Το «φάντασμα» του Ντιτρόιτ πάνω από την Βενετία
Όταν ο Σαγκάλ, ο Κλιμτ και ο Ντιέγκο Ριβιέρα πληρώνουν την καπιταλιστική κρίση
Σε μια χολιγουντιανή ταινία “αποκάλυψης”, οι άνθρωποι έχουν εγκλωβιστεί στη βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης και καίνε βιβλία, μεταξύ άλλων σπάνια, σε ένα παμπάλαιο τζάκι, για να αποφύγουν το θάνατο από το κρύο.
Το μήνυμα είναι σαφές και πρακτικά αδύνατο να αμφισβητηθεί: Η ανθρώπινη ζωή είναι η υπέρτατη αξία. Ιδίως αν αφορά Αμερικανούς.
Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Στον αληθινό καπιταλιστικό κόσμο, αν κάψεις βιβλία για να ζεσταθείς, θα χαρακτηριστείς «βάρβαρος». Αν, όμως, τα πουλήσεις για να αποπληρωθεί το δημόσιο χρέος, για το οποίο δεν ευθύνεσαι, τότε, είσαι ένα άριστος οικονομικός διαχειριστής.
Διότι το μείζον στον αληθινό καπιταλιστικό κόσμο δεν είναι η ανθρώπινη ζωή αλλά η διάσωση των «αγορών». Δηλαδή η δυνατότητα απρόσκοπτης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και συσσώρευσης κέρδους.
Διότι, ως γνωστόν, στον καπιταλισμό, υπέρτατη αξία είναι το κέρδος του κεφαλαιοκράτη. Κανένα βιβλίο, όσο σπάνιο κι αν είναι, δεν μπορεί να απειλήσει αυτή τη βασική αρχή.
Κανένας πίνακας, όσο σημαντικός κι αν είναι, δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από ένα επενδυτικό «κελεπούρι».
Τα σπαράγματα της πολιτιστικής κληρονομιάς προστατεύονται μόνο στο βαθμό που εξυπηρετούν τις κάθε φορά ανάγκες του κεφαλαίου, είτε οικονομικές, είτε τρέχουσες ιδεολογικές.
Στον καπιταλισμό, η τέχνη είναι εμπόρευμα.
Αν τα παραπάνω ακούγονται «δογματικά» σε κάποιους, τότε αυτοί θα πρέπει να «επιστρέψουν» στην πραγματικότητα από το φαντασιακό «μικρό σπίτι στο λιβάδι» του αποσυντιθέμενου Διαφωτισμού στο οποίο ζουν.
Ας βοηθήσουμε αυτή την «επιστροφή» με ένα πολύ φρέσκο παράδειγμα και ένα σχετικά πρόσφατο που τα ενώνει η «κλωστή» της καπιταλιστικής κρίσης.
[hr]
«Τουλάχιστον δεν είναι δικοί μας»…
[hr]
Λίγους μήνες πριν κλείσει το 2015, ο δήμαρχος της Βενετίας, Luigi Brugnaro, ανακοίνωσε ότι οι αρχές αυτής της θαυμαστής πόλης αποφάσισαν την πώληση έργων τέχνης που βρίσκονται στα μουσεία της… για να αποπληρωθεί το δυσβάσταχτο χρέος της.
Το οποίο, όπως σημείωσε με ποιητική διάθεση ο δήμαρχος, ανεβαίνει όπως τα νερά της Αδριατικής Θάλασσας που περιβάλλουν την πόλη των καναλιών…
Ο Brugnaro δήλωσε ότι οι τοπικές αρχές δεν είχαν ακόμη συντάξει έναν πλήρη κατάλογο των αντικειμένων που θα τεθούν προς πώληση σύμφωνα με την πρόταση, η οποία δεν είχε επισημοποιηθεί αφού αναμενόταν η έγκριση της Ρώμης. Η δημοτική αρχή είπε ότι η Βενετία αγωνίζεται καιρό για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού της, εν μέρει λόγω του κόστους που συνδέεται με τις συχνές πλημμύρες της πόλης, η οποία, ως γνωστόν, είναι χτισμένη πάνω σε πολλά μικρά νησιά.
Λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας κατά τις τελευταίες δεκαετίες και των ξύλινων θεμελίων των παλιών κτιρίων, οι αρχές της βρίσκονται σε έναν συνεχή αγώνα να προστατεύσουν τις υποδομές, τα σπίτια και τα καταστήματα, αλλά και τα εθνικά μνημεία από τη διάβρωση.
Το «κερασάκι» ήταν ένα σκάνδαλο διαφθοράς υπεξαίρεσης που έπληξε πολλές ιταλικές πόλεις και «άγγιξε» και τον πρώην δήμαρχο της Βενετίας, Giorgio Orsoni, με αποτέλεσμα τα οικονομικά της να δεχθούν ισχυρό πλήγμα το 2014. Οι ιταλικές αρχές συνέλαβαν τον Orsoni και 30 ακόμη εμπλεκόμενους με την κατηγορία ότι καταχράστηκαν δημόσιους πόρους που σχετίζονται με δημόσια έργα. Κυρίως έργα τα οποία αφορούσαν στην κατασκευή υποθαλάσσιων φραγμάτων για την αντιμετώπιση των πλημμυρών.
Σε μια μάλλον άχαρη προσπάθεια να δικαιολογήσει το ξεπούλημα της πολιτιστικής κληρονομιάς, ο Brugnaro, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στα μέσα του περασμένου Ιουνίου, είπε ότι κανένα από τα έργα που θα βγουν στο σφυρί δεν έχουν δημιουργηθεί από Βενετσιάνους καλλιτέχνες ή έχουν ισχυρές διασυνδέσεις με την τοπική κουλτούρα… «Ελλείψει άλλων οικονομικών πόρων, η προστασία της πόλης θα μπορούσε να επιτευχθεί δίνοντας κάποια έργα τα οποία δεν συνδέονται με την ιστορία της», είπε χαρακτηριστικά…
Βέβαια, ακόμη και ελάχιστη σχέση να έχει κάποιος με την τέχνη, δύσκολα θα «καταπιεί» το «επιχείρημα» του δημάρχου, όταν μάθει ότι στα έργα που προωθούνται για πούλημα περιλαμβάνονται αριστουργήματα όπως του Γκούσταβ Κλιμτ και του Μαρκ Σαγκάλ, από τα οποία αναμένονται ακόμη και 400 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της βρετανικής εφημερίδας «Telegraph».
Το ξεπούλημα έργων τέχνης για αποπληρωμή δημόσιου χρέους δεν είναι ιδέα του Brugnaro, αν και ο κυνισμός που είναι απαραίτητος για να την εφαρμόσει είναι όλος δικός του. Υπάρχει ανάλογο παράδειγμα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και μάλιστα σχετικά πρόσφατο: Το Ντιτρόιτ την ΗΠΑ.
[hr]
Τα «μπλουζ» του ξεπουλήματος
[hr]
Το Ντιτρόιτ έγινε παγκόσμια γνωστό για δύο λόγους: Για τα αυτοκίνητα και για τη μουσική του.
Επί δεκαετίες ήταν η άτυπη «πρωτεύουσα» του κλάδου της αυτοκινητοβιομηχανίας όλου του πλανήτη και, ταυτόχρονα, η έδρα της Motown, της εταιρίας – σύμβολο που έγραψε ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια στη μουσική ιστορία και «στέγασε» ολόκληρα μουσικά ρεύματα και είδη που άκμασαν κυριολεκτικά μέσα στα γρανάζια της αμερικανικής βαρειάς βιομηχανίας.
Μπλουζ, rock ‘n roll, σόουλ, τζαζ, αλλά και συμφωνική μουσική, είχαν μετατρέψει αυτή τη θαυμαστή πόλη και σε πολιτιστικό κέντρο. Μόνο η απαρίθμηση των μουσικών και τραγουδιστών που γεννήθηκαν ή άκμασαν στο Ντιτρόιτ θα απαιτούσε ξεχωριστό, τεράστιο κομμάτι.
Βαριά βιομηχανία σημαίνει εργατική τάξη, που με τη σειρά της σημαίνει συνδικαλιστικό κίνημα, σκληροί ταξικοί αγώνες και εμφάνιση και εξέλιξη μιας κουλτούρας που άφησε ανεξίτηλα τα χνάρια της, κυρίως στη μουσική. Στο Ντιτρόιτ άνθισε η ταξική πάλη στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όπως άλλωστε σε όλα τα βιομηχανικά κέντρα των ΗΠΑ.
Μαζί της άνθισε και η κουλτούρα των καταπιεσμένων και βέβαια του ακόμη πιο εκμεταλλεύσιμου τμήματος της εργατικής τάξης που ήταν οι Αφροαμερικανοί. Ο θρύλος των μπλουζ, ο Τζον Λι Χούκερ, εκεί γεννήθηκε και δημιούργησε.
Ήταν η πόλη όπου ο Φορντ «εγκαινίασε» τη βιομηχανική γραμμή παραγωγής για την κατασκευή του «θρυλικού» μοντέλου «Ford Model T» από το 1908 έως το 1927, για να ακολουθήσουν τα μετέπειτα «μεγαθήρια» των «Τζένεραλ Μότορς», «Πακάρ», «Κράισλερ», «Ντοτζ», «Γκουντγίαρ» κ.ά.
Αυτή η βιομηχανική ανάπτυξη δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στη δημιουργία πολιτιστικών υποδομών από και για την «ελίτ», ή, καλύτερα, υποδομές που η αστική τάξη μετέτρεψε βίαια σε «δικές» της.
Το Ντιτρόιτ, λοιπόν, απέκτησε από νωρίς όπερα και συμφωνική ορχήστρα. Απέκτησε και «Ινστιτούτο Τεχνών» (Detroit Institute of Arts). Το οποίο διαθέτει μεγάλες και πλούσιες συλλογές από όλο τον κόσμο, με έργα ζωγράφων όπως ο Βαν Γκογκ, ο Ρενουάρ και ο Ματίς. Και που οι τοίχοι του έγιναν ο «καμβάς» για τον μεγάλο Μεξικανό ζωγράφο Ντιέγκο Ριβιέρα, ο οποίος, το 1932 – 1933, ολοκλήρωσε τη διάσημη σειρά από 27 τοιχογραφίες του με τίτλο «Βιομηχανία» στο «Ινστιτούτο Τεχνών» της πόλης.
Το Ινστιτούτο έχει περίπου 500.000 επισκέπτες το χρόνο. Η «Αυτοπροσωπογραφία» του Βαν Γκογκ ήταν το πρώτο έργο διάσημου καλλιτέχνη που αποκτήθηκε από αμερικανικό μουσείο. Ακολούθησαν δύο έργα του Μονέ.
Η αποβιομηχάνιση της πόλης, λόγω του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης, την έφερε στις πρώτες θέσεις της φτώχειας, της ανεργίας και της διάλυσης των κοινωνικών υποδομών σε όλες τις ΗΠΑ.
Η καπιταλιστική κρίση έδωσε τη «χαριστική βολή». Αλλά πολλά χρόνια πριν από αυτήν, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα της πόλης, κατοικίες, γραφεία εταιρειών και επαγγελματικοί χώροι, είχαν απομείνει κουφάρια.
Ο πληθυσμός της πόλης έφτασε στην ακμή του, το 1950, σε 1,8 εκατ. κατοίκους, ενώ το 2011 είχε 711.000.
Χαρακτηριστικό της μη αναστρέψιμης κατρακύλας που έχει πάρει η πόλη σε όλους τους τομείς είναι το γεγονός ότι το 2011 ο πληθυσμός της είχε μειωθεί κατά 25,2% σε σχέση με το 2000.
Από νωρίς λοιπόν η πόλη χαρακτηρίστηκε από μία ιδιότυπη συνύπαρξη της τέχνης και του καπιταλισμού. Ως είθισται όμως σε αυτές τις περιπτώσεις, με κακό τέλος για την πρώτη.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, το 2005, ένα παιδί που γεννιόταν στο Ελ Σαλβαδόρ είχε πολύ περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει από ό,τι ένα παιδί που γεννιόταν στο Ντιτρόιτ. Τα αντίστοιχα ποσοστά θνησιμότητας ήταν 9,7% έναντι 15,5%.
Το Ντιτρόιτ κατέθεσε αίτηση πτώχευσης στα μέσα Ιουλίου του 2013, αντιμετωπίζοντας χρέη ύψους 19 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Τον Μάρτη του 2013, οι αρχές της πόλης την έθεσαν σε «έκτακτη ανάγκη» λόγω του ελλείμματος του προϋπολογισμού της, ύψους 327 εκατ. δολαρίων, το οποίο δεν της επέτρεπε να αντιμετωπίσει το χρέος της.
Η πολιτεία του Μίσιγκαν διόρισε έναν οικονομικό «διαχειριστή», ονόματι Κέβιν Ορ, ο οποίος… άρχισε να διακρίνει και άλλες «χρησιμότητες», εκτός των πολιτισμικών, σε φορείς όπως το «Ινστιτούτο Τεχνών»…
Η «ιδέα» να αρχίσει να ξεπουλάει η πόλη τους πολιτιστικούς θησαυρούς της είχε αρχίσει να «ζυμώνεται» μήνες πριν την πτώχευση.
Αλώστε, δεν ήταν το μοναδικό μουσείο στις ΗΠΑ που «καλούνταν» να βγάλει στο σφυρί εκθέματά του, με διάφορους τρόπους.
Το 2004, για παράδειγμα, το Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστόνης δάνεισε 21 έργα ζωγραφικής του Μονέ σε μια ιδιωτική γκαλερί ενός καζίνο του Λας Βέγκας έναντι ενός εκατομμυρίου δολαρίων.
Ο διευθυντής του μουσείου δέχθηκε επίθεση από τον κόσμο της τέχνης γι’ αυτήν την πράξη, αλλά υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντας ότι η έκθεση στο καζίνο ήταν ένας τρόπος… «να διευρύνει το κοινό του μουσείου»!
Οι άνθρωποι του μουσείου του Ντιτρόιτ αντιστάθηκαν απέναντι σε μια βρώμικη εκστρατεία του Τύπου με αρθρογραφίας, όπως αυτή που υποστήριζε ότι αφού το μουσείο εκθέτει μόνο το 10% των 60.000 «κομματιών» του, τότε μπορεί να τα βγάλει από την αποθήκη, να τα πουλήσει και να αυξήσει τα έσοδα της πόλης. «Εάν το έργο τέχνης δεν προβάλλεται, δεν έχει αξία για κανέναν», κατέληγε ο αρθρογράφος.
Το Ινστιτούτο Τεχνών αντιπαρέθετε ότι δεν μπορεί να γίνεται διάκριση μεταξύ των έργων που εκτίθενται και εκείνων που φυλάσσονται στις αποθήκες. Προσπάθησαν να «πλαγιοκοπήσουν» και με την αγοραία λογική λέγοντας ότι, στο κάτω κάτω, τα έργα που είναι στις αποθήκες δεν είναι και τα καλύτερα. Επιπλέον, το 75% από τα αποθηκευμένα είναι δημιουργίες σε χαρτί (χαρακτικά και σχέδια) που είναι ευαίσθητα στο φως και μπορεί να υποστούν βλάβες. Ελάχιστα από αυτά μπορούν να αποφέρουν εξαψήφια ή επταψήφια νούμερα – όπως ένα σχέδιο του Μικελάντζελο, ή ένα δείγμα οθωμανικής υφαντικής τέχνης του 16ου αιώνα, αλλά και πάλι δεν αρκούν για να «σώσουν» την πόλη από το χρέος.
Μάλιστα, ένας κάτοικος της πόλης δήλωνε τότε στο «Aσοσιέιτεντ Πρες» ότι «η τέχνη εδώ είναι εξίσου σημαντική με οποιαδήποτε από τις δομές που συνδέονται με τη βιομηχανία αυτοκινήτων. Το Ινστιτούτο Τεχνών είναι το πνεύμα του Ντιτρόιτ ».
Οι οικονομικές διαχειριστές δεν έχουν τέτοιου είδους ευαισθησίες: Αν δεν αρκεί το Ινστιτούτο Τεχνών, η πόλη διαθέτει και άλλα μουσεία και μνημεία, όπως το Ιστορικό Μουσείο, το Μουσείο Αφροαμερικανικής Κουλτούρας, το ιστορικό Φρούριο Γουέιν του 1840, το πάρκο Μπελ Αϊσλ εκατοντάδων εκταρίων… ακόμη και ζωολογικό κήπο!
Ο «πολύς» κύριος Ορ απαντά, σε γράμμα του στους εργαζόμενους του Ινστιτούτου, ότι «δεν υπάρχουν “ιερές αγελάδες“, ακόμη και πτώχευση σημαίνει να κόψεις την ψυχή της πόλης για να τη σώσεις»…
Ο τρόπος «σκέψης» του καπιταλισμού αναδεικνύεται «ανάγλυφα» και σε δηλώσεις όπως του Μπεν Φέντερ, που είναι δικηγόρος εξειδικευμένος στις πτωχεύσεις. Αυτός λοιπόν εμφανίστηκε «διαλλακτικότερος» του Ορ, αλλά με τον ίδιο στόχο, λέγοντας ότι σε περίπτωση που η πόλη κηρύξει πτώχευση, τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής πώλησης έργων τέχνης, «είναι πιθανώς στο τραπέζι».
Αλλά «θα ήταν η επιλογή της πόλης να ακολουθήσετε αυτό το δρόμο. Χωρίς τη συναίνεση της πόλης του Ντιτρόιτ , ίσως τίποτα δεν θα μπορούσε να πωληθεί».
Ε, όχι και τίποτα… Ο Φέντερ είπε ότι η πώληση ή ιδιωτικοποίηση άλλων περιουσιακών στοιχείων του Ντιτρόιτ, όπως οι υπηρεσίες του ηλεκτρικού και του νερού, έχει «περισσότερο νόημα», διότι θα φέρει μια σταθερή ροή εσόδων. Εξάλλου, η πώληση ενός πίνακα φέρνει ένα ποσό εφάπαξ. Από το ρεύμα και το νερό κερδίζεις για πολύ περισσότερο χρόνο…
Πάντως, δεν είναι η πρώτη φορά που ο κόσμος του πολιτισμού στο Ντιτρόιτ υπερασπίστηκε την ύπαρξή του. Τον Οκτώβρη του 2010 οι 84 μουσικοί της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ντιτρόιτ προχώρησαν σε απεργία βδομάδων αντιδρώντας στα δρακόντεια μέτρα περικοπών που απειλούσαν άμεσα τη βιωσιμότητα μίας από τις κορυφαίες ορχήστρες στις ΗΠΑ.
Οι μουσικοί έχουν αρνηθεί να υπογράψουν τα νέα συμβόλαια που περιλαμβάνουν περικοπές στις αμοιβές τους κατά 33% καθώς επίσης και περικοπές στις ασφαλιστικές εισφορές, στην υγειονομική τους περίθαλψη και δραστικές αλλαγές στις συνθήκες εργασίας, όπως το να επιβάλλεται στους μουσικούς να κάνουν και όλες τις εργασίες που είναι εκτός των καθηκόντων τους ως μουσικοί και για τις παραστάσεις.
Ειδικά για τους νέους μουσικούς οι περικοπές έφταναν το 42%.
Οι μουσικοί της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ντιτρόιτ δεν ήταν μόνοι τους. Στο πλευρό τους στάθηκαν και οι μουσικοί της Συμφωνικής Ορχήστρας του Κλίβελαντ που ταξίδεψαν και έδωσαν κοινή δωρεάν παράσταση με τη Συμφωνική του Ντιτρόιτ , αλλά είχαν και την απόλυτη στήριξη και αλληλεγγύη των μουσικών της Συμφωνικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης, που επίσης αντιμετώπιζαν το απειλητικό φάσμα των περικοπών καθώς τα προβλεπόμενα κονδύλια για το οικονομικό έτος του 2011 από το Τμήμα Πολιτισμού του Δήμου της Νέας Υόρκης είχαν περικοπεί κατά 20 εκατομμύρια δολάρια.
Για την ιστορία να πούμε ότι «κρύος ιδρώτας» είχε πιάσει και τους υπεύθυνους του ζωολογικού κήπου της πόλης. Ο διευθυντής του έλεγε χαρακτηριστικά ότι… «σε αντίθεση με το Ινστιτούτο Τεχνών, τα ζώα πραγματικά δεν έχουν εμπορική αξία, άρα δεν νομίζω ότι βλέπουμε μια επικείμενη απειλή»!
Άλλωστε, όταν μιλάμε για προσπάθεια μείωσης ενός χρέους 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων… δεν υπάρχει και μεγάλη αγορά για καμηλοπαρδάλεις.
Το Μουσείο και το Ινστιτούτο τελικά «γλίτωσαν» από το «σφυρί» λόγω των μεγάλων αντιδράσεων, όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά σε όλο τον κόσμο. Το 2014, οι μεγαλοβιομήχανοι της πόλης, άδραξαν την ευκαιρία να μετατρέψουν το διεθνές «κράξιμο» σε «χορηγική» αυτοδιαφήμιση και να «δωρίσουν» 366.000.000 δολάρια. Άλλα 195.000.000 δολάρια έδωσε, για τον ίδιο σκοπό, και η πολιτεία του Μίσιγκαν.
Αντίθετα, δεν γλίτωσαν οι άνθρωποι. Συντάξεις πετσοκόφτηκαν άγρια ή χάθηκαν εντελώς, αφού πάνω από το 70% των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων της Πολιτείας «χάθηκαν» από τη χρεοκοπία.
Έγιναν χιλιάδες απολύσεις στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Έκλεισαν σχολεία, νοσοκομεία, αστυνομικά τμήματα και σταθμοί της πυροσβεστικής.
Οι εναπομείνατες κάτοικοι δεν είχαν ούτε καν νερό, αφού δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Να σημειωθεί εδώ, ότι το Ντιτρόιτ συγκεντρώνει το 21% του παγκόσμιου (!) πόσιμου νερού λόγω του συμπλέγματος πέντε Μεγάλων Λιμνών και του ποταμού Ντιτρόιτ , στη μεθόριο του Καναδά με τις βορειοανατολικές ΗΠΑ.
[hr]
Επίλογος
[hr]
Ακόμη και με όρους αγοράς είναι προφανές πως ούτε το Ντιτρόιτ, ούτε η Βενετία, μπορούν να αποπληρώσουν ή έστω να μειώσουν ουσιαστικά το χρέος τους με την πώληση έργων τέχνης.
Τότε γιατί αυτή η «εμμονή»;
Αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις, ωστόσο, ισχυρές ενδείξεις οδηγούν στο λογικό συμπέρασμα, ότι τα χρέη πόλεων, περιοχών ή ακόμη και κρατών, είναι μία ακόμη αφορμή για λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς τους. Ένας ολόκληρος κλάδος, ιδιαίτερα ανθηρός οικονομικά, αυτός του εμπορίου τέχνης, λειτουργεί όπως οι γύπες πάνω από ετοιμοθάνατες ζωές σε σχέση με τις υπό χρεοκοπία δημόσιες δομές.
Πρόσφατα, οι «Financial Times» (http://www.euro2day.gr/ftcom_gr/article-ft-gr/1388618/ta-erga-tehnhs-den-gnorizoyn-apo-krish.html) ανέφεραν, ότι «την τελευταία δεκαετία η αγορά τέχνης έχει δει άνοδο 239%, κυρίως λόγω των χαμηλών επιτοκίων που ακολούθησαν τη χρηματοπιστωτική κρίση. Οι ειδικοί δεν πτοούνται από μια ετήσια πτώση το 2015 και τονίζουν το αυξημένο ενδιαφέρον για την τέχνη».
«Οι τιμές ανεβαίνουν όταν πολλά χρήματα “κυνηγούν” πολύ λίγα αγαθά. Οι κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων που αναπτύσσονται αργά – η τέχνη, για παράδειγμα – είναι, επομένως, ιδιαίτερα ευαίσθητες.
Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι με τα χαμηλά επιτόκια που ακολούθησαν τη χρηματοπιστωτική κρίση, η τέχνη έχει σταθεί κορυφαία αγορά σε επιδόσεις. Κατά τη δεκαετία που έληξε το Σεπτέμβριο του 2015, ο Luxury Investment Index της Knight Frank, ο οποίος παρακολουθεί περιουσιακά στοιχεία από γραμματόσημα μέχρι κρασιά, τριπλασιάστηκε. Η τέχνη εμφάνισε αύξηση 239%.
Τη στιγμή που οι τιμές έχουν ανέβει, το μέγεθος της αγοράς δημοπρασιών τέχνης έχει διευρυνθεί από τρία δισ. δολάρια το 2009 σε πάνω από 16 δισ. μέχρι τα τέλη του 2014, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Citi.
Αυτό δεν εξαρτάται εξ ολοκλήρου από το χρήμα: Οι πλούσιοι Κινέζοι αγοραστές έλκονται από την αγορά τέχνης όσο και από τις υπόλοιπες. Τον περασμένο Νοέμβρη, ο Κινέζος επιχειρηματίας Liu Yiqian ξόδεψε περισσότερα από 170 εκατ. δολάρια, στη δεύτερη μεγαλύτερη σε αξία δημοπρασία στον κόσμο, για να αποκτήσει ένα πίνακα του Μοντιλιάνι. Από το 2000, τα έργα τέχνης που πωλήθηκαν σε δημοπρασίες στην Κίνα έχουν αυξηθεί από κάτω του 1% της παγκόσμιας αγοράς δημοπρασιών σε πάνω από το ένα τέταρτο. Το φαινόμενο της Κίνας μπορεί τώρα να αντιστρέφεται. Τα κέρδη από την πώληση σύγχρονης τέχνης στον οίκο Sotheby’s φέτος, αλλά και μια δημοπρασία παρόμοιας περιόδου στον Christie’s, εμφάνισαν ετήσια πτώση.
Και πάλι, η άνοδος στην τέχνη δεν είναι πιθανό να μετριαστεί για πολύ, αφού η ελκυστικότητά της εξαπλώνεται. Μεταξύ των 200 κορυφαίων συλλεκτών τέχνης, υπήρχαν 29 εθνικότητες το 2013, από μόλις 17 το 1990. Μια έρευνα της Knight Frank κατέδειξε ότι σχεδόν τα δύο τρίτα των χρηματοοικονομικών συμβούλων είπαν πως οι πλούσιοι πελάτες τους δείχνουν αυξημένο ενδιαφέρον για την τέχνη. Περισσότερα χρήματα μπορεί να μπουν στο “κυνήγι”»…
Συμπληρωματικές πηγές: 1) artfixdaily.com 2) ibtimes.com 3) «Ριζοσπάστης»