Άλλη Μία Σοβιετική Στάση Λεωφορείου – Η ελληνική πραγματικότητα στην τούνδρα της κρίσης

Κοινά βιώματα με χιουμοριστική χροιά

| 27/08/2019

Η ελληνική πεζογραφία των τελευταίων χρόνων έχει προφανώς επηρεαστεί από την κρίση και έχει προσπαθήσει να την αποδώσει με ποικίλους τρόπους, άλλους επιτυχημένους άλλους όχι. Το μυστικό ίσως βρίσκεται στο ότι για την απόδοση ενός τόσο πολύπλοκου οικονομικού φαινομένου με ψυχοκοινωνικές επιδράσεις δεν αρκεί μια καλή πένα ή μια καλή επαφή με τα προγραφέντα, αλλά χρειάζεται και γνώση της πολιτικής/οικονομικής κατάστασης, μια κοινωνική ευαισθησία, μια γερή δόση αυτογνωσίας και γενικότερα η αίσθηση ότι κάποιος βρίσκεται «στη σωστή πλευρά της ιστορίας», δηλαδή μια ξεκάθαρα ταξική σκοπιά. Ο Γιώργος Τσαντίκος στη σύντομη νουβέλα του «Άλλη Μία Σοβιετική Στάση Λεωφορείου» (εκδόσεις Χαραμάδα), καταφέρνει να συνδυάσει όλα τα παραπάνω με μπόλικο χιούμορ και αναφορές στην τοπική ελληνική μικρογραφία της επαρχίας, χωρίς όμως να καταφεύγει στα ρουστίκ καρτ ποστάλ ή στην τουριστική βερσιόν που έχουμε ίσως στο μυαλό μας.

Μέσα από σουρεαλιστικές καταστάσεις που θυμίζουν το τσιωλικό σύμπαν, όπου ο μικρόκοσμος της ελληνικής εξοχής διαστέλλεται στο διηνεκές, ο Τσαντίκος μας ξεναγεί με καταστάσεις που μας είναι ολότελα γνώριμες, αλλά ο οξύς και καυστικός τόνος του χιούμορ του τις καθιστούν νέες και γοητευτικές: η ζωή στην κρίση με όλα τα αδιέξοδα της, το ελληνικό πανεπιστήμιο, τα κρατικοδίαιτα λαμόγια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, οι στενοί δεσμοί παρακράτους και κράτους, η διάχυτη καταπίεση της τοπικής κοινωνίας.

Δανειζόμενος κριτικά πολλά στοιχεία ενός αυτοαναφορικού, ανατρεπτικού και αποδομητικού neo-noir, ο Τσαντίκος μπλέκει φαντασία και μια πολύ θλιβερή πρόσφατη πραγματικότητα, με τις αναφορές στις δολοφονίες που Αλέξη Γρηγορόπουλου και του Παύλου Φύσσα από μπάτσους και φασίστες αντίστοιχα να ξεχωρίζουν. Όμως μέσα από αυτή τη γκροτέσκα και ασφυκτική πραγματικότητα, με ένα αλλοπρόσαλλο σύστημα που βρωμάει αρωματισμένο (χιπστερο)φασισμό, βαθύ κράτος και επιδοτήσεις με εντερπρενέρικο μαϊντανιλίκι να κυριαρχεί γύρω, ο συγγραφέας δε χάνει το χιούμορ ή τη θέλησή του να συνεχίσει να μάχεται. Ακόμα και αν δίπλα του δεν βρίσκεται ολόκληρο το κίνημα αλλά μια αυτό-οργανωμένη ομάδα μπάσκετ.

Η γλώσσα του βιβλίου αντλεί μεγάλο μέρος της δύναμής της από την πίστη στην προφορικότητα. Κινείται συνεχώς, δεν μένει ποτέ σε ένα μόνο σημείο, ακόμα και όταν οι καταστάσεις την εξαναγκάζουν. Και όμως ο αναγνώστης δε χάνεται καθώς οι συνειρμοί στους οποίους ταξιδεύει του είναι οικείοι.  Έχει κάνει και ο ίδιος παρόμοιους, και θα γίνουν και άλλες τόσες, όσο υπάρχουν άνθρωποι που κινούνται σε αυτούς τους χώρους. Έτσι μπορεί να παρακολουθεί με άνεση τις σκέψεις και τους μονολόγους που δεν παρεμβάλλονται στη δράση και τους διαλόγους αλλά ουσιαστικά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι τους. Σκέψεις αιχμηρές αλλά πολύ ανθρώπινες, καυστικές αλλά και προσωπικές (ίσως για αυτό και πιο αληθινές).

Επιπλέον,  ο ίδιος ο Τσαντίκος μας δίνει αναφορές στον Γιάννη Πλιωτά, τα «Ουγγρικά Ψάρια» τού οποίου σίγουρα κολυμπούν στη λίμνη τις πόλης, ενώ μέσα στις σελίδες του βιβλίου μπορεί να αναγνωρίσει κανείς, ανά σημεία τις αυτοκαταστροφικές τάσεις ενδοσκόπησης στις οποίες μας είχε μάθει ο Λένος Χρηστίδης, όπως μαρτυρά και το οπισθόφυλλο. Βέβαια ο  Τσαντίκος καταφέρνει να αποβάλλει τη σοβαροφάνεια αλλά όχι τη σοβαρότητα που έχει ανάγκη το χιούμορ για να αποκτήσει βάρος και έτσι να έχει αντίκτυπο.

Γιατί παρά τον εύθυμο τόνο του, το «Άλλη μία Σοβιετική Στάση Λεωφορείου» δεν είναι μια ιστορία τού εμείς εναντίον αυτών. Είναι περισσότερο μια προσπάθεια να προσανατολιστεί και αντιμετωπίσει κάποιος έναν κόσμο που πλέον έχει γίνει θολό τοπίο, που  άλλαξε, αλλά όχι ακριβώς, που δεν τον χωρά, αλλά όχι ακριβώς. Ακόμα και ανάμεσα σε μαρμελάδες, σάντουιτς και ποπάιδες.

Και ταυτόχρονα με όλα, ο Τσαντίκος καταφέρνει με έναν πολύ ανατρεπτικό τρόπο να πιάνει ανησυχίες μια νέας γενιάς χρησιμοποιώντας τα κοινά βιώματα που είχε με την προηγούμενη, μέσα από τις παραδόσεις τόσων των καταπιέσεων που δέχονται αμφότερες, όσο και των κοινών αγώνων που δόθηκαν εναντίον τους. Και τελικά, ίσως το λεωφορείο που θέλουμε να μην έρχεται ποτέ, ίσως να μην υπάρχει κιόλας, αλλά είναι τουλάχιστον ενθαρρυντικό που μπορούμε να νιώθουμε πως δεν το περιμένουμε μόνοι μας.