Ειρήνη Κίτσιου, Το φίδι του Πλίνιου, Εκδ. Αντίποδες 2021

Έξι εξωφρενικές ιστορίες

| 29/04/2021

…Άρχισα να πηγαινοέρχομαι μες στην εξαίσια γαλήνη της κληματαριάς που ήταν άσπρη, άυλη, φωτεινή και γέμιζε όλο τούτο το παράξενο εσωτερικό, παρατηρώντας την και μετρώντας τις στιγμές της αγαλλίασής μου. Υπήρχε στον τόπο αυτό κάτι το αφηρημένο και δύσκολο να το κατανοήσει κάποιος, μα συγχρόνως πολύ απλό και ηχηρό σαν καμπάνα. Λογάριαζα, με το φτωχό μου μυαλό, ότι θα μπορούσα ν’ αντέξω σε τέτοια ομορφιά κάμποσα μερόνυχτα χωρίς φαΐ. Κι έτσι όπως συλλαμβάνω εύκολα τα όνειρα (γνωρίζω κόλπα, καλύτερα από κείνα που μεταχειρίζονται για να πιάνουν τους κακούργους), υπέθεσα πως, αν μου δινόταν η ευκαιρία, θα ’κλωθα εδώ πέρα τις εξωφρενικές μου ιστορίες στην εντέλεια!…. («Το φίδι του Πλίνιου»)

«Το φίδι του Πλίνιου»· «Ο άγιος Βαρθολομαίος»· «Ένα κοπάδι πουλιών κατεβαίνει στον πενταγωνικό κήπο»· «Η αρκουδοφωλιά»· «Ο καθηγητής Τουλπ»· «Η τέχνη της μνήμης». Οι «εξωφρενικές» ιστορίες της Ειρήνης Κίτσιου δεν είναι τίποτ’ άλλο από καθαρόαιμη λογοτεχνία: έξι σπάνια εξωτικά πουλιά. Αφηγήματα μικρά ή λίγο μεγαλύτερα που… – αλλά μια διευκρίνιση είναι εδώ απαραίτητη: γιατί είναι πραγματικά δύσκολο να ορίσεις το ύφος και το «ήθος» αυτής της γραφής, που κινείται με χάρη από την ασφάλεια του ρεαλισμού σε υπερ-πραγματικότητες που ξεπερνούν τις συμβάσεις και ορίζουν τους κανόνες από την αρχή.

Λόγος βιωμένος, ζωντανός, όσο και παράδοξος, πρωτοφανής. Οξύς, πυκνός, τολμηρός. Σίγουρα η παράδοση  της καλύτερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας βρίσκεται πίσω του. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας «ανεκδιήγητος παράλογος Ιρλανδός» –ναι, ο Μπέκετ– συμπαρίσταται στην «ηρωίδα» σε ώρες κρίσιμες («Ο καθηγητής Τουλπ»). Αλλά δύσκολα ο αναγνώστης θα μπορέσει να «πιαστεί» από κάπου. Κάθε φράση, κάθε γύρισμα του λόγου, είναι απρόβλεπτα και με την έννοια αυτή συνιστούν μοναδικές εμπειρίες.

Η Κίτσιου ασκείται με επιτυχία στην τέχνη των συνειρμών, πηγαινοέρχεται με άνεση από το συνειδητό στο ασυνείδητο και καταγράφει με πάθος τα ευρήματα. Παρατηρώντας και (αυτο)παρατηρούμενη δεν χάνει ποτέ το μέτρο. Τριγυρνά σε ορεινά μονοπάτια και ακροποταμιές, εξιχνιάζει το μυστήριο της …χολής της, παρακολουθεί μια κορβέτα να παλεύει με το κύμα, συνδιαλέγεται με έναν άστεγο για την τέχνη της μνήμης. Οι ιστορίες της τραβούν δρόμους μοναχικούς, μακριά από οτιδήποτε ξέρουμε και από οτιδήποτε νομίζουμε ότι μας θυμίζουν. Η ματιά που ρίχνουν στα ανθρώπινα είναι διεισδυτική και συνάμα τρυφερή και το αγαθό χιούμορ τους ζεσταίνει την ψυχή.

…Αναθάρρησα όμως γρήγορα, καθώς έβγαλα το συμπέρασμα –εντελώς αυθαίρετα βέβαια, αφού εκείνη την ώρα δεν διέθετα πνεύμα αξιοζήλευτο– πως ο καλός μου ο δόκτωρ, ικανότατος καθώς είναι, θα ανακάλυψε σε καμιά κρύπτη του συκωτιού μου, ενεργώντας όπως οι φαλαινοθήρες, αυτό το κάτι που με παροτρύνει καθημερινώς κι αδιαλείπτως και μου δείχνει και τον τρόπο κιόλας, να λακίζω από την πραγματικότητα. Αυτό το κάτι που μου σώζει και τη ζωή κάθε φορά. Ώστε εκεί μέσα λοιπόν κατοικεί! Απίστευτο μου φαίνεται! Τι άνθρωπος όμως κι αυτός! Το αποκάλυψε, το ξεσκέπασε εκείνο που σε τελική ανάλυση είναι εντελώς δικό μου και κανενός άλλου. Μπράβο του χίλιες φορές, είπα εγώ εντέλει, και μου φαίνεται πως ύστερα πάλι χάθηκα, μόνο που ένιωθα ίσα ίσα τα πόδια μου να δροσίζονται σε μια θάλασσα που ερχόταν από τον ωκεανό, αγγίζοντας πότε τα βοτσαλάκια και πότε την ψιλή άμμο. Άκουγα όμως ομιλίες. Ανθρώπους αυτής της θάλασσας μάλλον, να κουβεντιάζουν στην παραλία. Πού και πού άρπαζε το αυτί μου και θορύβους θαλασσινούς: υπόκωφα μπουμπουνητά, μεγάλα υδάτινα τσαλαπατήματα, κοχλάσματα, παφλασμούς, διαπεραστικές τουφεκιές, τρίξιμο από βότσαλα σε χαμηλό απαλό τόνο. Ένιωθα όμορφα σαν να παρακολουθούσα ένα έργο δραματικό. Του Σαίξπηρ την Τρικυμία ενδεχομένως. Την αρχή, γιατί ο γιος της Συκόραξας, ο Κάλιμπαν, δεν είχε εμφανιστεί ακόμη…. («Ο καθηγητής Τουλπ»)

Πολλά μένουν ανείπωτα στο τέλος– οι πόρτες που ανοίγουν δεν κλείνουν ξανά. Ο αναγνώστης πρέπει να επαγρυπνεί, γιατί η ζωή είναι περίπλοκη και μη ελεγχόμενη, καθώς «ασταμάτητα υφαίνει νήματα μεταξύ των ανθρώπων, ώσπου αυτά πυκνώνοντας να γίνουν ένα κρουστό δίκτυο αναμνήσεων».

Ευχής έργο θα ήταν να επανακυκλοφορήσουν σύντομα και τα προηγούμενα (από καιρό εξαντλημένα) βιβλία της Ειρήνης Κίτσιου. Μας είναι απαραίτητα.