«Άδεια σπίτια», της Μπρέντα Ναβάρο

Στην ερημιά της γιορτής

| 12/03/2022

«Απόψε θα γιορτάσουμε, θα περάσουμε καλά και θα υποδεχτούμε τη λύπη με χαρά!». Θα μπορούσε να ναι ο χαιρετισμός του κομπέρ, απόσπασμα από το μονόλογο θλιμμένου κωμικού, θα μπορούσε να ναι η ξέγνοιαστη συνέχεια ή η επιβολή του οριστικού. Οχι, τίποτε απ’ όλα αυτά. Είναι αυτό που «κατοικεί» στην ψυχή-σπηλιά κάθε γυναίκας. Είναι αυτό που περιμένουν απ’ αυτήν, είναι αυτό που περιμένει η ίδια από τον εαυτό της. Δεν είναι φράση υποταγής, παραδοχή ήττας, ούτε συμβιβασμού με την πραγματικότητα. Είναι το εύθραυστο γέλιο που συγκρούεται με τη σιδερένια γροθιά της κοινωνίας και στον απόηχο της σύγκρουσης ακούμε το κλάμα, την κραυγή και τον ψίθυρο της γυναίκας που ψάχνει την ανεξαρτησία της. Η θέση της γυναίκας είναι στη ερημιά που προσφέρει η γιορτή! Μετά το πάρτι, μετά τον χορό, μετά το ποτό, μετά το φιλί, μετά την παιδική αγκαλιά. Εκεί που όλα είναι μπερδεμένα και απειλητικά, εκεί που η συνέχεια είναι γνωστή για την κοινωνία, αλλά όχι για τη γυναίκα. Γιατί να μη συνεχιστεί η γιορτή; Γιατί να μείνει το κλάμα στη μέση; Γιατί το σπίτι πρέπει να ναι άδειο και όπως το άφησαν οι άλλοι; Στην ηχώ των τεσσάρων δωματίων διαβάζουμε το σπουδαίο βιβλίο «Άδεια σπίτια» (Εκδόσεις Carnivora).

Η Μπρέντα Ναβάρο εισβάλλει στο «άδειο σπίτι» που κουβαλά η γυναίκα, σε αυτό που ζει και δεν μπορεί να αποφύγει. Και δεν είναι μόνο σώμα της. Είναι η ψυχή και η σκέψη της που αντηχεί στον αγριότοπο της πατριαρχίας και της ιδιοκτησίας. Η γυναίκα παίζει σ’ ένα θέατρο που τη θέλει να κάνει την πρωταγωνίστρια που πεθαίνει και ανασταίνεται κάθε μέρα! Κανείς δεν τη ρωτά και κανείς δεν την υπολογίζει. Οι ρόλοι έχουν δοθεί, επιβληθεί και η γυναίκα ακολουθεί τον δρόμο των κυρίαρχων αρσενικών και των αγκυλωμένων αντιλήψεων. Η νοοτροπία του δυνάστη-δυνατού χαράζει με τη βία το χαμόγελο, φουσκώνει την κοιλιά για να συνεχίσει να κυλά ο κόσμος σαν μια μπάλα ποδοσφαίρου και στην απώλεια διατάζει τη «γενναία» αντιμετώπιση. Η γυναίκα κάθε φορά σκάει τα πολύχρωμα μπαλόνια στην ψυχή-σπηλιά και ψάχνει να κρατηθεί από το σκοτάδι, το δικό της σκοτάδι. Αν το βρει θα βρει και τα χρώματα, τα χαμόγελα και τις γόβες στιλέτο που τόσο αγαπούσε. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να ανοίξει την πόρτα των άδειων σπιτιών και να βγει στον δικό της κόσμο, μόνη, ανεξάρτητη και με όσες πληγές της αναλογούν, όχι με όσες της επιβάλλουν.

Μια γυναίκα χάνει το παιδί της σε ένα πάρκο. Μια άλλη γυναίκα κλέβει ένα παιδί σε ένα πάρκο. Η Ναβάρο έρχεται και απαντά στο «γιατί;» και μας προσφέρει ένα μυθιστόρημα σπάνιας λογοτεχνικής ομορφιάς. Η γυναίκα και η οδύνη, η προσπάθεια για χειραφέτηση στο σήμερα, η επιλογή του να είσαι μάνα και να μη θέλεις να είσαι μάνα. Οι ηρωίδες της Ναβάρο σε καθηλώνουν με την ωμή αλήθεια τους και με την γνήσια απόγνωση τους. Η σκιαγράφηση του γυναικείου ψυχισμού είναι εξαιρετική, η πρόζα τσακίζει κόκαλα και η αφήγηση σε κρατά μέχρι τέλους. Τι είναι ένα σπιτικό και από τι φτιάχνεται; Πότε αρχίζουμε να είμαστε γονείς και παιδιά; Όταν η Ναγκόρε ξεκούραζε το κεφάλι της στο κορμί μου και αγκάλιαζε την κοιλιά μου,, που της απαντούσε με χτυπηματάκια, λες και ήταν μια πόρτα που ήθελε να ανοίξει; (σ.73). Η καλή μετάφραση ανήκει στην Ασπασία Καμπύλη.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Σπούδασε αθλητική δημοσιογραφία και παρά την αγάπη και την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, συνεχίζει να ασχολείται με το αθλητικό ρεπορτάζ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς, κάνοντας βιβλιοπαρουσιάσεις