«Όλα για το τίποτα», του Βάλτερ Κεμπόφσκι
Οταν το τίποτα έγινε τα πάντα!
Η ιστορία αυτή δεν έχει τέλος και η αρχή της χάνεται στην πρώτη συλλογική δοκιμασία. Ξέρετε, τότε που όλοι έπρεπε να ορθώσουν ανάστημα, αλλά η πρόκληση κρύφτηκε μέσα στην προπαγάνδα και στην ασφάλεια. Οι σκληροί νόμοι, τα κρύσταλλα που θρυμματίζονταν και οι διαχωρισμοί που μεγάλωναν. Η εξουσία αφαιρούσε, σταδιακά, το βελούδο από το σιδερένιο γάντι της και το έριχνε στα μάτια και τις ψυχές των ανθρώπων. Και αυτοί χαλάρωναν, ξεφυσούσαν ικανοποιημένοι που το κακό ήταν οι άλλοι. Οι ζωές μίκραιναν, ποσοτικά και ποιοτικά. Αρκούσε ένα πιάτο φαΐ και μια δουλειά. Αρκούσε το ταχύ βήμα για να αποφύγεις τις «μολυσμένες» περιοχές. Αρκούσε η σιωπή απέναντι στην υστερική φωνή. Αρκούσε η στιγμιαία ζεστασιά της σκιάς. Όταν, όμως, η αγκύλωση έγινε ανίατη αρρώστια, γιατρός δεν εμφανίστηκε. Η εντολή ήταν σαφής. Μη ζητάτε τίποτα και ζήστε για το τίποτα! Το πάντα ανήκει στους σφαγείς. Ετσι, ο καθημερινός προγραμματισμός συνεχίστηκε. Αρκούσε μια χούφτα από τίποτα για να συνεχίσεις να ζεις υπό ορθή γωνία. Ακόμη και όταν οι λεπίδες ακονίστηκαν για τα καλά και το αιματοκύλισμα ξεκίνησε, το μεσημεριανό φαγητό και ο απογευματινός περίπατος συνόδευαν το τίποτα. Κάποια στιγμή, ωστόσο, κανείς δεν είχε να χάσει τίποτα. Και ενώ οι δολοφόνοι μεγάλωναν την κοφτερή επικράτεια τους, το τίποτα τους έπνιξε, όλους! Τότε, αθώοι και ένοχοι κατάλαβαν. Το ίδιο και ο Βάλτερ Κεμπόφσκι και μας έδωσε το «Ολα για το τίποτα» (Εκδόσεις Δώμα).
Ο γερμανός συγγραφέας σημειώνει στη σελίδα 396: Όταν η ανθρωπότητα δεινοπαθεί, τα δεινά της πρέπει να γίνονται βιβλίο. Και έχει δίκιο. Κάποιος πρέπει να καταγράψει, να σημειώσει, να περιγράψει το τίποτα, γιατί και αυτό έχει σημασία στην ιστορική εξέλιξη. Ο Κεμπόφσκι τοποθετεί τη δράση του βιβλίου στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ιανουάριος του 1945. Το ανατολικό μέτωπο καταρρέει, ο Κόκκινος Στρατός προελαύνει. Η Γερμανία έχει ηττηθεί. Ο Κεμπόφσκι «αγγίζει» το τραύμα της χώρας ενώ είναι ζεστό. Η αναμονή για το σοκ και η πρώτη αντίδραση είναι το έδαφος στο οποίο χτίζει το μυθιστόρημα του. Παρότι δεν παίρνει θέση, δεν εξηγεί τα αίτια του πολέμου και της ήττας, εντούτοις δίνει με ενάργεια μια καθοριστική πτυχή του δράματος. Δυο λέξεις: Αμηχανία, ψευδαίσθηση. Τα πρόσωπα του βιβλίου δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν στη ναζιστική λαίλαπα. Το επιχειρηματικό κατεστημένο της χώρας επέβαλλε το φαιό και τις βάρβαρες μεθόδους του. Οι πολίτες χειραγωγήθηκαν, άλλοι περίμεναν την ευκαιρία τους να «βασιλέψουν» μέσα στην ανθρωποφαγική ζούγκλα, άλλοι φοβήθηκαν και άλλοι έμειναν στα ένδοξα χρόνια. Και όταν ο αγκυλωτός σταυρός σκέπασε την Ευρώπη, σκέπασε και τα μυαλά. Θα νικήσουμε, ζήτω ο Φύρερ!, δεν ενοχλώ κανέναν, ιδιωτεύω ακόμη κι όταν οι σάρκες φλέγονται… Αυτές οι δύο καθηλωτικές καταστάσεις διαμορφώνουν το αφηγηματικό τοπίο, από την αρχή ως το τέλος.
Ο Κεμπόφσκι αφηγείται με την ακρίβεια χειρουργού! Πολλά επεισόδια καθημερινότητας, πεντακάθαρα, με απαράμιλλη αμεσότητα δοσμένα. Μικρά, πολύ μικρά, εν δυνάμει μεγάλα, ορατά και αόρατα… Οι Ρώσοι είναι πολύ κοντά, ο αχός των κανονιών τους ακούγεται καθαρά. Αλλά στο Γκεόργκενχοφ, το αρχοντικό της οικογένειας φον Γκλόμπιχ, η ζωή μοιάζει να διατηρεί τη ρουτίνα της. Το μυθιστόρημα δεν είναι «αποσπασματικό», έτσι φαίνεται. Ο Κεμπόφσκι αποκαλύπτει αυτό που δεν φαινόταν και δεν φάνηκε ποτέ. Μας δίνει έναν κόσμο πίσω από τον κόσμο που φλεγόταν και το κάνει εντυπωσιακή ακρίβεια και ηρεμία. Του αξίζει να μπει δίπλα στον άλλο Γερμανό, τον σπουδαίο Χανς Φάλαντα. Η μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου είναι εξαιρετική. Η επιμέλεια ανήκει στους Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Θάνο Σαμαρτζή.