«Χιόνι», του Ορχάν Παμούκ
Για την αποκατάσταση του μαύρου
Το πολιτικό μυθιστόρημα δεν είναι μανιφέστο, αλλά ούτε και μύθος. Το πολιτικό μυθιστόρημα είναι αρχαιολογική ανασκαφή! Ο συγγραφέας πρέπει να σκάψει βαθιά, μεθοδικά, υπομονετικά. Πρέπει να φέρει στο φως το ζητούμενο με ψυχραιμία, σιγουριά και αποστασιοποίηση. Όταν το κάνει οφείλει να απομακρυνθεί από τη σκηνή και να αφήσει το κοινό να βγάλει τα συμπεράσματα του. Το ζητούμενο είναι τόσο καλά κρυμμένο στη σκόνη του χρόνου που η αφή γίνεται η μόνη οδός και όλες οι αισθήσεις. Αυτό που βρίσκεται στα έγκατα της Ιστορίας είναι η αλήθεια και ο συγγραφέας του πολιτικού μυθιστορήματος αυτήν αναζητά. Η έρευνα, ο μύθος, το βίωμα, η πραγματικότητα, όλα, πρέπει να ισορροπήσουν για να μην προκαλέσουν ανεπανόρθωτη βλάβη. Ο συγγραφέας πρέπει να πει την ιστορία των άλλων μέσα από τα μάτια των άλλων, πρέπει να περπατήσει στα ίδια σοκάκια, να αγγίξει ό,τι έχουν αγγίξει οι άλλοι και στο τέλος να κρατήσει ό,τι και αυτοί. Δύσκολο και ψυχοφθόρο. Αν τα καταφέρει όμως μας δίνει κάτι συναρπαστικό: την αλήθεια ολοζώντανη μπροστά μας! Το «Χιόνι» (Εκδόσεις Πατάκη) του Ορχάν Παμούκ ανήκει σε αυτές τις σπάνιες λογοτεχνικές στιγμές. Η απλότητα και η χάρη του χιονιού, η μοναδικότητα του, δεν σκεπάζει, μα αποκαλύπτει την τούρκικη ψυχή, την τούρκικη αλήθεια.
Το συγγραφικό πεδίο είναι ναρκοθετημένο στην Τουρκία. Η μυθοπλασία, η τόλμη της φαντασίας, η φιλοδοξία, όλα προσκρούουν στο επίμονο όριο της εξουσίας, πολιτικής, θρησκευτικής, στρατιωτικής. Η τελευταία μπορεί να έχει ένα πρόσωπο και να αλλάζει μορφή όταν τον επιβάλλουν οι συνθήκες. Αγωγές, απειλές, λογοκρισία, φυλάκιση, δυσφήμιση, στέκουν απέναντι στους «ενοχλητικούς» συγγραφείς. Ο Ορχάν Παμούκ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 διατηρεί κριτική στάση απέναντι στο τουρκικό κράτος. Μιλά για τη γενοκτονία των Αρμενίων, τις δολοφονίες Κούρδων, τον θρησκευτικό φανατισμό, την επιβολή του στρατού στην πολιτική ζωή του τόπου… Τα λόγια, τα γραπτά κυρίως, του Παμούκ δεν είναι αυστηρές καταγγελίες, ανεξέλεγκτα πάθη πάνω σε εκδικητικούς δρόμους. Ο διάσημος τούρκος συγγραφέας προσπαθεί να δει την πραγματικότητα μέσα από τα μάτια των πολλών, να ταξιδέψει με το παράπονο και την περηφάνια τους. Δεν είναι εύκολο. Αν δεν νιώθεις στο πετσί σου τη φτώχεια, τον αποκλεισμό, τα επικίνδυνα πάθη, τότε είναι πολύ εύκολο η προσπάθεια σου να μετατραπεί σε προκλητικό ψέμα. Για να αποφευχθεί απαιτεί το καλοραμμένο ένδυμα του μύθου και ο Παμούκ ξέρει να φροντίζει τις ραφές των ιστοριών του. Το «Χιόνι» γράφτηκε με την ακρίβεια του επίμονου ερευνητή και την εξωστρεφή διάθεση του καταπιεσμένου.
Ο Κα, εξόριστος στη Γερμανία, τούρκος ποιητής, επιστρέφει στην πατρίδα του για να ταξιδέψει σε μια απομακρυσμένη πόλη κοντά στα σύνορα με την Αρμενία, το Καρς. Σκοπός του είναι η πραγματοποίηση δημοσιογραφικής έρευνας για τις μαζικές αυτοκτονίες κοριτσιών που τους απαγορεύεται να φορούν την ισλαμική μαντίλα. Στο Καρς όμως τον οδηγούν επίσης οι αναμνήσεις του για τη λαμπερή Ιπέκ, την προσφάτως διαζευγμένη παλιά του συμφοιτήτρια. Το χιόνι πέφτει ασταμάτητα και παγιδεύει στην ομορφιά και στον ρυθμό του πρόσωπα, καταστάσεις, όνειρα, ποιήματα, συγκρούσεις, θανάτους. Η ερωτική ιστορία κρύβει και φανερώνει την επικίνδυνη έρευνα του Κα, σκεπάζει και αποκαλύπτει τη δίχως τέλος σύγκρουση, τη σύγκρουση Κεμαλικών, ισλαμιστών, κούρδων εθνικιστών, τούρκων εθνικιστών.
Ο Παμούκ είχε δύο στόχους όταν έγραφε το «Χιόνι»: ο ένας να γράψει μυθιστόρημα που θα έδειχνε την παραδοξότητα της πολιτικής και της ζωής. Ο άλλος, να γίνει το Καρς πολιτική μικρογραφία της Τουρκίας. Ο τούρκος συγγραφέας ικανοποιεί και τους δύο στόχους. Το σώμα και το βλέμμα του Κα, ο έρωτας του για την Ιπέκ, γίνονται η γέφυρα και η απόσταση που είχε ανάγκη ο Παμούκ. Τα πολιτικά ρεύματα είναι εκεί με τις αδυναμίες και τις εμμονές τους, η πρόσφατη ιστορία της Τουρκίας είναι εδώ με τα αγκάθια γερά καρφωμένα στο «σώμα» της.
Η αφήγηση είναι σταθερή, ήρεμη, επιβλητική με τον τρόπο της. Οι χαρακτήρες, το τοπίο, το αστικό κομμάτι του τόπου εκπέμπουν τη γνώση του συγγραφέα για τα μέρη που ξέρει, που έμαθε και που δεν σταματά να μαθαίνει. Η μετάφραση ανήκει στη Στέλλα Βρετού, ενώ η έκδοση συνοδεύεται από διαφωτιστικό επίμετρο του συγγραφέα.