Άρης Μαραγκόπουλος: Ο εξαιρετικός βίος του Πολ Λαφάργκ και της Λόρας Μάρξ

Μια συζήτηση για την τέχνη, την Επανάσταση... και το δικαίωμα στην τεμπελιά

| 22/12/2016

Με ένα έργο ποταμό, ο Άρης Μαραγκόπουλος – με πολλά χρόνια καταξιωμένης θητείας στο συγγραφικό έργο, κοινωνικά ενταγμένος – επανέρχεται στο θέμα που αναφορές έχει κάνει σε πολλά βιβλίου του: τον εξαιρετικό, από πολλές απόψεις, βίο του Πολ Λαφάργκ και της Λόρας Μάρξ. Τη ζωή και τις ιδέες τους σε μια εποχή όπου διαμορφωνόταν η νεώτερη ιστορία της Ευρώπης και η γένεση του σοσιαλιστικού προτάγματος. Στην συζήτηση που ακολουθεί, ο Άρης Μαραγκόπουλος εκθέτει και αναλύει βασικά σημεία του βιβλίου του, «Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού» (Εκδόσεις Τόπος) φωτίζει τις έννοιες «μυθιστορία» και «ιστορικό μυθιστόρημα», παίρνει θέση για την στρατευμένη τέχνη και, βεβαίως, αναδεικνύει τον πυρήνα του μεγάλου μανιφέστου του Πολ Λαφάργκ, το «Δικαίωμα στην Τεμπελιά».

[hr]

Μπορείτε με αδρές γραμμές να μας σκιαγραφήσετε τα πορτρέτα του Πωλ Λαφάργκ και της Λόρα Μάρξ;

Είναι πορτρέτα εν εξελίξει, με την έννοια ότι παρακολουθούμε μια ζωή 45 ετών. Πώς μια νεότητα επαναστατημένη, από την μεριά του Πολ πρώτα, μια νεότητα που διαμορφώνεται στα φοιτητικά της χρόνια, προοδευτικά και ιδιαίτερα μετά την γνωριμία με προσωπικότητες όπως ο Μάρξ και ο Ένγκελς αλλά και ο Ογκίστ Μπλανκί, πώς ανδρώνεται πολιτικά και αρχίζει, όχι απλώς να διεκδικεί στο γενικότερο πλαίσιο εκείνης της κοινωνίας αλλά να διαμορφώνει και την δική της άποψη για τα πράγματα. Αυτό συμβαίνει σε μια ηλικία ανάμεσα στα 24 και στα 30 χρόνια του. Από εκεί και έπειτα όσο προχωράει ο καιρός, ο Πολ Λαφάργκ περνάει διαστήματα στα οποία ταλαντεύεται μεταξύ των μαρξιστικών απόψεων που εκ των πραγμάτων υποστηρίζει και στις ελευθεριακές απόψεις επαναστατών της εποχής, όπως είναι ο Μπλανκί, η Λουϊζ Μισέλ ακόμη και ο Προυντόν και ο Μπακούνιν. Και προς το τέλος της ζωής του γίνεται πιο συνεπής ως προς αυτό που πιστεύει, δεν είναι ακριβές να πω ότι απομακρύνεται από τον Μάρξ, ωστόσο, το «Δικαίωμα στην Τεμπελιά», που γράφει από το 1883, σε όλο αυτό το διάστημα που εντρυφεί στο «Δικαίωμα», υπογράφει το δικό του μανιφέστο.

%ce%bc%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%bf%cf%83%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%823

Από πολύ νωρίς, ο Πολ, γίνεται ταυτόχρονα οικογενειάρχης και επαναστάτης, πράγμα πολύ δύσκολο και γι’ αυτό δεν είναι πολύ καλός πατέρας, κάνει ό,τι μπορεί, αλλά όταν το 2/3 της ημέρας σου τα τρέχεις έξω από το σπίτι δεν μπορείς να ρίξεις το βάρος που χρειάζεται στα παιδιά. Όμως, έχει πολύ καλή σχέση με την Λόρα. Από την άλλη, η Λόρα είναι ουσιαστικά μια μεσοαστή κοπέλα, η οποία έχει γεννηθεί από έναν προλετάριο πατέρα, η εφηβεία της και η ωρίμανσή της είναι στο Λονδίνο. Όμως μεσοαστή δεν μπορεί να αποδώσει πλήρως τον χαρακτήρα της γιατί εκ των πραγμάτων είναι κόρη του Μάρξ, από εφτά χρονών διαβάζει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Είναι κομμουνίστρια, πιστεύει σε αυτό αλλά δεν παύει να έχει μία άποψη για την γυναικεία χειραφέτηση. Η καλλιέργεια που έχει, η μόρφωση, οι γνώσεις της, την χειραφετούν πολύ πριν από τις σουφραζέτες. Βέβαια αν δούμε την ζωή της παράλληλα με εκείνη του Πολ το γεγονός ότι κάνει παιδιά από πολύ μικρή, δυσχεραίνει την θέση της καθότι δεν μπορείς να είσαι χειραφετημένη γυναίκα και να έχεις τα παιδιά. Αυτό κοστίζει στην Λόρα. Γι’ αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τις άλλες «φεμινίστριες» της εποχής της, την Αντρέ Λεό, την Μισέλ ,την Πάουλε Μινκ. Χάνει σε ηλικία, μόλις 30 χρονών, και τα τρία της παιδιά. Αυτό θα την καθορίσει για όλη της την ζωή. Δεν σταματάει όμως να ασχολείται πολιτικά, να συμμετέχει ενεργά, να μεταφράζει δουλειές του πατέρα της. Ακολουθεί κοινό βίο με τον Πολ όπου θα συγκρουστεί πολλές φορές μαζί του, αλλά θα υπερβούν από κοινού τις συγκρούσεις επειδή πιστεύουν στα ίδια πράγματα και επειδή υπάρχει μια περίεργη απόλαυση στις σχέσεις τους, όταν συζητάνε πολιτικά, όταν κρίνουν τις καταστάσεις. Αυτό τους κρατάει ενωμένους.

Σε ποια εποχή εκτυλίσσεται η δράση του Πολ και της Λόρας;

Μιλάμε για το δεύτερο μισό του 19ου Αιώνα. Που σημαίνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Στην Γαλλία, πρώτα απ’ όλα, έχουμε μια αλματώδη ανάπτυξη του καπιταλισμού που δεν οφείλεται μόνο στην ανάπτυξη της ατμομηχανής κτλ, αλλά πρώτα και κύρια, στην λεγόμενη – το έχει εξηγήσει και ο Μάρξ – πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου η οποία πετυχαίνεται από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Εκείνη την εποχή, ο μέσος όρος ζωής ενός εργάτη δεν είναι πάνω από 27 – 30 χρονών. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι θα ζήσουν έως τα 45 και κάποιοι έως τα 25. Οι εργάτες δουλεύουν – στα υφαντουργεία, ας πούμε – έως και 16 ώρες την ημέρα, δουλεύουν όλα τα μικρά παιδιά από 8 χρονών, υπάρχει ένας Μολώχ στον οποίον θυσιάζονται για να υπάρξει η ανάπτυξη του καπιταλισμού.

Καθαρά πολιτικά, έχουμε μια συγκεκαλυμμένη δικτατορία που αναπτύχθηκε μετά το 1852 – 53, του Ναπολέοντα του Τρίτου, η δικτατορία του Βοναπάρτη του Μικρού, όπως είθισται να τον λένε μετά από μια μπροσούρα που έβγαλε εναντίον του ο Ουγκό, και όλο αυτό δεν μπορεί παρά να οδηγήσει βαθμιαία στην συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης. Η Πρώτη Διεθνής πάνω από όλα που γίνεται το 1864 και στην πορεία έχουμε τα πρώτα συνδικάτα, τις πρώτες απεργίες.

Σε όλα αυτά συμμετέχουν οι ήρωες, ο Πολ είναι μέλος της Διεθνούς από πολύ νωρίς και μάλιστα γίνεται γραμματέας για τα θέματα της Ισπανίας καθώς γνώριζε την γλώσσα. Η καταγωγή του είναι ισπανική, γεννήθηκε εκεί που γεννήθηκε και ο Φιδέλ Κάστρο, στο Σαντιάγο της Κούβας. Ο κρίσιμος σταθμός στην ζωή του Λαφάργκ και της Λόρας αλλά και όλων των επαναστατών της εποχής είναι, αρχικά, ο γαλλοπρωσικός πόλεμος 1870 – 1871 που έληξε με την ήττα στο Σεντάν και την ταπεινωτική παράδοση στρατού και αυτοκράτορα στον Μπίσμαρκ, στους Γερμανούς, στους Πρώσους και στην συνέχεια, έξι μήνες μετά, στις 4 Σεπτέμβρη γίνεται η 3η Γαλλική Δημοκρατία από τον Γκαμπετά και καθώς αυτή η δημοκρατία είναι εντελώς ανάπηρη και φοβάται μην γίνει επανάσταση παίρνει πάρα πολύ αυστηρά μέτρα και πετυχαίνει το αντίθετο: γίνεται επανάσταση. Γίνεται η Κομμούνα. Η περίφημη Κομμούνα των 72 ημερών, ανάμεσα στις 18 του Μάρτη και στις 27 – 28 Μάη του ‘71 για να στιγματίσει την ζωή και των δυο. Αυτά είναι σοβαρά γεγονότα μαζί με άλλα όπως όταν λήγει η Πρώτη Διεθνής, το 1872, ενώ στο ίδιο διάστημα χάνουν τα παιδιά τους.

%ce%bc%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%835Ο Πολ θα κάνει ό,τι μπορεί στον τομέα της πολιτικής επιρροής – θα γράφει, θα στέλνει κείμενα παντού, εφημερίδες κτλ – και καταφέρνει, το 1886, ενώ είναι φυλακισμένος στην Αγία Πελαγία, να εκλεγεί ως ο πρώτος σοσιαλιστής βουλευτής στο Γαλλικό κοινοβούλιο. Θα εμπλακεί σε όλα τα μικρά και μεγάλα γεγονότα της εποχής. Είναι από αυτούς που μαζί με τον Ζυλ Γκεντ θα φτιάξουν το πρώτο μαρξιστικό εργατικό κόμμα στην Γαλλία, αυτός που θα ανασυστήσει την Β’ Διεθνή. Η πολιτική ζωή εμπλέκεται συνεχώς στην ζωή του ζευγαριού, «μας τραβάει, η άτιμη η πολιτική» λέει κάποια στιγμή η Λόρα, «δεν μπορούμε να της ξεφύγουμε». Τραγικά προσωπικά γεγονότα συμβαίνουν – πεθαίνει ο πατέρας της Λόρας, πεθαίνει η αδελφή της Γένιχεν σε μικρή ηλικία, η μεγαλύτερη Έληνορ αυτοκτονεί… Όμως, τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής τους τα πέρασαν ήρεμα γιατί πεθαίνοντας και ο Ένγκελς τους αφήνει ένα μέρος από την περιουσία του, αποκτούν ένα σπίτι, εγώ το βάζω να ζουν κοινοβιακά γιατί φέρνουν τους φίλους τους να δουλέψουνε μαζί όπου θα οδηγηθούν στο γνωστό τέλος.

Μιλήστε μας, επίσης, για τον πίνακα του Εντουάρ Μανέ, «Πρόγευμα στη Χλόη», που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου σας και που τόσο εντυπωσιάζει τον Λαφάργκ.

Ο πίνακας του Μανέ έχει ζωγραφιστεί λίγα χρόνια πριν τον γνωρίσει ο Λαφάργκ και τον γνωρίζει κατά την διάρκεια της Κομμούνας. Είναι αποκάλυψη για τον Λαφάργκ, γιατί ακριβώς ο πίνακας αυτός στην κυριολεξία εικονογραφεί το ελευθεριακό όραμά του. Εικονογραφεί, δηλαδή, το μέλλον και δεν το εικονογραφεί περιγραφικά, ρεαλιστικά, του λέει περισσότερα από ό,τι βλέπουμε στο πρόγευμα το οποίο ήτανε μια επανάσταση στην εποχή του. Με την έννοια ότι για πρώτη φορά δεν έχουμε ένα γυμνό πορτρέτο αλλά έχουμε μια γυναίκα που έχει βγάλει τα ρούχα της καθώς εκείνη την εποχή για να έχουμε μια γυναίκα γυμνή έπρεπε να είναι ή Αφροδίτη ή γυναίκα σε χριστιανικό μαρτύριο, Αγία Μαγδαληνή κτλ. Όχι! Εδώ έχουμε μια γυναίκα της καθημερινότητας η οποία έχει βγάλει τα ρούχα της, κάθεται άνετα με τους άντρες φίλους της και την αντιμετωπίζουν ως ισότιμη όχι ως σεξουαλικό αντικείμενο, είναι πολύ βασικό αυτό, και το κυριότερο, η καθημερινή αυτή γυναίκα απευθύνεται στο θεατή, τον βλέπει κατάματα. Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί.

Όλα αυτά λοιπόν, κάνουνε τον Λαφάργκ να φαντασιώσει ένα όραμα ανθρώπινης ευτυχίας, ένα όραμα ισότητας, ένα όραμα οπωσδήποτε παραδεισένιο, όραμα σχόλης. Τον κάνουν να φαντασιώσει το δικαίωμα στην τεμπελιά. Αυτά που έχει στο μυαλό του συμπυκνώνονται σε τούτον το πίνακα που εκείνη την εποχή ο πίνακας αυτός, έδινε μια μάχη ενάντια στο αληθοφανές. Διότι μέχρι εκείνη την εποχή, υποτίθεται, ότι αυτό που ζωγράφιζες έδειχνε την πραγματικότητα. Τότε το απέδιδε στην ολότητά της η φωτογραφία, επομένως έπρεπε να υπερβείς το πραγματικό, επινοώντας το, πηγαίνοντάς το ένα βήμα παραπέρα. Έτσι λειτούργησε και ο Λαφάργκ: είχε τις σοσιαλιστικές ιδέες, τον σοσιαλισμό, αλλά έπρεπε να τις πάει παραπέρα. Και το Δικαίωμα στην Τεμπελιά του έδωσε την δυνατότητα να το προχωρήσει πιο πέρα.

Πείτε μας για την έρευνα που κάνατε για να γράψετε το βιβλίο και το πληροφοριακό επίμετρο που παραθέτετε στο τέλος του βιβλίου.

Αυτό το βιβλίο δεν θα μπορούσε να γραφτεί χωρίς έρευνα. Γιατί, πρώτον, στην Ελλάδα γνωρίζουμε λίγα πράγματα για τον 19ο Αιώνα στην Δύση. Για την Ελλάδα, είναι το ’21, η ανεξαρτησία του ’30 και το μαύρο ’97. Σε ένα κοινωνικό μυθιστόρημα εποχής δεν μπορείς να εξηγείς μέσα πράγματα που για τους ήρωες είναι αυτονόητα – δεν μπορείς να λες ποιος είναι ο Ζιλ Φαβρ ή ο Φερί που είχε αναμιχθεί στα Λαυρεωτικά εδώ πέρα. Ούτε τι ήταν ο Ναπολέοντας ο Τρίτος. Θεωρούνται δεδομένα. Χρειάζεται κάπου να έχει ο αναγνώστης το κόρπους της ιστορίας. Γι’ αυτό έχω ένα τόσο μεγάλο επίμετρο γιατί θέλω να υποχρεώσω τον αναγνώστη να σταθεί ανάμεσα σε αυτό που παρουσιάζω ως μυθοπλασία μιας εποχής, ως μυθολογία και στην ιστορία που υποτίθεται παρουσιάζει την αλήθεια. Έτσι, υπάρχουν 70 σελίδες επιμέτρου τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί, αν θέλει, να τις αγνοήσει. Αλλά μπορεί και να τα ξέρει, πράγμα δύσκολο. Εδώ μιλάμε για την διαμόρφωση της ιστορίας της νεώτερης Ευρώπης.

Θα θέλαμε να ρωτήσουμε τις διαφορές μεταξύ μυθιστορίας και ιστορικού μυθιστορήματος καθώς έγινε αρκετή συζήτηση πάνω σε αυτούς τους όρους με αφορμή το Βιβλίο σας «Το Χαστουκόδεντρο».

Υπάρχει μια διαφορά: το ιστορικό μυθιστόρημα έχει σαν στόχο να αναπλάσει την ιστορία μιας εποχής, να αναπαραστήσει τα γνωστά γεγονότα. Η μυθιστορία που κάνω εγώ είναι διαφορετικό, δεν θέλω να αναπαραστήσω τα γεγονότα αλλά τη ζωή που βίωνε τα γεγονότα. Και πιο συγκεκριμένα, ζητάω να μπω στη ζωή μέσα από τις ρωγμές που έχει αφήσει η καταγεγραμμένη ιστορία. Αυτό σημαίνει πως αν έχει γνωστοποιηθεί ένα γεγονός ότι έγινε έτσι, να δούμε πόσες άλλες πιθανότητες υπάρχουν να μην έγινε ακριβώς έτσι, να έγινε λίγο διαφορετικά. Δεν είναι τυχαίο που έχω βάλει ένα μότο του Τζόϊς στην αρχή του βιβλίου που μιλάει για τον Ιούλιο Καίσαρα και το Πύρρο και τις πιθανότητες να μην είχαν συμβεί τα γεγονότα όπως συνέβησαν. Και στο τέλος, λέει: «Ύφανε, υφάντρα του ανέμου» δηλαδή, ύφανε ιστορία, ύφανε με τρόπους άλλους που θα βρεις.

%ce%bc%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%826

Σε μια ομιλία του που είχε κάνει εδώ ο Χάουαρντ Ζιν είχε τονίσει πως οι πιο ουσιαστικές στιγμές της σοσιαλιστικής ουτοπίας ήταν οι πρώτοι έξι μήνες στον Ισπανικό Εμφύλιο και οι 72 ημέρες της Κομμούνας.

Είναι αλήθεια, Η Κομμούνα ήτανε από την αρχή μέχρι το τέλος της μια διεκδίκηση του εδώ και τώρα, πραγμάτων που δεν τόλμησε κατόπιν καμία άλλη επανάσταση να διεκδικήσει. Και η επανάσταση στην Ρωσία μίλησε για δικαιώματα γυναικών, την κοινή ανατροφή των παιδιών κ.α. – η Κομμούνα τα έβαλε στην πράξη την άλλη ημέρα. Η Κομμούνα από την αρχή κατάργησε το μη ανακλητό των δημοσίων υπαλλήλων, διαχώρισε την εκκλησία από το κράτος – είπε πως οι παπάδες θα πληρώνονται από τις ενορίες τους, τα δικαιώματα των γυναικών, φυσικά – παρ’ όλο που δεν κατάφερε να τα κατοχυρώσει τελικά – πολύ δύσκολο ακόμη κείνη την εποχή. Μέσα σε 72 μέρες έδωσε όραμα που δεν έπαψε ποτέ να εμπνέει. Η Κομμούνα είναι η επανάσταση εκείνη που το κυριότερο χαρακτηριστικό της ήταν η μεγάλη λαϊκή βάση. Τις αποφάσεις της Κομμούνας δεν κατηύθυναν τα γνωστά ονόματα αλλά οι λέσχες και οι λαϊκές συγκεντρώσεις. Ακριβώς επειδή ήταν λαϊκή η διεκδίκηση έκανε και λάθη τα οποία δεν μπορούσε να τα αποφύγει. Το μέγιστο λάθος που το τονίζει και ο Μάρξ είναι ότι δεν έβαλε χέρι στην Τράπεζα της Γαλλίας. Αν το είχε κάνει, πραγματικά, δεν ξέρουμε ποια θα ήταν η εξέλιξη. Και δεν έβαλε χέρι γιατί προφανώς ο εργάτης είχε μια ηθική μέσα του: δεν αρπάζω τα λεφτά της Γαλλίας, την περιουσία της.

Μιλήσατε πιο πριν για το μανιφέστο, τρόπον τινά, του Πολ Λαφάργκ, το «Δικαίωμα στην Τεμπελιά» σε αντίθεση με το δικαίωμα στην δουλειά που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Εξακολουθεί και σήμερα να ισχύει και να αποτελεί αίτημα;

Σήμερα θα μπορούσε να ισχύσει περισσότερο από ποτέ. Αν τότε τα μέσα παραγωγής επέτρεπαν να δουλεύει κανείς λιγότερο, τότε μπορούσε να έχει χρόνο για τεμπελιά, όχι να μην κάνει τίποτα. Η έννοια του paresse δεν είναι γενικώς αυτή του loisir – κάθομαι και ρεμπελεύω – είναι η δημιουργική σχόλη, η σχόλη που σε μαθαίνει, που σε διδάσκει, η αρχαιοελληνική έννοια της σχόλης. Αναφορά γίνεται και στους αρχαίους μέσα στο «Δικαίωμα στην Τεμπελιά». Σήμερα με την τεχνολογική ανάπτυξη και μια ώρα θα μπορούσαν να δουλεύουν οι άνθρωποι. Τώρα σχετικά με το «Δικαίωμα» να πούμε πως έχει μεταφραστεί σε όλες τα γλώσσες του κόσμου και μάλιστα στην Ρωσία πρώτα βγήκε αυτό και μετά το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» προς μεγάλη ικανοποίηση του Λαφάργκ.

25 Νοεμβρίου 1911 – Ντραβέϊγ Γαλλία, η ημερομηνία του Πολ και της Λόρας.

Οι περισσότεροι ιστορικοί που αναφέρονται στην αυτοκτονία των Λαφάργκ τελειώνουν εύκολα με αυτό το γεγονός λέγοντας ότι ήταν απογοητευμένοι από τα πολιτικά πράγματα. Βεβαίως έχουν ένα δίκιο σε αυτό μιας και το Σοσιαλιστικό Κόμμα εκείνη την εποχή αποτελείτο από πέντε τάσεις – μία ο Ζωρές, μία, οι μπλανκιστές με τον Βεγιάν, άλλη, οι «μεσαίοι» με τον Μαλλόν, επίσης, Λαφάργκ με την ελευθεριακή τάση, ο Γκεντ και ούτω καθ’ εξής. Αυτό εξηγεί ως ένα σημείο την κατάσταση και το γιατί υπήρξαν μεταγενέστεροι όπως ο γνωστός μας Λούϊ Αραγκόν, ο οποίος γράφοντας στον μεσοπόλεμο γύρω στα 1935 και κρίνοντας την ιστορία του Λαφάργκ, όντας σταλινικός, λέει πως ο Λαφάργκ, «ήταν σπουδαίος, έδωσε τα πάντα για τον αγώνα για τον θρίαμβο του σοσιαλισμού, δεν μας έδωσε όμως τον θάνατό του». Δεν του δίνει, δηλαδή, το δικαίωμα, η σταλινική Αριστερά, να διαλέξει την ζωή του άρα και τον θάνατό του! Αυτό λέει πάρα πολλά πράγματα. Εγώ, ακριβώς, θέλω να δείξω πως τον θάνατό του τον διάλεξε όχι μόνο επειδή το κόμμα και η υπόθεση του σοσιαλισμού δεν πήγαινε καλά, ήταν ένας άνθρωπος παθιασμένος που δούλευε γι’ αυτό όλη του την ζωή. Δεν θα αυτοκτονούσε για αυτό το πράγμα, αλλά γιατί έβλεπε πιο μακριά, δεν ήταν μικροπολιτική ότι το κόμμα ήταν διασπασμένο, έβλεπε ότι το όραμά του, το «3 ώρες δουλειά», η δημιουργική σχόλη, η ελευθεριακή ζωή, ήταν πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Και θεώρησε όπως ο Κάτων ο Νεώτερος που αυτοκτόνησε για να υπογράψει τις ιδέες του, να δείξει ότι πιστεύει και πληρώνει με την ζωή του αυτό που πιστεύει.

%ce%bc%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%822

Είναι αυτό που γράφετε με τα λόγια του ελευθεριακού σοσιαλιστή Ουίλιαμ Μόρις, «αφού μας απαγορεύεται να ζούμε σαν άνθρωποι ας βρούμε στα γρήγορα κάποιον τρόπο να πεθάνουμε σαν άνθρωποι».

Ακριβώς. Το έχω εκεί, στο τελευταίο κεφάλαιο για να τονίσω πόσο σύγχρονα είναι όλα αυτά τα θέματα. Πόσες φορές έχουμε ακούσει κάτι παρόμοιο σήμερα: αφού δεν μας επιτρέπεται να ζούμε σαν άνθρωπο ας πεθάνουμε σαν άνθρωποι. Σε μια εποχή που πεθαίνουν οι άνθρωποι, από το Αιγαίο μέχρι οπουδήποτε ακούγεται σαρκαστικά, ίσως, στο μυθιστόρημα αλλά είναι η πραγματικότητα. Και ο Λαφάργκ είναι σαν να μας κουνάει το δάκτυλο από μακριά και να λέει ότι παλέψαμε με τους σοσιαλισμούς, παλέψαμε με την αναρχία αλλά αυτόν τον στόχο για τον οποίον εγώ πέθανα δεν τον έβαλε κανείς. Γιατί αν βάλεις αυτόν τον στόχο ανατρέπονται όλα. Παύει η απλή, μηχανιστική διαχείριση της εξουσίας που λέει αυτό που πίστευαν στην Σοβιετική Ένωση πως αν το πεντάχρονο πλάνο πετύχει θα είναι και η ζωή καλή. Δεν γίνεται, όμως, έτσι όπως αποδείχθηκε στην πράξη. Ο Λαφάργκ έδινε προτεραιότητα στο εποικοδόμημα και όχι στην βάση όπως λέμε στον μαρξισμό. Έβλεπε, δηλαδή, ότι το εποικοδόμημα με την σειρά του επηρέαζει την βάση. Εκεί είναι η ζωή.

Σχετικά με τα τρία τελευταία σας βιβλία – «Η Μανία με την Άνοιξη», «Το Χαστουκόδεντρο», «Πολ και Λόρα» – και τα ζευγάρια που πρωταγωνιστούν, μοιάζουν να αποτελούν μια άτυπη τριλογία;

Εγώ δεν το είχα καταλάβει αλλά με έκανε ο Βασίλης Βασιλικός να το συνειδητοποιήσω ότι είναι όντως μια τριλογία με τα ζευγάρια που παλεύουν – στο αντάρτικο πόλης στην «Μανία με την Άνοιξη», παλεύουν οι Ελληνες κομμουνιστές, ο Τόνι και η Μπέτυ, παλεύουν, ο Πολ και η Λόρα. Τι είναι αυτό που απλώνεται σε αυτά τα μυθιστορήματα; Είναι ότι δεν μπορούν ξεφύγουν από το κοινωνικό περιβάλλον. Η ταξική πάλη είναι η ζωή τους και η ζωή τους είναι η ταξική πάλη!

Και ένα τελευταίο: τι είναι για εσάς σήμερα η στρατευμένη τέχνη;

Εγώ θεωρώ πως «στρατευμένη τέχνη» είναι ένας ευρύς όρος. Μπορεί να είναι στρατευμένη η τέχνη ακόμη και ενός αρλεκίνου – από τα βιβλία άρλεκιν – της λογοτεχνίας και έχουμε πολλούς από αυτούς στην Ελλάδα. Εφ’ όσον ο συγγραφέας οδύρεται και κλαίει και ζητά και από τον αναγνώστη να οδύρεται και να κλαίει για την μάνα του ή για την αγαπημένη του που έχασε ή για την απογοήτευση που ένοιωσε όταν συνέβη αυτό ή εκείνο, είναι και αυτό μια στράτευση διότι είναι προσηλωμένος σε μια κατάσταση που τείνει να πείσει τον αναγνώστη ότι η ζωή είναι έτσι. Η στράτευση, όμως, υπάρχει και από την άλλη πλευρά. Εγώ θεωρώ ότι είμαι στρατευμένος. Τις τελευταίες δεκαετίες τον όρο αυτόν τον ειρωνεύονταν. Έχω κάποιες απόψεις και προσπαθώ να τις προπαγανδίσω μέσα από το μυθιστόρημα. Όλη η λογοτεχνία και η πιο συντηρητική είναι στρατευμένη. Είμαι στρατευμένος με την αριστερή έννοια του όρου, αλά Μπρέχτ. Κάποιοι θα με κατηγορήσουν πως είμαι στρατευμένος σε αυτά – δεν πειράζει, όλοι είναι στρατευμένοι. Η καλή λογοτεχνία ήταν πάντα έτσι.

%ce%bc%ce%b1%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%bf%cf%85%ce%bb%ce%bf%cf%821

 

Γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Παράλληλα, έπαιξε ως μουσικός παραγωγός σε πολλά ραδιόφωνα για πολλά χρόνια και έγραψε ως μουσικός κριτικός σε μια σειρά περιοδικά. Αυτό συνεχίζει μέχρι και σήμερα.