Άντζελα Δημητρακάκη - η αφήγηση μιας προαναγγελθείσας πράξης

Μια συζήτηση για το τελευταίο της βιβλίο «ΤΙΝΑ, η αφήγηση μιας ευθυγράμμισης»

| 29/05/2019

Με την πανεπιστημιακό και συγγραφέα Άντζελα Δημητρακάκη είχαμε μιλήσει πριν από καιρό με αφορμή το μυθιστόρημά της «Αεροπλάστ». Τους τελευταίους μήνες του ’18 επανακυκλοφόρησε η νουβέλα της, «Τέσσερεις Μαρτυρίες για την Εκταφή του Ποταμού Ερρινυού»  και πολύ πρόσφατα το- επίσης μυθιστόρημα της- «ΤΙΝΑ η ιστορία μιας ευθυγράμμισης»– όλα από τις Εκδόσεις της Εστίας. Με αφορμή και επίκεντρο το τελευταίο αυτό βιβλίο, κάνουμε μια συζήτηση  με την συγγραφέα που μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ Ελλάδας και Σκοτίας όπου διδάσκει Ιστορία και Θεωρία της Σύγχρονης Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.

 Στα ελληνικά κυκλοφορεί, επίσης, η μελέτη της, «Τέχνη και παγκοσμιοποίηση: Από το μεταμοντέρνο σημείο στη βιοπολιτική αρένα»- και αυτό από την Εστία. Κείμενα της, πάνω στον φεμινισμό και την μαρξιστική μεθοδολογία, υπάρχουν σε πολλά διεθνή επιστημονικά περιοδικά και συλλογικά έργα. Μέλος της συντακτικής επιτροπής του Third Text- είναι, επίσης, Corresponding Editor του Historical Materialism: Research in Critical Marxist Theory.

Στο τελευταίο αυτό βιβλίο της, το «ΤΙΝΑ», η Δημητρακάκη αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο την πορεία της  καθηγήτριας  Τίνας προς την αυτοκτονία καθώς η ηρωίδα εκδηλώνει την οργή της αλλά και την απόγνωσή της απέναντι στα πιο κοντινά της πρόσωπα. Την βαραίνει ένα τραγικό συμβάν της εφηβεία της ενώ η απόσταση από την καθημερινότητα διαρκώς μεγαλώνει.

-Η όλη πορεία της Τίνας στο μυθιστόρημα μοιάζει, μάλλον, να υπονομεύεται από τη συγγραφέα καθώς προικίζει την συμπεριφορά της πρωταγωνίστριας με την εμμονική ιδέα της «πάση θυσία» της αυτοκτονίας.

Α.Δ.: Δεν θα έλεγα ότι υπονομεύεται. Βέβαια, το ότι είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα σε τρίτο πρόσωπο δηλώνει την πρόθεση απόστασης συγγραφέα και ηρωίδας. Η Τίνα είναι, ορθότερα, η πιο αδιάλλακτη αντί-ηρωίδα από όσες έχω «φτιάξει» ως τώρα. Το μυθιστόρημα γράφτηκε όμως με σεβασμό στις θέσεις και την αντίληψη ενός ανθρώπου όπως η Τίνα, η οποία σταδιακά βιώνει την κοινωνική ύπαρξη (όχι μόνο τη δική της) ως τραύμα, ως διάρρηξη και αποξένωση, ως μία ευθυγράμμιση των δεδομένων που της υποδεικνύουν την έξοδο.

Δεν θεωρεί τη στάση της «εμμονική», κάθε άλλο. Την εξετάζει από πολλές πλευρές. Κάνει τις κινήσεις αμφισβήτησης της απόφασής της, πηγαίνοντας, για παράδειγμα, σε γιατρό. Συζητάει την απόφασή της με τους οικείους της. Δέχεται ενστάσεις. Συνεχίζει να συμμετέχει. Προβάλει ένα αίσθημα φροντίδας, όχι μόνο προς τους ανθρώπους τους οποίους θα πληγώσει η δυνητική αυτοκτονία της, αλλά ακόμη και προς αυτούς που δεν υπάρχουν πια. Η φίλη της η Κρήνη είναι η νεκρή στην οποία συνεχίζει να μιλάει, για την οποία συνεχίζει να ανησυχεί, σε ένα ιδιόμορφο πένθος – γιατί υπάρχει στο μυθιστόρημα ένα μυστήριο ως προς την Κρήνη, ένα μυστήριο προσωπικό, το οποίο όμως είναι εν τέλει και πολιτικό ως προς την έμφυλη ταυτότητά της.

Άρα, η Τίνα δεν είναι ταγμένη στην αυτοκτονία «πάση θυσία». Εξετάζει την κατάστασή της, τη συμμετοχή της στη ζωή όπως τη γνωρίζει, και αμφιταλαντεύεται. Εμείς παρακολουθούμε αυτήν τη διαδικασία. Υπάρχουν διάφοροι όροι ιατρικοί που περιχαρακώνουν την αυτοχειρία, την οποία έχουμε μάθει να δεχόμαστε ως αποτέλεσμα διαταραχής και πράξη απόγνωσης – και η «απόγνωση» είναι μια λέξη που η Τίνα αναλύει στο βιβλίο, όπως εξετάζει και την ιατρικοποίηση της απόφασής της. Ξέρω ότι η στάση της Τίνας θα ερμηνευτεί μέσα από ένα τέτοιο κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο, αλλά εγώ, αντίθετα, έγραψα (έστω και στο τρίτο πρόσωπο) δεχόμενη ότι υπάρχει μια άλλη, περιθωριοποιημένη στάση, αυτή της Τίνας.

Κυρίαρχο ερώτημα το τι είναι αγάπη

-Πως χαρακτηρίζετε της στάση της Τίνας απέναντι στα οικεία της πρόσωπα- τα παιδιά της, τον πρώην σύντροφό της κ.α.

Α.Δ.: Εδώ η κυρίαρχη ιδεολογία θα μου επέβαλε να απαντήσω «εγωιστική». Είναι προφανές ότι υπάρχουν γύρω της άνθρωποι που την αγαπούν και την νοιάζονται – άνθρωποι, μάλιστα, που δεν αντιπροσωπεύουν έναν «μέσο όρο» αλλά που είναι πολύ κοντά στην Τίνα ιδεολογικά, που κατανοούν τα διλήμματά της (όσα από αυτά μοιράζεται έστω), που είναι πρόθυμοι να την ακούσουν, να έχουν έναν ειλικρινή και καθόλου συμβατικό διάλογο μαζί της. Όπως, για παράδειγμα, κάνει η φίλη της η Ξένια, στο διάλογο που καθορίζει ολόκληρο το μυθιστόρημα. Είναι ένας πολύ σκληρός διάλογος, γιατί η Τίνα λέει τελικά στη φίλη της ότι δεν αισθάνεται αγάπη για κείνη. Δεν ξέρουμε βέβαια αν λέει αλήθεια, ή αν πρόκειται για κάποια τακτική της με σκοπό να βοηθήσει την φίλη της να αποσυνδεθεί ακριβώς από τα δεσμά της φιλίας, έτσι ώστε να νιώσει λιγότερο προδομένη, να θυμώσει και να την απορρίψει. Πρόκειται για το σημείο στο μυθιστόρημα που ο κάθε αναγνώστης και αναγνώστρια θα διαβάσει βαθιά προσωπικά.

Γενικά, το μυθιστόρημα θέτει έντονα το θέμα της αγάπης. Τι είναι αυτό που λέμε «αγάπη», πώς το βιώνουμε, πώς δρούμε μέσα από αυτό το βίωμα, τι συμβαίνει αν νιώσουμε ότι δεν έχουμε αυτό το βίωμα, ή αν δεν μας αρκεί; Η αγάπη δημιουργεί υποχρεώσεις, ή συνιστά την πιο καταλυτική ελευθερία από όλες; Όλα αυτά θέτονται ως ερωτήματα ωστόσο, κάποια εξ αυτών είναι αδύνατον να απαντηθούν.

 -Τελικά η Κρήνη, η συμμαθήτρια της, που έχασε την ζωή της προστατεύοντας, κατά κάποιο τρόπο, τη ζωή της Τίνας είναι όντως όπως την έχει στο μυαλό της η τελευταία ή μάλλον δεν υφίσταται καθόλου;

Α.Δ.: Ασφαλώς υφίσταται η Κρήνη. Υπάρχουν και τα περίφημα «υπολείμματα» ή «κειμήλια» εξάλλου, για τα οποία η Τίνα φροντίζει, και προσπαθεί να τα προστατέψει από τον θυμό που φαντάζεται ότι θα προκαλέσει η πράξη της αυτοκτονίας της. Αλλά η Κρήνη, για την κοινωνία, δεν ήταν η Κρήνη, ήταν κάτι άλλο, είχε ένα άλλο όνομα, το οποίο εκείνη δεν αναγνώριζε ως δικό της. Η Τίνα προσπαθεί ακριβώς να διαφυλάξει μέσα της την ταυτότητα μέσα από την οποία η δεκαπεντάχρονη Κρήνη αναγνώριζε το είναι της. Η Τίνα προστατεύει την ταυτότητα της νεκρής της φίλης, θέλει να την πενθεί ως Κρήνη – οτιδήποτε άλλο θα ήταν αδιανόητο, γιατί η Κρήνη, όντας νεκρή, δεν μπορεί να υπερασπιστεί την μνήμη της ζωής της. Δεν επιλέγει η Κρήνη τι όνομα μπαίνει στον τάφο της. Δεν θάβεται ως Κρήνη αλλά ως κάτι άλλο, και φυσικά δεν μπορεί να εναντιωθεί σε αυτό. Εναντιώνεται, στη θέση της, η Τίνα που συνεχίζει να ζει. Όμως μάλλον θεωρεί ότι δεν εναντιώνεται αρκετά.

Η μεγάλη εσωτερική αντίφαση ως προς το ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό»

-Η Τίνα σκέφτεται πως «η ζωή της είναι το ανάποδο της ανακάλυψης ότι το προσωπικό είναι πολιτικό» όπως έλεγε ένα από τα συνθήματα του Μάη του ’68.  

Α.Δ.: Όντως, κάτι που απογοητεύει και αποπροσανατολίζει την Τίνα είναι το πως όσα εκείνη θεωρεί ότι είναι τεράστια πολιτικά προβλήματα και διλήμματα καταγράφονται τελικά ως προσωπικά. Θεωρεί ότι αυτό είναι είτε μια αποτυχία της δικής της ζωής είτε τρόπος έκφρασης μιας ηγεμονικής ιδεολογίας γενικά, η οποία καθορίζει την εποχή της (δηλαδή την εποχή μας). Ειδικά δεν μπορεί ν’ αντέξει ότι ο αφανισμός της Κρήνης θεωρείται προσωπικό τραύμα της ίδιας (της Τίνας), ότι αντιμετωπίζεται ως προσωπικό πένθος με το οποίο έχει η Τίνα «εμμονή». Η ιατρικοποίηση της αυτοκτονίας, η σύνδεσή της με ασθένεια που είναι ατομική, είναι άλλο ένα θέμα για την Τίνα.

Η Τίνα ωστόσο δεν είναι κατά του ατόμου ως ιδέα και πραγματικότητα, κάθε άλλο. Αλλά είναι κατά της χρήσης ή κατάχρησης του ατόμου, του ατομικού και της ατομικότητας από την μετά- Θατσερική κοινωνία – που είναι η παγκόσμια κοινωνία. Ως γνωστόν, η Μάργκαρετ Θάτσερ είχε πει το διαβόητο «δεν υπάρχει αυτό που λέγεται κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα» (αν και, αναμενόμενα, έκανε μια εξαίρεση για την οικογένεια, αλλιώς τι σόι συντηρητική θα ήταν;) Κι εδώ υπάρχει η μεγάλη αντίφαση της Τίνας, το ότι με την πρόθεση της αυτοκτονίας της επιβεβαίωσε το ατομικό. Η Τίνα γίνεται έτσι η ίδια η κεφαλαιώδης αντίφαση, γίνεται το χάσμα και η διάσταση.

Το ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό» υπήρξε η κατεξοχήν ιδεολογική κατάκτηση του δεύτερου κύματος φεμινισμού. Είναι ο τίτλος ενός γνωστού, μαχητικού κειμένου της Carol Hanisch, από το 1969-1970. Κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο. Η Τίνα, ως διανοούμενη, έχει ιδιαίτερη σχέση με το παρελθόν αυτό, όχι μόνο του φεμινισμού, αλλά της αριστεράς γενικά. Αν διακατέχεται από κάποια εμμονή, αυτή είναι πολιτικής φύσης, καθώς διαρκώς εξετάζει το βάρος του παρελθόντος στην ζωή της και στη σύγχρονη ζωή γενικά.

-Η «ΤΙΝΑ» τελικά συμβολίζει την έλλειψη διεξόδου σε κοινωνικό και για τούτο σε προσωπικό επίπεδο;

Α.Δ.: Δεν ξέρω. Η Τίνα, ως χαρακτήρας, είναι ο φορέας μιας περίπλοκης προσωπικής ιστορίας αλλά και μιας ιστορικότητας. Όταν έγραφα το βιβλίο δεν την είχα στο μυαλό μου ως σύμβολο. Η Τίνα ζει αυτό που για μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού θα ήταν μια ζωή προνομιακή. Παρά τα προβλήματά της, έχει στέγη, εργασία, κοινωνικό πλαίσιο, φίλους, γονείς, μεγάλα παιδιά (επιτυχημένα για τα κοινωνικά δεδομένα) κλπ. Δεν βιώνει κάποια αφόρητη αναγνωρίσιμη καταπίεση, δεν είναι στη φυλακή, δεν είναι περιθωριοποιημένη. Είναι υγιής, λειτουργεί, διδάσκει, δεν στερείται ερωτικής επαφής. Άρα, αν λάβουμε υπόψη όλα αυτά, δεν μπορεί να συμβολίζει την έλλειψη διεξόδου.

Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο ζούμε ως κοινωνικά όντα είναι περίπλοκος, υπάρχουν κενά και άφατα. Γενικά, συζητάω συχνά με τους δικούς μου φίλους και φίλες – που είναι από ηλικίες είκοσι-κάτι έως εξήντα–κάτι, και από πολλά μέρη της Ευρώπης – μια αίσθηση δυσκολίας, αν όχι εγκλωβισμού, που κυριαρχεί. Υπάρχει εδώ και μια δεκαετία πολύ έντονα αυτή η αίσθηση, είναι σαν ν’ ανεβαίνεις ένα βουνό, ή μάλλον σαν να σπρώχνεις στην ανηφόρα μια πέτρα που είναι αδύνατον να μη σου φύγει. Νομίζω ότι υπήρξε μια τεράστια πολιτική ματαίωση μετά το 2011 και την κατάπνιξη των κινητοποιήσεων, και μια δεύτερη μετά το 2015 (ιδιαίτερα αισθητή σε Ελλάδα και Ευρώπη), και πλέον η παγκόσμια συγκυρία στην οποία αναδύεται το νέο- φασιστικό μόρφωμα (μάλιστα, ενίοτε με αντί- συστημική μάσκα) εγγράφεται ως κάτι τρομακτικό. Υπάρχουν βέβαια αυτοί που πιστεύουν ότι τα παιδιά τους θα προστατευτούν από την καταστροφή του περιβάλλοντος, άλλοι που δεν κατανοούν πώς εξελίσσεται το Διαδίκτυο, ή οι γεωπολιτικές συγκρούσεις και πώς αλλάζει η παγκοσμιοποίηση, αλλά οι φίλοι μου δεν ανήκουν σε αυτούς. Κι εγώ γράφω από την εποχή της «Ανταρκτικής» με, και για, τους φίλους και τις φίλες μου, οι αγωνίες τους με επηρεάζουν τρομερά, και κάθε μου βιβλίο, τελικά, ασχολείται με αυτές.

Η Ροζάβα και το «κλειδί» στη δεκαετία του ’80

-Στο «Αεροπλάστ» υπάρχει και εκεί μια αυτοκτονία- του Βάλτερ Μπένγιαμιν, αλλά  ο επίλογος του βιβλίου, βρίσκει δυο από τους ήρωες του στην απελευθερωτική διαδικασία του αγώνα στην Ρόζαβα- των Κούρδων της Συρίας.

Α.Δ.: Ναι, τις (είναι γυναίκες) βρίσκει στη Ροζάβα, εκεί που είχε ανοίξει ένα άλλο πεδίο, που κάποιοι όπως ο αναρχικός ανθρωπολόγος David Graeber παρομοίασαν με τον Ισπανικό Εμφύλιο. Το «ΑΕΡΟΠΛΑΣΤ», το μυθιστόρημα που προηγήθηκε του ΤΙΝΑ, πραγματεύτηκε αυτή τη διέξοδο: το πραγματικό πεδίο μάχης. Η Ροζάβα ήταν και είναι ένα πολυδιάστατο πείραμα απελευθέρωσης, ειδικά σε σχέση με τη θέση των γυναικών. Είναι κάτι πέρα από τα δυτικά δεδομένα αλλά με παγκόσμια βαρύτητα.

-Στις «Τέσσερεις Μαρτυρίες για την Εκταφή του Ποταμού Ερρινυού», ένας χαρακτήρας, η καθηγήτρια Ισμήνη Ναρδή, σημειώνει πως,  «η δεκαετία του ’80 ήταν το κλειδί για να καταλάβει κανείς την ιστορία της Μεταπολίτευσης».

Α.Δ.: Αν το ερώτημα είναι αν εγώ συμφωνώ με τη Ναρδή, θα έλεγα πως ναι. Και αν και έγραψα τη συγκεκριμένη νουβέλα πολλά χρόνια πριν, στην πρώτη της δημοσιευμένη εκδοχή, δεν έχω αλλάξει γνώμη. Ήταν εξάλλου η τελευταία δεκαετία του Ψυχρού Πολέμου, η δεκαετία που ο νεοφιλελευθερισμός έδωσε την τελική του μάχη πριν γίνει παγκόσμια συνθήκη. Την έζησα ως παιδί, ή μάλλον έφηβη, και ζω έκτοτε τη σύγκρουση μεταξύ των προσωπικών εντυπώσεων και της επιστροφής μου σε αυτήν ως ιστορικός. Είναι σημαντικό ότι στην Ελλάδα η δεκαετία του ’80 ήταν πολύ διαφορετική από ό, τι στις ΗΠΑ και στη Βρετανία. Παρ’ όλα αυτά, και στην Ελλάδα αποτυπώθηκε η γενική «κλίση» της δεκαετίας. Δεν θυμάμαι σε ποιο μυθιστόρημα ένας εκ των χαρακτήρων λέει για κάποιον άλλο ότι όλο καταπιάνεται με το παρελθόν, όλο αγχώνεται για το παρελθόν, λες και νομίζει ότι μπορεί να το αλλάξει. Το αν μπορεί ν’ αλλάξει το παρελθόν είναι κάτι που με απασχολεί, το τι σημαίνει αυτό, και το πώς σχετίζεται με τη διαμόρφωση του παρόντος.

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.