη βάση ενός παρελθόντος που μεταφέρεται με «σχετική» σταθερότητα και εγγυημένη ασφάλεια από γενιά σε γενιά. Όσοι ανήκουν στον λαό δεν έχουν παρά να μοιραστούν αυτή τη μακρά παράδοση και να τη μεταβιβάσουν. Και το θαύμα έγινε.
Αυτός ο λαός άλλωστε εξαντλεί τη συγκρότησή του στις οικογένειες και τα σχολεία (παραδόξως λείπουν αναφορές σε άλλους θεσμούς μεταβίβασης, όπως η εκκλησία ή ο στρατός). Μπορούμε να τον φανταστούμε να περιφέρεται σε δρόμους και πλατείες, να συναθροίζεται στις αγορές, τα καφενεία και τα θέατρα, να σκορπίζεται σε παραλίες και χιονοδρομικά κέντρα, να κινείται με ταχύτητα στις εθνικές οδούς και να φρακάρει στην κίνηση των πόλεων, να απολαμβάνει την άπλα των δασών του και τον συνωστισμό των ανελκυστήρων του και τελικά να κονταροχτυπιέται στις συνεδριάσεις των διοικητικών, δικαστικών, πολεοδομικών, νομοθετικών κ.λπ οργάνων του, όντας ήδη αρκετά λαός ώστε να μην έχει τίποτα να αποδείξει.
Το συνταγματικό δικαστήριο[iv] αυτού του λαού δείχνει να μην έχει ακούσει ποτέ για την ιδέα του δραστήριου δήμου που φτιάχνεται από την πράξη των ανθρώπων που έχουν να μοιραστούν τα κοινά σε συνθήκες μεταβαλλόμενες και αβέβαιες
Ανθρώπων που χωρίς να είναι μεταξύ τους ίδιοι, αντιλαμβάνονται τους τόπους όπου ζουν, μικρούς, μεγάλους και μεγαλύτερους, ως επίδικο που συνδιαμορφώνουν άλλοτε με συνεργασία, άλλοτε με ανταγωνισμό ή σύγκρουση. Αντιλαμβάνονται ότι, όπως το θέλει η Χάνα Άρεντ,
«η πραγματικότητα της δημόσιας σφαίρας στηρίζεται στην ταυτόχρονη παρουσία αναρίθμητων προοπτικών και όψεων, με τις οποίες εμφανίζεται ο κοινός κόσμος και για τις οποίες δεν μπορεί ποτέ να επινοηθεί κοινό μέτρο ή κοινός παρονομαστής»[v].
Και τώρα μια απίθανη ιστορία. Όχι πολλά χρόνια πριν, μερικοί από αυτούς τους ξένους εργάτες που έβρισκαν εξαιρετικά απίθανο να έρθει ξαφνικά κάποιος να τους εξετάσει ως προς τη γνησιότητα του δεσμού τους με την ελληνική κοινωνία, αλλά ήδη ζούσαν, δούλευαν και αγωνίζονταν από καιρό εκεί, αποφάσισαν ότι ήρθε ο καιρός να πάψουν να τους περιφρονούν και να τους αναγνωρίσουν τουλάχιστον το δικαίωμα της νόμιμης παραμονής. Πώς λέτε ότι το έκαναν; Ξεκίνησαν απεργία πείνας, αλλά καταλαμβάνοντας έναν κατεξοχήν δημόσιο χώρο, το κτίριο της Νομικής Σχολής της Αθήνας. Με όπλο τη ζωή τους, διεκδίκησαν πριν απ’ όλα την εμφάνισή τους στα δημόσια πράγματα. Μια ζωή-όπλο που όχι μόνο δεν ήταν «γυμνή», αλλά την είχαν ήδη επενδύσει με προηγούμενους αγώνες δικών τους ανθρώπων αλλά και αγώνες του εγχώριου δημόσιου πεδίου, όπως βέβαια και εκείνους που μέχρι τότε επέβαλαν την προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου.
Η αντίδραση των αρχών, των μέσων ενημέρωσης, της ακροδεξιάς κλπ ήταν σφοδρή[vi], γιατί η πρόκληση των μεταναστών που γίνονταν ξαφνικά από φτηνό παράνομο εργατικό δυναμικό πολιτικά υποκείμενα, τούς ήταν αδιανόητη. Αλλά επίσης ήταν τότε, που ορισμένοι από τους προοδευτικούς ακαδημαϊκούς μας δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν την πράξη των μεταναστών σαν τίποτα άλλο από προσβολή απέναντι σε έναν χώρο που δεν τους ανήκε, αφού ανήκε σε «εμάς» που αγωνιστήκαμε άλλοτε γι’ αυτόν! Τότε ήταν που χάσαμε κάτι από το Δήμο που σαν προοπτική άνοιγαν μπροστά μας οι “ξένοι”. Το δε βράδυ του αποκλεισμού της Νομικής από την αστυνομία και της υποχρεωτικής μεταφοράς των απεργών πείνας σε ιδιωτικό χώρο, όπου θα μπορούσαν να πεινάνε χωρίς να προσβάλουν, όσοι και όσες συγκεντρώθηκαν στους γύρω δρόμους σε ένδειξη αλληλεγγύης, και ιδιαίτερα πολλοί δεν ήταν, και αραίωναν όσο προχωρούσε η νύχτα. Κάτι από το Δήμο σκόρπισε και πάλι.
*Γιώργος Κανδύλης, ερευνητής (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών)
[i] Απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ 460/2013. Πρόκειται για την ίδια απόφαση με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από τα παιδιά της δεύτερης γενιάς. [http://www.constitutionalism.gr/site/wp-content/uploads/2013/06/2013STE%CE%95460.pdf].
[ii] ΣτΕ, ό.π. Τα εισαγωγικά στο πρωτότυπο.
[iii] ΣτΕ, ό.π.
[iv] Όλο; Όχι! Αρκεί να αναφερθεί το εξής απόσπασμα του σκεπτικού της μειοψηφίας του Στε στην ίδια απόφαση: «η ρύθμιση της απονομής της ελληνικής ιθαγένειας αποτελεί πολιτική κατ’ εξοχήν επιλογή, συναρτώμενη με την εκτίμηση τόσο της συνδρομής σκοπών δημόσιου συμφέροντος, όσο και του τρόπου εξυπηρέτησής τους».
[v] Χάνα Άρεντ, Η Ανθρώπινη Κατάσταση (Vita Activa), μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλου – Σ. Ροζάνη, Αθήνα, Γνώση, 2008, σελ. 84.
[vi] Δεν ήταν το ίδιο έντονη η αντίδραση απέναντι στη δίδυμη κατάληψη του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης. Ίσως κάποιος απόηχος να μένει από την παράδοση δι-εθνοτικών εργατικών αγώνων στην πόλη;