Χόρχε Λούις Μπόρχες - Aδόλφο Μπιόυ Κασάρες: Βίοι, σχεδόν, παράλληλοι
Η υπονομευτική δύναμη του «καφκικού» σουρεαλισμού

Ίσως δεν είναι τυχαίο πως τα βιβλία τους κυκλοφόρησαν την ίδια, περίπου, εποχή καθώς, τόσο ο Χόρχε Λούις Μπόρχες όσο και ο Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες διακατέχονται από την ίδια δημιουργική ιδεοληψία που συνδέει ιστορίες που μοιάζουν, βέβαια, ρεαλιστικές αλλά συστηματικά υπονομεύονται από έναν καφκικό σουρεαλισμό. Λέμε «καφκικό», διότι ολοζώντανη είναι η αίσθηση του κλειστού ασφυκτικού περιβάλλοντος – εδώ περισσότερο στον Κασάρες – αλλά και του σασπένς στις ιστορίες που αφηγούνται. Εξάλλου, όντες στενοί φίλοι, έχουν γράψει μαζί είτε με τα ονόματά τους, είτε με ευφάνταστα ψευδώνυμα, ανθολογίες, σενάρια, αστυνομικά, είτε και ξεκαρδιστικές σάτιρες.
Χόρχε Λούις Μπόρχες, Το Βιβλίο των φανταστικών όντων – Μετ. Γιώργος Βέης, Εκδ. Πατάκης
Το εν λόγω βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το ‘57 στο Μεξικό ως «Εγχειρίδιο Φανταστικής Ζωολογίας» και περιελάμβανε 82 λήμματα. Το ’67, στην έκδοση του Μπουένος Άιρες απέκτησε τον οριστικό τίτλο του ενώ προσετέθησαν άλλα 34 φανταστικά όντα. Δυο χρόνια μετά εμφανίζεται στα αγγλικά – μην ξεχνάμε πως ο Μπόρχες ήταν δίγλωσσος – με παραλλαγμένα αρκετά λήμματα και με την προσθήκη μερικών ακόμα. Στην τελική μορφή του βρίσκουμε 120 παράξενα ζώα.
Βιβλίο σύντομων κειμένων που διαβάζεται από όποια σελίδα και αν το ανοίξεις όπως διατείνεται ο συγγραφέας του, «Τα φανταστικά όντα» αντλούν τις εικόνες τους από πολλές και διαφορετικές πηγές – βεβαίως, από την ελληνική μυθολογία, Όμηρος κτλ – αλλά και τις λαϊκές παραδόσεις της Ευρώπης, τους φυσιογνωστικούς οδηγούς του Μεσαίωνα, γνωστούς ως bestiaries, τα παραμύθια της Κίνας και της Ινδίας ή τα λεγόμενα των ιθαγενών πληθυσμών της Αμερικής. Επίσης, από τις διάφορες διηγήσεις περιηγητών κατά την διάρκεια των περασμένων αιώνων και από κείμενα γνωστών συγγραφέων σαν τους Αδελφοί Γκριμ, τον Πόου, τον Σαίξπηρ, τον Κάφκα και τον Λούις Κάρολ.
Ο ίδιος ο Μπόρχες, στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης αναφέρεται στο δέος των μικρών παιδιών όταν πρωτοπάνε σε ζωολογικό κήπο και βλέπουν αληθινά ζώα που ποτέ πριν δεν είχαν αντικρίσει. Στο «zoo» του Αργεντινού συγγραφέα ο καθένας μπορεί να εμφορείται από ανάλογα συναισθήματα γιατί εκεί κατοικούνε αλλόκοτα πλάσματα: κένταυροι, συλφίδες και δράκοντες. Ο τρόπος που ο λογοτέχνης παραθέτει τα λήμματα, το δημοσιογραφικό ύφος – οι αναφορές στις πηγές και οι περιγραφές των όντων – το ύφος, εν τέλει, της αφήγησης που αιωρείται μεταξύ σοβαρού και αστείου, προδίδει στην γραφή μια γοητευτική εγκυκλοπαίδεια αλλόκοτων πλασμάτων που κυριάρχησαν στις προφορικές διηγήσεις των παλαιών ανθρώπων, εξάπτοντας την φαντασία. Ένα είδος καλειδοσκόπιου του οποίου κάθε πλευρά προβάλλει παράξενα πλάσματα, καλοκάγαθα αλλά και τρομερά ταυτόχρονα: Οι αντιλόπες με τα έξι πόδια, οι ωραίες ένοπλες παρθένες Βαλκυρίες, οι μονόφθαλμοι, μονομάγουλοι, μονόχειροι, μονοπόδαροι, με μισό κορμί και μισή καρδιά, Νάσνας – το γιγάντιο όρνεο με τα θεόρατα φτερά – Ρουχ και το επτακέφαλο φίδι Νάγκα. Όλα αυτά και άλλα πολλά διατρέχουν τις σελίδες των «Φανταστικών Όντων» και είναι η εξαίρετη δεινότητα του παραμυθά Μπόρχες που τους δίνει σάρκα και οστά, ωσάν να βρίσκονται εν ζωή και να μας απειλούν από κάθε σκοτεινή γωνιά του μυαλού μας.
Καθότι ο Αργεντινός συγγραφέας αφυπνίζει το μέρος εκείνο της νόησης που αναφέρεται στην παιδική ηλικία, το φέρνει στην επιφάνεια, ενώ διατρέχει τους λαβύρινθους της ανθρώπινης φαντασίας σε τέτοιο βαθμό ώστε ύστερα από κάθε ανάγνωση να αισθάνεται, κανείς, θαυμασμό αλλά και αγριάδα για τα πιστεύω προηγούμενων κοινωνιών. Στην παραστατική σκιαγράφηση των μπορχικών όντων βοήθησε και η μετάφραση του Γιώργου Βέη.
Aδόλφο Μπιόυ Κασάρες. Η εφεύρεση του Μόρελ- Μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδ. Πατάκης
Μάλλον, το πιο σημαντικό του έργο του Αργεντινού γαλλικής καταγωγής, Αντόλφο Μπιόυ Κασάρες, που εκδόθηκε το 1940, απ’ τα πρώτα – ομού με αυτά των X.T. Ουέλς και Γιεβγκιένι Ζαμιάτιν – μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας. Σε νέα καλή μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, «Η εφεύρεση του Μορέλ», παραπέμπει στο «Νησί του δόκτορος Μορό» του Ουέλς, χτίζει έναν αφηγηματικό καμβά που κορυφώνει το ψυχολογικό σασπένς μέχρις ότου αποκαλύψει στον αναγνώστη το φοβερό μυστικό του και τον κάνει συνένοχο στο υπαρξιακό του άγχος.
Κάποιος κατάδικος, που δεν ξέρουμε το όνομά του, ούτε γνωρίζουμε γιατί έχει καταδικαστεί, δραπετεύει σε ένα πολύ μικρό νησί όπου κρατά ένα ημερολόγιο προσωπικών συμβάντων. Πάνω στο νησάκι έχουν εγκαταλειφθεί 3 – 4 κτίσματα- ένα μουσείο, ένα παρεκκλήσι, μια πισίνα. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι εξαιρετικά δυσχερείς μιας και έχει να αντιμετωπίσει το φάσμα της πείνας, τις επιθέσεις εντόμων και το χειρότερο απ’ όλα, τις συχνές πλημμυρίδες που σαρώνουν τα πάντα και εισέρχονται ακόμη και εντός των οικημάτων. Αλλά το πιο τρομακτικό είναι πως υπάρχουν παράξενοι επισκέπτες που έρχονται σε τακτά χρονικά διαστήματα στο νησί, περιφερόμενοι και διασκεδάζοντες. Με τον φόβο μην τον ανακαλύψουν και τον καταγγείλουν ο φυγάς κρύβεται εδώ και εκεί πανικόβλητος. Όμως, καθώς παρακολουθεί από μακριά την πανέμορφη Φοστίν, (Faustine από τον Γκαίτε), την ερωτεύεται πλατωνικά. Στην προσπάθειά του να επικοινωνήσει μαζί της ανακαλύπτει πως είναι παντελώς αδύνατο γιατί ενώ περνά δίπλα της ακόμη και ανάμεσ στους υπόλοιπους, αυτοί δεν τον αντιλαμβάνονται ακολουθώντας διαρκώς την ίδια πορεία, τις ίδιες κινήσεις. Καθότι τούτη η παράξενη παρέα δεν αποτελείται από αληθινούς ανθρώπους αλλά από φωτεινά ολογράμματα που εκπέμπονται από μηχανικά μέσα, επινοήσεις του επιστήμονα(;) Μορέλ, μέσα που τροφοδοτούνται ενεργειακά από τις πλημμυρίδες, τον άνεμο και τον ήλιο. Τι είναι λοιπόν τούτα τα όντα; Τίποτε περισσότερο από τρισδιάστατες εικόνες ενός «φιλμ» που προβάλλεται μέσα στο χώρο του μουσείου. Ο Μορέλ και οι κάμερές του κατέγραψαν την ζωή της συγκεκριμένης ομάδας κατά την διάρκεια μιας εβδομάδας. Εν συνεχεία το βιντεοσκοπημένο υλικό προβάλλεται ξανά και ξανά, αιωνίως στον χρόνο, μέχρι να σταματήσουν οι μηχανές που το τροφοδοτούν.
Με άλλα λόγια ο Κασάρες στήνει δυο, τρόπον τινά, παράλληλα σύμπαντα που δεν τέμνονται ποτέ. Παγιδευμένοι στο άπειρο η Φοστίν και η παρέα της ακολουθούν επαναλαμβανόμενες πορείες έχοντας αποκτήσει, θα λέγαμε, ένα είδος αθανασίας. Παρ’ όλη την σοκαριστική αποκάλυψη, ο ήρωας δεν παύει να είναι ερωτευμένος με την ωραία κόρη και να θέλει μέχρι θανάτου να την συναντήσει. Ούτως και συμβαίνει διότι η συσκευή του Μορέλ απαθανατίζει τους προβαλλόμενους μέσα από έναν αργό και βασανιστικό τέλος. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπους που ο Κασάρες περιγράφει την σταδιακή παρακμή του σώματος και της σκέψης του ανώνυμου δραπέτη. Στην προσπάθειά του να ενωθεί εις το διηνεκές με την αγαπημένη του Φοστίν δέχεται να υποστεί μια εφιαλτική μετάλλαξη και να ταξιδέψει, όχι σε μια όμορφη ουτοπική κατάσταση, αλλά σε μια δολοφονική δυστοπία.
Μια αλληγορία, μάλλον, του συγγραφέα για τα διακυβεύματα της εποχής του μεσοπολέμου και για το πώς ευγενή οράματα – πολιτικά, κοινωνικά – μπορούν να μετασχηματισθούν σε ζοφερά καθεστώτα. Αλλά, κυρίως, είναι ένα homage στο κινηματογράφο που τότε άρχισε να κατακτά τον κόσμο, μια αλληγορία για τις κινούμενες εικόνες, την δυνατότητα τους να παγιδεύουν για πάντα τον χρόνο και μαζί οι πρωταγωνιστές που εγκαταβιώνουν εντός του να κυκλοφορούν ανά τους αιώνες αμετάβλητοι, ζωντανοί χωρίς κανένα ηλικιακό ψεγάδι.
Επιπλέον, ο φυγάς δεν είναι άλλος από τον θεατή της σκοτεινής αίθουσας, τον δραπέτη από τη σκληρή καθημερινότητα που κρυμμένος σε μια γωνία βλέπει να τρέχουν μπροστά του γεγονότα και συναισθήματα και παραδίδεται ολοκληρωτικά σε αυτά, ερωτεύεται και παθιάζεται με τους γοητευτικούς ήρωες και νιώθει ενίοτε ένας με αυτούς. Κατά κάποιον τρόπο εγκαταλείπει την θνητή του ύπαρξη για να ζήσει ανάμεσα σε αυτούς. Ο Κασάρες υπογράφει μια πρώιμη science fiction αφήγηση πάνω σε θέματα τέχνης, τεχνολογίας (η τρισδιάστατη απεικόνιση) αλλά πάνω από όλα έναν στοχασμό για την αγωνία του θανάτου και την ουτοπική ελπίδα της αείζωης ύπαρξης.