Όποιος δε γιορτάζει, έχει χάσει!
Βερολίνο. 69 χρόνια μετά. Εκεί που θανατώθηκε ο "δράκος"...
Στο ομώνυμο παραμύθι του Ευγένιου Σβαρτς, ο «δράκος» ζει στην πολιτεία για αιώνες. Ζει σκοτώνοντας νέα κορίτσια κάθε χρόνο καθώς και όποιον τολμήσει να αμφισβητήσει την κυριαρχία του προσπαθώντας να τον σκοτώσει. Τα πρώτα χρόνια βρέθηκαν αρκετοί να μονομαχήσουν μαζί του αλλά μετά από εκατοντάδες θανάτους, οι κάτοικοι παραιτήθηκαν και συμφιλιώθηκαν με το «τέρας», το συνήθισαν. Ο δράκος παίρνει πότε πότε ανθρώπινη μορφή, μπαίνει μέσα στα σπίτια, οι κάτοικοι τον καλοδέχονται και υπάκουοι στη μοίρα τους θυσιάζουν κάθε τόσο μια όμορφη κόρη. Αυτή είναι η ζωή τους και δεν μπορούν πια να κάνουν τίποτα για να την αλλάξουν. Ώσπου ο δράκος δεν τους φαίνεται και τόσο κακός. Αν είσαι ήσυχος και πιστός, αν του χαρίζεις ζωντανά, λαχανικά και αλάτι για τροφή, αν δεν επιχειρείς να του κάνεις κακό, τότε ζεις μια ήσυχη ζωή περιμένοντας να κάψουν οι φλόγες του τη δική σου πόρτα…
Περπατώντας χτες ανάμεσα σε εκατοντάδες επισκέπτες στο Treptower Park του Βερολίνου προς το Σοβιετικό μνημείο για τη γιορτή της αντιφασιστικής νίκης, ένα γινόταν βέβαιο στη σκέψη. Ο «δράκος» του Σβαρτς υπήρξε. Μαζί του υπήρξαν και οι υποτακτικοί, οι συμβιβασμένοι, οι δωσίλογοι αλλά και οι ανυπότακτοι αντιφασίστες του Κόκκινου Στρατού, οι -τόσων διαφορετικών εθνικοτήτων- στρατιώτες και παρτιζάνοι της αντιφασιστικής νίκης.
69 χρόνια πριν, ο «δράκος» της ανθρώπινης ιστορίας, που ρήμαξε τους λαούς της Ευρώπης, που σκόρπισε τη φρίκη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα κρεματόρια, στις εκτελέσεις, στα χωριά, στις πόλεις, στα μπλόκα, θανατώθηκε λυτρώνοντας τους λαούς και δικαιώνοντας τα εκατομμύρια των νεκρών. Η ναζιστική Γερμανία παραδόθηκε άνευ όρων, ο Χίτλερ αυτοκτόνησε, ο Μουσολίνι εκτελέστηκε και «αυτοί είναι καλοί λόγοι να γιορτάσουμε», όπως λέει ένα από τα συνθήματα της σημερινής γιορτής στο Βερολίνο.
Μέσα στο επιβλητικό μνημείο και ανάμεσα στα στεφάνια, τις κόκκινες σημαίες αλλά και πλάι στα αυτοσχέδια περίπτερα με βιβλία, κείμενα, περιοδικά, αφίσες και ποτηράκια με βότκα, η γιορτή τριγυρνάει. Άλλοτε κουτσαίνοντας πιάνει το συνομήλικό της από τον ώμο, άλλοτε σα θύελλα τραντάζει τους νέους φωνάζοντάς τους στο πρόσωπο να είναι έτοιμοι, άλλοτε σηκώνει το μωρό παιδί στο πιο ψηλό σκαλί να δει τη θέα του κόσμου και άλλοτε κάθεται αμίλητη να τιμήσει κι εκείνη με τη σειρά της. Να τιμήσει όσους τη γέννησαν 69 χρόνια πριν αλλά και όσους για χάρη της χάθηκαν από το σύγχρονο φάντασμα του δράκου. Θυμάται τον Ερνστ και τον Άρη, τον Σίλβιο και τον Παύλο, τον Θόδωρο και τον Σαχζάτ, τον Αλέξη και τον Μπερκίν, μαζεύει τα λουλούδια της και τα σκορπά να φτάσουν στην Οδησσό.
Οι γιορτές μας ποτέ δε θα χωρέσουν σε μουσεία. Είναι αερικά και μας βρίσκουν στα δύσκολα, είναι σχοινί από σίδερο και μας ξανασηκώνουν. Ο «δράκος» στο παραμύθι, πάνω από όλους, μισούσε τους τσιγγάνους. Γιατί λέει ήταν ελεύθεροι, ανυπότακτοι κι αντάρτες. Γιατί η ζωή τους απειλούσε την πειθήνια τάξη της πολιτείας και την καθαρότητα της φυλής. Δεν έχει σημασία να πούμε εδώ πως τελειώνει η ιστορία του Σβαρτς. Ακούγεται ακόμα η 9η Μάη να λέει:
Ω δύναμη της ζωής/ λιώσε της συμφοράς το κεφάλι.
(Ν. Καρούζος, Το δέντρο των αγνοημάτων)