Ένας παράδοξος Μιχαλιός κι ένας ανθεκτικός δολιοφθορέας

[πρώτες ύλες αλήθειας και εξέγερσης στην ποίηση του Καρυωτάκη]

| 10/06/2014

Την εποχή των μεγάλων εθνικών εξορμήσεων, στα 1919, ο Κώστας Καρυωτάκης βρίσκει την πηγή της ποιητικής του συγκίνησης στο μικρόκοσμο της καθημερινότητας του αντιήρωα. Αυτή και μόνη η επιλογή μαρτυρά ισχυρά για τη διαφορετική υφή που διέθεταν οι προσλαμβάνουσες του δημιουργού και φωτίζει μια ποιότητα συνείδησης κείμενη πολύ μακριά από τα στερεότυπα του ηγεμονεύοντος πνεύματος. Προσθέτοντας ότι δεν πρόκειται για μια κλασική «αντιπολεμική ποίηση», οπότε θα βολευόμασταν στο σχήμα της «αριστερής αντίδρασης», ούτε για μια εξίσου κλασική «αντιεθνικιστική στιχουργία» που θα ικανοποιούσε την ετοιμοπαράδοτη ταξινομική αντίληψη.

Ο ΜΙΧΑΛΙΟΣ

Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη

Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία

με το Μαρή και με τον Παναγιώτη.

Δε μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου»

‘Ολο εμουρμούριζε : «Κυρ Δεκανέα,

άσε με να γυρίσω στο χωριό μου»

 

Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,

αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.

Εκάρφωνε πέρα, σ’ ένα σημείο,

το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,

σα να’ λεγε, σα να παρακαλούσε :

«Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω».

 

Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.

Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,

μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.

Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,

μα του άφησαν απέξω το ποδάρι :

‘Ηταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.

O Καρυωτάκης εστιάζει στην ατομική συντριβή εντός ενός καταναγκαστικού πλαισίου, που «απαγορεύει» στο άτομο να είναι αυτό που έμαθε και που θέλει να είναι. Απουσιάζει κάθε αναφορά σε πόλεμο και έθνος: αυτά απλώς εννοούνται, άρα δεν είναι οι «στόχοι».

Χωρίς ιδεολογική πόζα και λογοτεχνικό στόμφο, απλώς με τη ρεαλιστική ψηλάφηση της πρωτογενούς διάστασης ανάμεσα στο «ανθρώπινο» και το «ιστορικό», δίνει στην ειρωνεία το βάθος της ανθρώπινης τραγικότητας. Δεν είναι απλό μέσο η ειρωνεία, αλλά είναι η ίδια η ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο Καρυωτάκης  είναι ο συγκλονιστικός ανατόμος της εγγενούς ειρωνείας των ανθρωπίνων, και αυτό είναι το δικό του, που αντέχει στο χρόνο. Θα αγαπιέται πάντα, γιατί στην εγγενή ελλειπτικότητα της εξωτερίκευσής του θα αναγνωρίζουμε τα αιχμηρά θραύσματα της δικής μας τραυματισμένης σιωπής στις «συνάφειες» ενός κόσμου σταθερά στερητικού. Ο Καρυωτάκης δε μιλά παρά για όσα η εμπειρία αποδεικνύει ως απαγορευμένα: είναι ο πιο αντιιδεολογικός ποιητής του ελληνικού κόσμου.

Scan0057

Ο «Μιχαλιός» είναι μάλλον το πρώτο, σε σειρά γραφής, ποίημα της τελευταίας συλλογής. Ο εκδότης το χαρακτηρίζει «τραγούδι»! Ωστόσο είναι ένα «τραγούδι» μη τραγούδι και πρώην τραγούδι! Ο Καρυωτάκης δεν είναι «κάποιος που γράφει στίχους» αλλά ποιητής. Θητεύει και στο άλγος και τις εντάσεις που ορίζουν  η «κοινωνική κατασκευή» από τη μια, και η «ανθρώπινη κατάσταση» από την άλλη. Η μορφή πάει να επιβάλει το τελεσίδικό της, αλλά η εσωτερική γενεαλογία της μορφής δεν επιτρέπει καμιά οριστικότητα. Το ρευστό είναι ο νόμος, ακόμα και στην πιο συμπαγή αυταπάτη. Στους ποιητές, αυτό είναι που συμπυκνώνει την τραγικότητα αλλά και πιστοποιεί την ποιητικότητα. «Καταδικασμένος από την ποιητική του ιδιότητα στη διαρκή αιώρηση, ο ποιητής παράγει λόγο καταδικασμένο, με τη σειρά του, εξαιτίας της σχέσης του ποιητή με την πραγματικότητα και το φαντασιακό. Η καταδίκη του λόγου συνίσταται στη μη επίτευξη του ιδεατού, στην απουσία δέκτη, στη συρρίκνωση σε κραυγή ή σε σύμβολο[….] Ο ποιητικός λόγος βρίσκεται, λοιπόν, είτε σε κατάσταση προετοιμασίας και αναζήτησης, είτε σε κατάσταση αποσύνθεσης. Δεν είναι ακόμη ή δεν είναι πια τραγούδι» (‘Ελλη Φιλοκύπρου).

………………………………………………………….

Ένα «εύκολο» ποίημα, σε απλό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, με καθημερινή γλώσσα και όχι περίτεχνη ομοιοκαταληξία. Διάσπαρτες «αντιλυρικές» λέξεις που «χαλαρώνουν τη νοηματική συνοχή του στίχου, και καταφεύγουν σε ποιητικές εικόνες σκόρπιες, φευγαλέες» (Αγαθή Γεωργιάδου). Ο ρεαλισμός του Καρυωτάκη έχει γεμάτες τις αποσκευές του με την μεσσιανική απελπισία του διωκόμενου, που φτιάχνει κόσμο για να αντέξει την διαλυτική άρνηση.

Ούτε καν ο «λοχίας Κωστούλας» δεν είναι ο διανοούμενος αντιπολεμικός αφηγητής του  «Η ζωή εν τάφω», πόσω μάλλον ένας Διγενής! Ο ποιητικός αφηγητής μιλά για το τι έπαθε στον πόλεμο ο Μιχαλιός! Σχήμα τυπικό, εύκολο για μια χιουμοριστική παρλάτα, επιθεωρησιακού χαρακτήρα. Αυτό ακριβώς το σχήμα εκμεταλλεύεται ο ποιητής για να συντρίψει με τον «βιαιότερο» τρόπο τις αναγνωστικές προσδοκίες που καλλιεργεί αρχικά. ‘Όπως, άλλωστε, συνηθίζει σε όλη την ποιητική του έκφραση, όπου το «σύνηθες» και το «κοινόχρηστο» λειτουργούν ως τροφοδότες μιας έντασης συγκινησιακής και νοηματικής που ξεπερνά κάθε στάνταρ.

……………………………………………………………………………………………………………

[πρώτη στροφή]

«Τον Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη» – ένας «απότομος» εισαγωγικός ρεαλισμός, προτάσσεται το όνομα, η γυμνή ανθρώπινη ταυτότητα, το πρόσωπο. Μεσολαβεί μια λακωνική ρηματική διατύπωση-«τον πήρανε»-,μια συνθήκη βίας συναπτόμενη με ένα απρόσωπο υποκείμενο (ποιοι;). Το αντικείμενο –«τον»-μετατρέπει αυτομάτως το πρόσωπο σε απρόσωπη αναφορά, και η εκφορά εγκαθιδρύει μια απρόσωπη εξουσία που καταλύει τη φυσική τάξη. Ο άνθρωπος, πλέον, γίνεται ιδιότητα («στρατιώτης»). Η λιτότητα του λόγου, υπόδειγμα εκφραστικής οικονομίας, με γλωσσικούς όρους καθημερινού κώδικα, ανακαλεί την ψυχρότητα του ανακοινωθέντος, παραπέμποντας συνειρμικά στην επίσημη γλώσσα της εξουσίας και στα αγγελτήρια θανάτου.

«Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία / με το Μαρή και με τον Παναγιώτη»– εναλλαγές ρηματικών προσώπων, και  με το σχήμα αυτό βλέπουμε τον «ήρωα» να περιβάλλεται από «κάποιους» που «τον παίρνουν» και από κάποιους που τον συντροφεύουν, συγχωριανοί και συστρατιώτες. Αυτή η πλαισίωση τοποθετεί τον Μιχαλιό στον «κοινωνικό χώρο», ορίζοντάς τον σε σχέση με «ξένους» και «οικείους». Το άτομο δεν είναι μόνο του, αλλά είναι μοναδικό. Πεδίο αναφοράς είναι ο «στρατός». Το focus στο «καμαρωτά», για να τονιστεί η ιδεολογικά διαμορφωμένη «περηφάνια». Το «ξεκίνησε», δηλωτικό τού «πριν επισυμβεί η εμπειρία». Το καταληκτικό «ωραία», σαν καίριο συμπλήρωμα μιας «αυτονόητης» ειδυλλιακής εικόνας. ‘Όλα αυτά: και μια «αθώα» εισαγωγή υπηρετούν (που θα καταστήσει σφοδρότερο το τραγικό τέλος), αλλά και μια απομυθοποίηση των «ιδεολογικών προπαρασκευών» της εξουσίας προοικονομούν (και την προοικονομούν, διότι, ακριβώς, περιγράφονται ενώ είναι «προφανείς» και μάλιστα σε ιστορική συγκυρία «οριακών εθνικών αγώνων»).

Η λέξη λέξη οικοδομή της τραγωδίας σκηνοθετεί την αγχώδη περιέργεια ενός «πού το πάει ο ποιητής;» Η «αρπαγή», του πρώτου στίχου, φορτισμένη ως συνήθης γενική συνθήκη. Έτσι, θα γίνει πιο δραματική και φορτισμένη η «ατομική διαχείριση» της σύγκρουσης και θα εκκενωθεί από κάθε πολιτικότητα. Ήδη, κάθε εφησυχασμός κλονίζεται!

«Δε μπόρεσε να μάθει καν το “επ’ ώμου”»– ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο καλοκάγαθος Μιχαλιός! Στην παράσταση λανθάνει η ιδέα του όπλου, και υπονοείται η ασυνείδητη και αυθόρμητη αδυναμία προσαρμογής στην αισθητική και την ψυχολογία του. Ο «αυτονομημένος» Μιχαλιός είναι πια τραγικά ξεχωριστός μέσα στην αυθόρμητη μοναξιά της «ιδιορρυθμίας» του. Ούτε οσμή «ηρωικών σχημάτων» αλλά, αντιθέτως, υπαινικτική αντίστιξη σε σχέση με τα «αντρίκια» και τα «ηρωικά» των κρατουσών ιδεολογιών/ιδεοληψιών: ένα «ανθρωπάκι» έχουμε εδώ που «αρνείται» να αφομοιώσει οτιδήποτε ξεπερνά τον ορίζοντα της φυσικής του γαλήνης. Με τον τρόπο αυτό, ο Καρυωτάκης αποσπά πανέξυπνα την ουσία από τις ιδεολογικές διευθετήσεις και την τοποθετεί στη φυσική λογική της απλής ζωής. Την αγαπά τη ζωή ο πονεμένος Μιχαλιός, αλλά  του «κληρώνουν» το θάνατο. Κι αυτό που του «κληρώνει» το θάνατο, είναι μια «υποχρέωση υπάρχειν» βασισμένη στο θάνατο. Εδώ υπάρχει, απλά και καθαρά, η στυγνή βία μιας εξουσίας που ο Καρυωτάκης φροντίζει να την εκθέσει στο γυμνό τρομακτικό της αποτέλεσμα, χωρίς δηλαδή ούτε καν τις ιδεολογικές της μάσκες. Με τον τρόπο του, και δεδομένης της ενημερωμένης του σκέψης, είναι σα να λέει –«αν αντισταθείς-θα σε πουν αναρχικό και κομμουνιστή, αν δεν αντισταθείς-θα σε στιγματίσουν σαν άρρωστο και κακομοίρη».

«’Ολο εμουρμούριζε…» – Τίποτα το συμβατικά πολιτικό, κανένα ίχνος από Σπάρτακο ή Λένιν! ‘Ένα τυπικό «όλο» για να δηλωθεί η ανεξέλεγκτη διάρκεια της στάσης (άρα η γνησιότητά της πέρα από κάθε «σχέδιο» και σκοπιμότητα) και η «εμμονή» ως υπαινικτική καταγραφή του πόνου που προκαλεί η κατάσταση. ‘Ένα «όλο» που-στο πλαίσιο των «ηχητικών υποβολών» του ποιητικού λόγου- θυμίζει και το «όλον»/ «όλα», εμβολιάζοντας στη σκέψη και την ιδέα της καθολικότητας. Και ένα εκπληκτικό «εμουρμούριζε», μια χαμηλότονη παθητική διαμαρτυρία, μια αυθόρμητη ανθρώπινη στάση χωρίς εφέ. Λέξη ηχοποίητη, ακριβώς για να εντείνει τη συνθήκη του απλού / καθημερινού, αλλά και την αίσθηση της φυσικότητας, που δίνει στο κοινωνικό δράμα το βάθος μιας «μοίρας», μιας «τάξης».

«Κυρ Δεκανέα / άσε με να γυρίσω στο χωριό μου» – Αποϊδεολογικοποίηση χωρίς φωνές, ήσυχα και φυσικά, μια καθημερινή εμπειρία σχέσης, αλλά σχέσης χωρίς ανθρώπινο νόημα αφού εδώ είναι «Δεκανέας», άρα μια απρόσωπη ιδιότητα, μια σχέση ιδιοτήτων χωρίς ψυχικό δεσμό (όπως τονίζεται με τα ονόματα των φίλων). Και ποιο το αίτημα; – «άσε με να γυρίσω στο χωριό μου»! Το «άσε με» υποδηλώνει βίωμα αιχμαλωσίας, καταναγκασμού. Το «στο χωριό μου» είναι επίκληση του οικείου προσωπικού χώρου, της πρωταρχικής φυσικής κοινότητας. Ο στρατώνας λειτουργεί ως συνθήκη ανασφάλειας, και το χωριό ως πλαίσιο ασφάλειας, που το επιζητά με σπαρακτική λακωνικότητα ο διαλυόμενος Μιχαλιός. Δεν «καταγγέλλει» ούτε «εναντιώνεται» ο Μιχαλιός. Αυτό που αισθάνεται, αυτό διατυπώνει. Και με τον τρόπο αυτόν, σχηματοποιείται σε διάσταση ανθρώπινης αίσθησης η αντίθεση εξουσίας-ανθρώπου.

[δεύτερη στροφή]

«Τον άλλο χρόνο στο νοσοκομείο, / αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε». Η παρουσία του Μιχαλιού στο νοσοκομείο υπονοεί τραυματισμό σε μάχη. Είναι υποδειγματική η διάρθρωση του περιεχομένου στο δίστιχο αυτό. Χρόνος-χώρος-κατάσταση, χωρίς «ερμηνευτικούς» προσδιορισμούς, με τον πιο αυστηρό «φωτογραφικό» ρεαλισμό. «Αμίλητος»-σε χτυπητή αντίθεση με τη ζωντανή φωνή που είχε παρουσιαστεί στην πρώτη στροφή. Τώρα με τα λόγια  εξουδετερωμένα από τη ματαιότητά τους, η ανίκητη βία της (εθνικής-κοινωνικής) πραγματικότητας έριξε τον Μιχαλιό στην αγριότητα του πολέμου. Είναι ήδη ηττημένος-και το έξοχο ποιητικώς είναι ότι η ήττα αυτή δεν προσδιορίζεται στο γεγονός του τραυματισμού (αυτός ούτε καν δηλώνεται), αλλά καταγράφεται με τη σιωπή, με την απτή αίσθηση του μάταιου της διαμαρτυρίας, με το κλείσιμο του Μιχαλιού στον εαυτό του. Ένας σιωπηλός Μιχαλιός που απλώς «τον ουρανό κοιτούσε». Από τον ήχο της γλώσσας, στην απερίγραπτη τροχιά του βλέμματος, από την επικοινωνιακότητα της έκφρασης, στην αυτοαπομόνωση της ματιάς. Ήδη υποβάλλεται το «καθεστώς της σιγής», ο θάνατος, και η συμφιλίωση του Μιχαλιού μ’ αυτόν. Ο «ουρανός» – το ριζικό πεδίο φυγής της πάσχουσας ψυχής, αλλά και η προσήμανση του μοιραίου τέλους. Ο ρεαλισμός του Καρυωτάκη είναι πάντα η αντικειμενική πολυσημία του πραγματικού θεωρημένου στο πλέγμα σχέσεων που ορίζουν το ανθρώπινο.

«Εκάρφωνε πέρα, σ’ ένα σημείο, / το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο». Μετάβαση από τη γενική λειτουργία της όρασης («κοιτούσε») σε ό, τι υπονοείται εδώ («βλέμμα»), και με τον τρόπο αυτό άνοιγμα της δυνατότητας να χτιστεί ποιητική παράσταση, δηλαδή ειδική σημασία. Το δυνατό «εκάρφωνε»- συνήθης καθημερινή μεταφορά, αλλά, στο ορισμένο κλίμα και νόημα του ποιήματος, αδιόρατα ανταποκριτικό στα καρφιά του Εσταυρωμένου, του Μέγιστου Αθώου. «Σ’ ένα σημείο»..πού; άγνωστο, άδηλο… στο πουθενά, που πλέον εκφράζει το δικό του τίποτα, σε «κάτι» που ίσως «βλέπει» μόνο αυτός, όπως οι μελλοθάνατοι, όπως οι τελεσίδικα «φευγάτοι». Μια απομόνωση, ένας απόλυτος εγκλεισμός. Κι αυτός ο τρομερός παρατατικός («εκάρφωνε»), για να δηλώσει μια νέα σταθερή δραστηριότητα, εσωτερική, απόλυτα ξένη και αδιάφορη για τις έξω δραστηριότητες. Τώρα πια καμιά ένταση, καμιά σύγχυση και ταραχή-«νοσταλγικό και πράο» το βλέμμα: επιστροφή στη μνήμη, γαλήνη της κουρασμένης ψυχής, σαφείς διακρίσεις σε σχέση με τα υπονοούμενα – άγριο παρόν του πολέμου και του καταναγκασμού. Στην ποιητική του Καρυωτάκη, οι αντιθέσεις δρουν υπαινικτικά, κι αυτό είναι ένα από τα «τεχνάσματα» που παρέχουν μια απλότητα συντάσσοντας, εσκεμμένα, το λόγο στο επίπεδο της «αφέλειας». Ο Καρυωτάκης υπονομεύει καίρια την ευταξία της ποιητικής παράδοσης με τρόπους αδιόρατους, κι έτσι πετυχαίνει, και στο επίπεδο της τέχνης, να «περάσει απαρατήρητος», απευθυνόμενος σε άγνωστους ακόμα «κολασμένους» της σιωπηλής και καθόλου θεαματικής φυγής.

«σα να’ λεγε, σα να παρακαλούσε / “Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω”». Το παρομοιαστικό «σα», αναδεικνύει την εσωτερίκευση του πάθους, την ομιλούσα σιωπή. Οι άνθρωποι μιλάνε κι όταν σωπαίνουν, αρκεί να υπάρχει η διάθεση των άλλων να τους ακούσουν. Όλη αυτή η «σκηνογραφία σιωπής» τοποθετείται σε στρατιωτικό νοσοκομείο, άρα υπονοείται ο τρομερός θόρυβος των όπλων από τα πεδία της μάχης και των ανθρώπινων ουρλιαχτών, είτε της επίθεσης, είτε του πόνου. Είναι εξαιρετικός ο τρόπος που απεικονίζεται το βίωμα της απόλυτης μοναξιάς, δεδομένου ότι η αληθινή ποίηση είναι κυρίως αυτό όπου «σε στέλνει» και αυτό που δε λέει (αλλιώς θα ήταν ρεπορτάζ ή δοκίμιο). Έχει παραδοθεί στη μοίρα του ο Μιχαλιός. Απλώς, τώρα, ο ενικός με το «Κυρ Δεκανέα», αντικαθίσταται από τον πληθυντικό-«αφήστε με»- κι αυτό υποδηλώνει βιωματικό αντίκρισμα της γενικής απρόσωπης εξουσίας που σκοτώνει. Σε μια κατάσταση γενικής κατάρρευσης υπό τέτοιες συνθήκες, η καταφυγή του ατόμου στο εσωτερικό του υποβάλλει αναπόφευκτα μια γενική αίσθηση των πραγμάτων: για τούτο και στη στροφή αυτή, τα επώνυμα πρόσωπα της πρώτης στροφής εξαφανίζονται και υπονοούνται.

Η ποίηση του Καρυωτάκη δεν είναι «επαναστατική», όπως δεν είναι ούτε του Μποντλαίρ ούτε του Ρεμπό ούτε του Ισίδωρου Ντυκάς – είναι εξεγερτική, δηλαδή προσδιορίζεται στο εκρηκτικό πεδίο του ατομικά βιωμένου ανυπόφορου

Είναι μια ποίηση «αστική», δηλαδή η «νομιμοποίηση» της υποκειμενικότητας, που, όμως, ο ρεαλισμός της ποιητικής της σκηνοθεσίας την καθιστά «συγκριτικό μέγεθος», άρα εν τέλει επαναστατική, καθώς συναντά όλες τις διάσπαρτες υποκειμενικότητες ενός κόσμου που παράγει από τη φύση του τον εκμηδενισμό του ανθρώπινου.

Εδώ, σε αντίθεση με τις ασημαντότητες του «φαναριωτικού λυρισμού», η αισθηματολογία είναι ένα «μοτίβο» που δραματοποιεί την αίσθηση ελλείμματος ανθρωπίνου στην παρούσα κατάσταση ζωής. «Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω» – στο «Ελεγεία και Σάτιρες» ο Καρυωτάκης οριοθετεί την ίδια του την προοπτική, εγκαταλείπει με καθαρή συνείδηση κάθε αοριστία και αφαίρεση. Το «αρρωστημένο» μιας φαντασιακής απόδρασης από την πραγματικότητα, τρέπεται σε μια πραγματική επίκληση, συνδέεται με τη γη και τα πράγματα, επιστρέφει σε ρίζες και απτές αναφορές. ‘Όταν ο μοντερνισμός της Γενιάς του 30, υπό το βολικό όσο και θεμιτό και αναγκαίο πρόσχημα του «ποιητικού λόγου», εγκλωβίζει την πραγματική σκέψη και συνείδηση μιας διαλυμένης κοινωνίας σε «σχήματα» και «μορφές» τόσο πιο πονηρές και εύκολες όσο πιο «προχώ» και «περίτεχνες» (αναθέτοντας στη «γλώσσα» μια λειτουργία άκρως υποκειμενικού μαντείου των Δελφών), ο Καρυωτάκης ψάχνει έξοδο και λύτρωση στα υλικά της αληθινής ζωής.

[τρίτη  στροφή]

«Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης». Η τεχνική της απλής πρότασης (όνομα + κατηγόρημα) και πάλι και σταθερά στην πρώτη γραμμή της πιο δραματικής εκφραστικής. Χωρίς το εναρκτήριο «και» η ανάπτυξη θα ανατρεπόταν, αφού το νόημα θα λειτουργούσε ως νέα πληροφορία. «Στόχος», όμως, του Καρυωτάκη είναι να αποδώσει την παράσταση μιας συνεκτικής διαδρομής, μιας ενότητας. Δεν μιλά καθολικά, δηλαδή δεν παρουσιάζει τα πράγματα ως αναπόφευκτη γενική συνθήκη, γι’ αυτό και από τους τρεις συγχωριανούς, μόνο ο Μιχαλιός έχει τη συγκεκριμένη αντίδραση. Να ένας λόγος για να περιφρονηθεί η «κριτική» που ντε και καλά εμφανίζει τον Καρυωτάκη ως «κήρυκα» ενός καθολικού «πρέπει» και «έτσι είναι». Αυτό που κάνει ο Καρυωτάκης είναι να αποκαλύπτει τα πλατιά περιθώρια αντίδρασης που καθορίζει ο κόσμος της παρακμής, σε αντίθεση με τα «μοντέλα» που σκαρώνουν και διακινούν οι παραγωγοί μαζικών ιδεολογιών.

Ακριβώς εδώ έγκειται το «σκάνδαλο Καρυωτάκης»: δεν εστίασε στην «ατομικότητα» αλλά στο «πάσχον πρόσωπο», στην αποδόμηση και καταδίκη της ύπαρξης. Γι’ αυτό η ποίησή του είναι «ανατρεπτική» και συνεχίζει να «ενοχλεί» τους εντός και «εκτός» των τειχών επαγγελματίες της «αμφισβήτησης»

«Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι / μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης» – Μάλιστα! «κάτι φαντάροι»: όχι, ας πούμε, ο «Κυρ Δεκανέας», ως τυπικός αντιπρόσωπος της ιεραρχίας και του έθνους! «κάτι φαντάροι»! Και πώς θα ήταν δυνατόν, αφού ο Μιχαλιός δεν υπήρξε βολικός εθνικός ήρωας και ο θάνατός του ήταν η «παράπλευρη απώλεια» μιας ασφυκτιώσας «αντεθνικής» συνείδησης. Απλοί φαντάροι γίνονται το δικό του τιμητικό άγημα, απλοί φαντάροι, ως μια άλλου τύπου διαφορετική ομάδα που σχηματίζεται από την ίδια την εξέλιξη της «υπόθεσης Μιχαλιός»: εξ ου και το «μαζί τους…»-οι πριν αποκλειστικοί φίλοι και σύντροφοι, τώρα είναι μέλη μιας ευρύτερης ομάδας που «υιοθετεί» το Μιχαλιό, που φτιάχνεται από το δικό του πρωτότυπο υπαρξιακό παρών. Κι αυτό είναι μια ελπίδα, μέσα στο σκληρό κόσμο της συντριβής του ανθρώπινου. Ο Καρυωτάκης δεν ακυρώνει την ελπίδα, αλλά, «απλώς», μιλά για τα δικά του βιώματα και όρια. Δεν είναι ούτε «προφήτης» ούτε «μεσσίας» ούτε «πολιτισμικός προγραμματιστής». Υπάρχουν «τύποι ήλων» και τολμά να ακουμπά το πονεμένο του δάχτυλο…οι άλλοι, που τον στοχοποίησαν με πρωτοφανή βία αποκαθήλωσης εν ονόματι μιας γελοίας και ολέθριας «προόδου», εθελοτυφλούν έναντι των «τύπων» γιατί αδιαφορούν για τους «ήλους».

«Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος, / μα του άφησαν απέξω το ποδάρι : / ‘Ηταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος». Εδώ η σάτιρα απογειώνεται στο επίπεδο του πιο ριζοσπαστικού μπλακ χιούμορ! Αυτό το τέλος που ξαφνιάζει με την «υπερρεαλιστική» του σκηνογραφία, έρχεται να επιστρέψει το νόημα του παραλόγου, στο οποίο αρθρώνεται εσωτερικά το ποίημα. Είναι παράλογο «κάποιοι» να  αποσπούν έναν άνθρωπο βίαια από τη φυσική κοίτη της ζωής του εν ονόματι αποξενωμένων «ανώτερων ιδεών», που απλώς του επιβάλλονται ως «αυτονόητες». Είναι παράλογο να υποχρεώνεται ένας άνθρωπος να μυηθεί σε μια μαζική τελετουργία («επ’ ώμου»), που τον μετατρέπει ακούσια σε ομοιόμορφο υποκείμενο μιας δραστηριότητας ξένης προς την εγγενή ημερότητα της ανθρώπινης απλότητάς του. Είναι παράλογο να μην εισακούεται η προφανής ανάγκη επιστροφής στις φυσικές ρίζες και να επιβάλλεται ένας αδιέξοδος και εξουσιαστικά επιβεβλημένος «νόστος». Υπάρχει ένας απόλυτος παραλογισμός, ένα ανίκητο πλέγμα ακατανόητων περιστάσεων, όπου τελικά επιβάλλει το άκρως ακατανόητο κύρος του ένας απρόσωπος μηχανισμός.

Σε όλη αυτή την τρέλα-τρέλα μιας αόρατης εξουσίας- το «μακρύ ποδάρι» που δεν βολεύεται στο μνήμα ηχεί εντελώς φυσικό. Περισσεύει από τον τάφο γιατί αυτός ο θάνατος δεν έχει καμιά φυσικότητα, δεν είναι ο φυσικός θάνατος/«επιλογή» ενός απλού ανθρώπου, γιατί αυτός ο τάφος έχει φτιαχτεί με μαζικές προδιαγραφές που δεν υπολογίζουν την όποια ιδιομορφία του προσώπου. «Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος»! ακόμη και στη σωματική του διάπλαση «ατύχησε» ο Μιχαλιός, αφού αυτή έγινε αφορμή για μια τελική παραβίαση και περιφρόνηση της προσωπικής του τάξης και ελευθερίας. Και, επίσης, τι εύστοχο το εύρημα της λανθάνουσας αντίθεσης ανάμεσα στο μεγαλόσωμο Μιχαλιό (σχήμα του πολεμισταρά) και την «μικρή» (απλή, ήμερη, ειρηνική, ανθρώπινη) ψυχή του!

………………………………………… .

 Κάθε «γενική» θεώρηση της τέχνης υποκρύπτει μια προδιαμορφωμένη άποψη και, άρα, μια πρόθεση υποβολής εικόνας. Επανερχόμαστε, δηλαδή, στο «πρωτείο του κειμένου», όχι υπό την έννοια μιας αυτόνομης γλωσσικής δομής που αυτή μόνο υπάρχει με απόλυτο κύρος, αλλά υπό την έννοια μιας οριστικοποιημένης μορφής του προσωπικού λόγου του δημιουργού. Αυτή η προσέγγιση, πατώντας σταθερά στην «αποκαλυπτικότητα» της δεδομένης εκφραστικής σύνθεσης, διαβάζει το κείμενο μέσα σε όλη τη σχετικότητα της «αγωνίας του λόγου». Με άλλα λόγια, ό, τι κι αν «κατασκευαστεί» σαν Καρυωτάκης, ο «Μιχαλιός» λέει εντελώς ορισμένα πράγματα.

Χωρίς οι λέξεις να  υποκαθιστούν την εμπειρία, ο Καρυωτάκης αφηγείται μια ιστορία. Και προκαλεί να ξεκλειδώσουμε τις σημασίες, φεύγοντας από το εκτυφλωτικό αυτονόητο της συμβατικής καθημερινής αναφορικότητας. Η πρόθεση της ποίησης δεν είναι να «συνεννοηθεί» αλλά να υποκινήσει σε επανανάγνωση του δεδομένου. Η διαφορά μεταξύ «ιδιωτισμού» και «ποιητικότητας» έγκειται στο γεγονός ότι ο «ιδιωτισμός» υποβοηθά την απελευθέρωση της ιδιωτικής εκφραστικότητας, ενώ η «ποιητικότητα» είναι η ενεργή ιδιωτική πράξη ξαναδιαβάσματος της γλώσσας. Ιδού γιατί ο ποιητικός λόγος είναι ταυτόχρονα προσωπικός και κοινωνούμενος, διότι ο ποιητής κοινοποιεί την ίδια του την προσπάθεια να καταλάβει. Και, σε σχέση μ’ αυτό, ιδού γιατί ο ποιητής δεν είναι «τρελός»: ο «τρελός» «αποκαλύπτει» με αξίωση πειθούς μια προσωπική αίσθηση του πραγματικού, ενώ ο ποιητής ανιχνεύει συνειδητά το πραγματικό σε διαρκή αγωνία ανάγνωσης του αθέατού του, άρα χρειάζεται τον άλλον για να έχει ελπίδες επιτυχίας.

Kostas_Kariotakis

Αν καλοκοιτάξουμε τη δομή του «Μιχαλιού», θα διαπιστώσουμε ότι οργανώνεται στο κλασικό σχήμα του έπους: αναχώρηση – μυητική θητεία – επιστροφή. Ο Καρυωτάκης, εμπνευσμένα, «παρεμβαίνει» στο δομικό επικό μοτίβο, παράγοντας το «έπος» της αντιηρωικής καθημερινότητας του αθώου ατόμου. Εδώ η αναχώρηση είναι αρπαγή, η μύηση είναι καταποντισμός στην απάνθρωπη μονομέρεια της εξουσίας, και η «επιστροφή» απλώς δεν υπάρχει. .

Η εξεγερτικότητα του «Μιχαλιού» βρίσκεται ακριβώς στην ανάδειξη  της πρωτογενούς και γνήσιας «αντιηρωικότητας». Μέσα στη θύελλα των «μεγάλων εθνικών αγώνων» καταφάσκει πεισματικά το ζωτικό «μικρό» του και το λυτρωτικό «χωριό» του. Κανείς δεν τον ρώτησε για τα «μεγάλα», και με ωμή βία του αρνήθηκαν τις στοιχειώδεις βασικές σημασίες (φίλοι, τόπος), υπέρ ιδεολογικών υπερμεγεθών που το πρακτικό τους αντίκρισμα είναι το δικό του αίμα. Και απέναντι στην απόλυτη βία των μηχανισμών, των θεσμών και των εξουσιαστικών ιδεών, αυτός απαντά με την ακραία συνέπεια της εγγενούς ειρηνικότητας.

Ένας «αφελής» και «χαζούλης» και «δειλός» είναι ο Μιχαλιός. ‘Ενας «λούζερ»! Αλλά το ανίκητο «όπλο» του είναι η «δεν σας καταλαβαίνω» άρνηση κάθε «μεγάλου ιδανικού». Η άρνηση να αυτοϋπαχθεί σε μια «μάχη» που δεν είναι δική του. Άρα: ούτε δειλός είναι (δίνει αλλού τη μάχη) ούτε αφελής (αποκτά συνείδηση των συνεπειών) ούτε χαζούλης (διαμορφώνει συνειδητά τις δικές του εναλλακτικές). Είναι απλώς «άλλος»! ‘Όχι «διαφορετικός»-δηλαδή μια απομονωμένη οντότητα χωρίς ταυτότητα. «Άλλος», «έτερος»- αφού στέκεται απέναντι στο στρατό και στους φίλους του ως μια αλλότροπη προσωπικότητα που εννοείται σε σχέση με τη δική τους στάση, γι’ αυτό και στο ποίημα παρουσιάζεται να υπάρχει σε σχέση με την ιδιότητα, το δεκανέα και τους φίλους.

Ο «Μιχαλιός» είναι ένα «πολιτικό ποίημα»; ‘Όχι! Είναι ένα ποίημα ταυτότητας μέσα σε έναν κόσμο αποδόμησης του ανθρώπινου. Και γι’ αυτό είναι εξεγερτικό. Ο τρομερός αυτοσαρκασμός του ορίζεται σε σχέση με τις προκρούστιες αξιώσεις της εξουσίας. Η αποστομωτική μελαγχολία του θεμελιώνεται σε έναν παράλογο θάνατο. Η άρρητη διαμαρτυρία του αποκαθίσταται στο πρωταρχικό πεδίο της υπεράσπισης του αιώνια ανθρώπινου.

Ο, τι γράφεται, και δεν είναι παρών ο συντάκτης του για να το «εξηγήσει», υπόκειται αναγκαστικά στο «νόμο της ερμηνευτικής πρόσληψης». Το ξαναείπαμε, όμως: εδώ υπεισέρχεται η υποχρέωση σεβασμού των δεδομένων.