Ψυχολογίες Συμμόρφωσης-Τα κέντρα «φιλοξενίας» μεταναστών ως χώροι άσκησης βιοπολιτικής εξουσίας
Μια κριτική παρουσίαση των ψυχολογικών πρακτικών που εγκαθιδρύονται και αναπαράγονται στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης(ΚΥΤ) μεταναστών.
Πριν περίπου τρία καλοκαίρια, τα ΜΜΕ έσπευσαν να ονομάσουν την τεράστια ροή μεταναστών προς την Ευρώπη μεταναστευτική «κρίση», τονίζοντας δηλαδή το αναπάντεχο του γεγονότος. Το ίδιο αναπάντεχα (ή όχι και τόσο, με βάση τις σχετικές συμφωνίες με την ΕΕ) οι μεταναστευτικές ροές «λίμνασαν» σε διάφορες ακριτικές κυρίως περιοχές του ελλαδικού χώρου, μονιμοποιώντας παράλληλα τις δομές «φιλοξενίας» που στήθηκαν από κράτος και ΜΚΟ προκειμένου να περιοριστεί και τελικά να ελεχθεί ο μεταναστευτικός πληθυσμός. Το βιβλίο «Ψυχολογίες συμμόρφωσης. Σημειώσεις πάνω στον ψυχοπολιτικό έλεγχο του μεταναστευτικού» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις opositο επιχειρεί να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τις ψ- πολιτικές που λαμβάνουν χώρα μέσα σε ένα Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ). Μετανάστες και εργαζόμενοι υφίστανται μια άνευ όρων και σε διαφορετικό επίπεδο προσπάθεια πειθάρχησης στην «εσωτερική ζωή» του ΚΥΤ, αυτή των στρατικοποιημένων συνθηκών κράτησης πίσω από συρματοπλέγματα.
Σε αυτό που καινοτομεί το παρόν βιβλίο είναι ότι αποφεύγει τους διδακτισμούς και τα «εύκολα» συμπεράσματα, αποδεικνύοντας στην πράξη τα λεγόμενα μέσα από τις «σημειώσεις πεδίου», δηλαδή την καταγραφή και εξιστόρηση αληθινών περιστατικών σε ΚΥΤ, κυρίως κατά την αλληλεπίδραση των μεταναστών με τον ψυχολόγο. Έτσι ξεδιπλώνονται με παραστατικό τρόπο τόσο οι διαφορετικές πολιτισμικές αφετηρίες και προσλαμβάνουσες των δυο λαών όσο και η επιβολή του δυτικού ψυχολογικού τύπου συμπεριφοράς στην μεταξύ τους επικοινωνία. Όπως εύστοχα σημειώνεται πολλάκις στο βιβλίο, αυτή η προσπάθεια μοιάζει με το παράδειγμα που δίνει και ο Ντελέζ στο κείμενό του «Έρημοι Νήσοι» για τον Ροβινσώνα Κρούσο(σελ. 15):
«Ο ήρωας του Νταφόε, εξηγεί ο Ντελέζ, δεν εφευρίσκει τίποτα πάνω στο νησί, ό,τι χρησιμοποιεί το παίρνει έτοιμο από το πλοίο. Αντί να κατασκευάσει ολόκληρο τον κόσμο από το νησί και πάνω στο νερό, εκείνος επιλέγει να θεμελιώσει στο νησί την καθημερινή αστική ζωή χρησιμοποιώντας ένα απόθεμα κεφαλαίου. Ο Ροβινσώνας αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια να εξημερώσει το νησί, να μετατραπούν οι πόροι του σε πηγή κέρδους, και το πιο σημαντικό, να τιθασευτεί η κανιβαλική του συνείδηση μέσω μιας διαδικασίας αποικιοκρατικού επιπολιτισμού.»
Οι μετανάστες λοιπόν «ναυαγημένοι» από την ζωή αναγκάζονται να προσαράξουν επ’ αόριστον στην βαλτώδη πραγματικότητα του ΚΥΤ. Το «απόθεμα κεφαλαίου» που αναφέρεται στο παράδειγμα για τους ψυχολόγους δεν είναι άλλο από τις δυτικές θεωρίες, μεθόδους και διαγνωστικά κριτήρια, που εφαρμόζουν αβίαστα στους μετανάστες, καθώς τους αντιλαμβάνονται ως ένα οικουμενικό υποκείμενο πέρα από ταξικές και πολιτισμικές διαφορές. Μόνο που το ψυχολογικό κεφάλαιο των μεταναστών όλο και λιγοστεύει, καθώς εγκλωβίζονται σε ένα «τραυματικό παρόν», που μερικές φορές καταντά χειρότερο από το παρελθόν, γι’ αυτό και πολλές φορές καταφεύγουν στο να ζητούν εθελοντικά τον επαναπατρισμό τους.
Η έννοια του «τραυματικού παρόντος» αναφέρεται σε ειδικό κεφάλαιο καθώς αποτελεί κομβικό στοιχείο στην κατανόηση της τεχνολογίας ελέγχου που συντελείται στα ΚΥΤ, διαχειριστές των οποίων δεν είναι άλλοι από στρατό, αστυνομία, FRONTEX, OHE, ΜΚΟ και ελληνικό κράτος. Σε αυτό τον ιδιάζοντα χωροχρόνο του ΚΥΤ καταργούνται οι οποιοιδήποτε αστικοί νόμοι (π.χ. περί ασφάλειας πληθυσμού), ενώ παράλληλα συντελείται μια διαλυτική σύγκρουση: αυτή του ατόμου με τον κοινωνικό-θεσμικό ιστό που το συγκρατεί (σελ. 81). Όλες οι προσωπικές διαδρομές, κοινωνικές συμπεριφορές και πολιτισμικά πρότυπα που μεταφέρουν υποσυνείδητα οι μετανάστες όπως και κάθε άλλο άτομο, καταρρέουν μπροστά σε μια ανέξοδη καθημερινότητα και σε μια εξίσου ανέξοδη προσπάθεια επικοινωνίας του τραύματος με τον ψυχολόγο ή κοινωνικό λειτουργό. Στην πραγματικότητα οι ψυχολογικές υπηρεσίες που παρέχονται από τις ΜΚΟ αποτελούν μέρος μιας διαδικασίας ανά-μόρφωσης του Άλλου, μέσα από την απαξίωση των πολιτιστικών παραμέτρων, της κουλτούρας της χώρας καταγωγής των προσφύγων και την ψυχολογικοποίηση των προβλημάτων τους. Μέσα από τις προσωπικές ιστορίες μεταναστών που περιγράφονται και αναλύονται σε κάθε κεφάλαιο, το φλεγμαίνον τραύμα παρόντος και παρελθόντος εκφράζεται με αϋπνίες, απόσυρση από την κοινωνική ζωή, μειωμένη όρεξη για φαγητό, αποτελέσματα της «γυμνής ζωής» στο ΚΥΤ. Απογυμνωμένοι από ιδέες, τόπους, φιλίες, εμπειρίες χρησιμοποιούν εργαλειακά πρόσωπα και καταστάσεις προκειμένου να έχουν το ελάχιστο της επιβίωσης, συρρικνώνοντας τελικά τον εαυτό τους στον «ελάχιστο εαυτό»(σελ.26).
Όταν όμως ζητούν βοήθεια οι «γυμνές ψυχές» με τα ελάχιστα ψυχικά αποθέματα, η απάντηση έρχεται με την (ψυχο)ιατρικοποιημένη υπερδιάγνωση που παθολογικοποιεί, αποπολιτικοποιεί και εξατομικεύει το πρόβλημα, ταξινομώντας το ως (μετατραυματική) διαταραχή (σελ.71). Οι συγγραφείς όμως προτείνουν υπέρβαση αυτής της κύριας διαγνωστικής κατηγορίας και στροφή προς μια πιο ανατρεπτική ψυχολογία κριτικής σκέψης, που έρχεται σε επαφή με τον ιδιαίτερο πολιτισμικό και επικοινωνιακό κώδικα των μεταναστών και προσφύγων, αναστοχαζόμενη τα κλασσικά, θεωρητικά, δυτικά εργαλεία. Μέσα σε συνθήκες που θυμίζουν στρατόπεδο συγκέντρωσης και φαβέλα, οι ψ-ειδικοί και κοινωνικοί επιστήμονες πρέπει να τείνουν το χέρι σε αυτά τα υποκείμενα, προκειμένου να βοηθήσουν τον ίδιο τους τον εαυτό.
Είναι εξίσου διεισδυτική η οπτική του βιβλίου για την ψυχολογία που διαμορφώνεται στους ίδιους τους εργαζόμενους των ΚΥΤ, περιγράφοντας αναλυτικά τις βαθιά ιεραρχικές δομές των ΜΚΟ και το ανταγωνιστικό, καριερίστικο περιβάλλον εντός τους. Είναι γεγονός πως το μεταναστευτικό αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί μια βιομηχανία κέρδους για ΜΚΟ και ευρωπαϊκά προγράμματα. Πέρα από τους εργαζόμενους που έρχονται σε επαφή με τους πρόσφυγες, το όλο πρότζεκτ συντονίζεται και διοικείται από ομάδες ατόμων (μάνατζερ, διοικητικοί υπεύθυνοι κλπ.) που ουδεμία σχέση έχουν με τον μεταναστευτικό, «ανθρωπιστικό» χώρο και συνήθως διορίζονται εκεί παράτυπα λόγω πολιτικών γνωριμιών. Τόσο το περιεχόμενο της εργασίας όσο και η πραγματική απόσταση του διοικητικού κέντρου από την εκάστοτε δομή φιλοξενίας, καθιστούν απαραίτητη την διαδικασία ελέγχου των εργαζομένων από μακριά και οδηγούν είτε σε διαδικασίες αυτοελέγχου και αυτοαξιολόγησης είτε κυριολεκτικά σε δίκτυα κατασκοπείας (σελ.42). Όλο αυτό το κλίμα εκφοβισμού σε συνδυασμό με την πρόσκαιρη φύση της ελαστικής εργασίας, δημιουργούν ένα δίχτυ ελέγχου του μισθωτού εργαζόμενου, που εμφυσεί τον χαφιεδισμό ως επιβεβαιωτικό μηχανισμό της εργοδοσίας. Ο χαφιεδισμός διαπερνά και το ίδιο το αντικείμενο εργασίας, καθώς οι ψυχολόγοι λειτουργούν πολλές φορές ως «αστυνομικοί» των ΚΥΤ, προκειμένου να αποσπάσουν πληροφορίες από τους μετανάστες. Οι συγγραφείς ωστόσο αναγνωρίζουν τη λακανική λειτουργία του καθρέφτη για μετανάστες και εργαζομένους: οι πρώτοι εκφράζουν την μη δυνατότητα για εργασία και οι δεύτεροι την καθυπόταξη και την επισφάλεια, εργαζόμενοι με την διαχείριση άνεργου δυναμικού. Έτσι, η «γυμνή ψυχή» των μεταναστών μοιάζει να ισχύει και για τους εργαζόμενους, που νιώθουν ψυχικά σταθεροποιημένοι μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον μισθωτής εργασίας.
Δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί, τέλος, η φυλετική διάσταση στο ζήτημα του μεταναστευτικού και το πώς η πατριαρχία καταπιέζει τις γυναίκες προσφύγισσες. Θίγεται, κυρίαρχα, στα πλαίσια της γενικότερης νεοαποικιοκρατικής λογικής που έχει περιγραφεί παραπάνω, η προσέγγιση του έμφυλου ζητήματος με όρους «λευκού» φεμινισμού που καταλήγει σε παραινέσεις και κοινότοπες συμβουλές, όπως «φροντίδα και κατανόηση στα θύματα». Οι συγγραφείς καθιστούν σαφή την αναγκαιότητα μιας χειραφετιτικής, φεμινιστικής ψυχολογίας που ανοίγει «το προσωπικό στο πολιτικό» και αντιλαμβάνεται τις ιδιαιτερότητες ενός «μαύρου φεμινισμού» εισάγοντας στην θεραπευτική σχέση τις πολιτισμικές, ταξικές, φυλετικές και έμφυλες παραμέτρους (σελ. 98).
Το πόνημα των Αφροδίτη Καψάλη και Μιχάλη Μεντίνη επιχειρεί να επανεθεμελίωσει τις αρχές της σύγχρονης, δυτικής ψυχολογίας από ριζοσπαστική ματιά, με αφορμή το μεταναστευτικό ζήτημα. Μέσα από χρήσιμα παραδείγματα και ενδελεχή καταγραφή των τεχνολογιών συμμόρφωσης, το βιβλίο δεν υποδεικνύει αλλά εισάγει προβληματισμούς σχετικά με μια πιο κριτική προσέγγιση της ψυχολογίας και των σχετικών πρακτικών παρέμβασης. Έτσι λοιπόν απευθύνεται σε όσες και όσους θέλουν να αποκτήσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης των ΚΥΤ αλλά και να ανιχνεύσουν τα ψήγματα της γενικότερης ΜΚΟποίησης που υφίσταται σταδιακά η ελληνική κοινωνία.
*Το βιβλίο των Αφροδίτη Καψάλη και Μιχάλη Μεντίνη “Ψυχολογίες συμμόρφωσης. Σημειώσεις πάνω στον ψυχοπολιτικό έλεγχο του μεταναστευτικού” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις oposito/κριτικές ψυχολογίες.