Αμεντέο Μοντιλιάνι

Mια ανασκόπηση στη ζωή και το έργο του

| 02/05/2015

Amedeo_Modigliani_PhotoΟ Αμεντέο Μοντιλιάνι (1884-1920) γεννήθηκε στο Λιβόρνο στους κόλπους μιας εύπορης οικογένειας που αντιμετώπιζε όμως σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Από την παιδική του ηλικία είχε πολλά προβλήματα υγείας. Άρχισε μαθήματα ζωγραφικής στην ηλικία των δώδεκα ετών, αργότερα ασχολήθηκε με την τοπιογραφία και σε ηλικία 18 ετών γράφτηκε στην Ελεύθερη Σχολή Γυμνού στη Φλωρεντία, ενώ ένα χρόνο αργότερα στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών της Βενετίας.  Η ζωή και η προσωπικότητά του τον ενέταξαν στην κατηγορία των καλλιτεχνών που συχνά αποκαλούνται «καταραμένοι».

Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου στην περιοχή της Μονμάρτρης βρέθηκαν μαζί μερικοί από τους κυριότερους δημιουργούς της σύγχρονης Τέχνης. Η περιοχή της Μονμάρτρης ήταν μία πνευματική και καλλιτεχνική εστία, εκεί γεννήθηκε ο φωβισμός, ο κυβισμός· το Μονπαρνάς υπήρξε το λίκνο της Σχολής του Παρισιού και η αγορά του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού. Ένα σημαντικό μέρος της τέχνης του πρώτου μισού του 20ου αιώνα συνοψίστηκε μέσα στη ιστορία αυτών των δύο συνοικιών. Ο «κόσμος της τέχνης» ήταν συγκεντρωμένος εκεί και όλες οι καλλιτεχνικές και εμπορικές ζυμώσεις γίνονταν εκεί.

Αποφασιστικής σημασίας στιγμές στην πορεία του μετά την ιταλική περίοδο αποτέλεσαν η εγκατάστασή του στο Παρίσι το 1906 και η γνωριμία του με τον γλύπτη Μπρανκούζι. Ο Μοντιλιάνι επηρεάστηκε από τα πρωτοποριακά ρεύματα που κυριαρχούσαν στο Παρίσι, ωστόσο διαμόρφωσε μία τέχνη προσωπική και μοναδική η οποία δεν εντάχθηκε σε κάποιο καλλιτεχνικό κίνημα.

Το Παρίσι τότε βρισκόταν στη μετάβαση από το κίνημα του Ιμπρεσιονισμού στη Σύγχρονη Τέχνη. Τις πρώτες μέρες στο Παρίσι ο Μοντιλιάνι εγκαταστάθηκε σε ένα ξενοδοχείο το οποίο βρισκόταν στο νέο καλλιτεχνικό κέντρο. Σε εκείνη την περιοχή είχαν ανοίξει περισσότερες από δέκα γκαλερί, ενώ πολύ κοντά υπήρχε η γκαλερί του εμπόρου έργων του Σεζάν. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Μονμάρτρη κοντά στο εργαστήριο του Τουλούζ Λωτρέκ, ο οποίος είχε πεθάνει το 1901. Γράφτηκε στην Ακαδημία Κολαρόσι για να συνεχίσει την εκπαίδευσή του.

Τα καφέ, τα μπιστρό, οι ταβέρνες και τα καμπαρέ αποτελούσαν την πραγματική ακαδημία στο Παρίσι των αρχών του 20ου αιώνα· εκεί γίνονταν οι πιο παθιασμένες συζητήσεις για την τέχνη, τη μουσική και την ποίηση. Ο Μοντιλιάνι γνώρισε τον Πικάσο, τον Ντερέν, τον Απολινέρ, τον Ριβέρα, τον Μαξ Ζακόμπ. Η τρίτη του εγκατάσταση έγινε στο διάσημο κτήριο Μπατώ – Λαβουάρ. Το χαμηλό και μακρύ αυτό κτήριο, ένα παλιό εργαστήριο επισκευής πιάνων, βρισκόταν στην κορυφή του λόφου της Μονμάρτρης και είχε χωριστεί σε δέκα μικρά εργαστήρια. Έγινε διάσημο όταν ο Πικάσο ζωγράφισε εκεί τα τελευταία έργα της Γαλάζιας Περιόδου. Ο Πικάσο χαρακτηριστικά έλεγε στον Αντρέ Σαλμόν μετά την Απελευθέρωση το 1944 «Θα ξαναγυρίσουμε όλοι στο Μπατώ – Λαβουάρ. Μόνο εκεί ήμασταν αληθινά ευτυχισμένοι». Ο Πικάσο νοσταλγούσε πάντα τον καιρό που ζούσε φτωχικά στη Μονμάρτρη και το δήλωνε μέχρι το θάνατό του. Το όνομα του κτηρίου ήταν επινόηση του ποιητή Μαξ Ζακόμπ και σημαίνει Πλοίο –Πλυντήριο, τίτλο που εμπνεύστηκε όταν μια μέρα έτυχε να δει τα πλυμένα ρούχα απλωμένα στα παράθυρα.

Η μεγάλη καμπή για τον Μοντιλιάνι θα είναι η γνωριμία του με τους αδελφούς Πωλ και Ζαν Αλεξάντρ. Οι δύο νέοι έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη για την τέχνη και αγόρασαν ένα φτηνό δωρεάν μέρος για να ζουν και να εργάζονται οι καλλιτέχνες. Ο Αλεξάντρ πρότεινε στον Μοντιλιάνι να εγκατασταθεί στο κτήριο. Εκείνος δεν μετακόμισε, αλλά μετέφερε εκεί όλους τους πίνακες και τα βιβλία του. Ο Πωλ Αλεξάντρ προσπαθούσε να αγοράζει πίνακες του Μοντιλιάνι για να τον βοηθήσει να επιβιώσει. Ο μετέπειτα διάσημος χειρουργός έφτασε να έχει στην κατοχή του 25 πίνακες και πολλά σχέδια του καλλιτέχνη. Ο Αλεξάντρ είχε γοητευθεί από τον Μοντιλιάνι και τον «μύησε» στην πρωτόγονη τέχνη της Αφρικής, της Προκολομβιανής Αμερικής, της Μεσοποταμίας και της Ωκεανίας. Ο Αλεξάντρ δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στους επίσημους θεσμούς για την αναγνώριση ενός καλλιτέχνη από κοινό, εμπόρους και συλλέκτες έπεισε στα τέλη του 1907 τον Μοντιλιάνι να λάβει μέρος στο Σαλόνι των Ανεξάρτητων. Η έκθεση έγινε τον Μάρτιο του 1908 και ο Μοντιλιάνι παρουσίασε εκεί 5 έργα του. Την περίοδο εκείνη η ζωή του ήταν βυθισμένη στο αλκοόλ και τις ναρκωτικές ουσίες.

μοντιλ

Τον Μάρτιο του 1910 παρουσίασε έξι πίνακές του στο Σαλόνι των Ανεξάρτητων. Ο κριτικός Αρσέν Αλεξάντρ ήταν ο μόνος που έδειξε ενθουσιασμό για τα έργα του.  Το 1911 η σχέση του με τον Μπρανκούζι και η φιλία του με τον πορτογάλο ζωγράφο Ντε Σούζα Καρντόσο τον οδήγησαν στην πρώτη έκθεση γλυπτικής. Το φθινόπωρο του 1912 εξέθεσε 7 γλυπτά του και ο κριτικός τέχνης της εποχής Άντολφ Μπέσλερ έγραψε ότι τα έργα εκείνης της περιόδου ήταν καρπός της περιέργειάς του από διαφορετικούς πολιτισμούς και εποχές.

Το 1914 ο ποιητής Μαξ Ζακόμπ έφερε σε επαφή τον Μοντιλιάνι με έναν νεαρό τον Πωλ Γκιγιώμ ο οποίος είχε ανοίξει πρόσφατα την πρώτη του γκαλερί στη δεξιά όχθη, στην περιοχή με τις πολυτελείς γκαλερί. Ο Γκιγιώμ, φιλόδοξος και σκληρός επιχειρηματίας, ώθησε τον Μοντιλιάνι να αφιερωθεί στη ζωγραφική αντί για τη γλυπτική, που ήταν πιο δύσκολο να πουληθεί. Παράλληλα όμως συνέχισε να αμείβει τον Μοντιλιάνι με ελάχιστα χρήματα παρόλο που τα έσοδά του αυξάνονταν.

Εκείνη την εποχή ο Μοντιλιάνι ζούσε με την εκκεντρική Αγγλίδα ποιήτρια και δημοσιογράφο Μπέατρις Χάστινγκς, ήταν πλέον γνωστός και είχε την εκτίμηση ενός στενού κύκλου διανοουμένων και καλλιτεχνών, αλλά εξακολουθούσε να μην έχει χρήματα. Το 1916 ο Μοντιλιάνι γνώρισε τον Πολωνό Λέοπολντ Ζμπορόφσκι, γνωστό διανοούμενο και ποιητή της εποχής, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από τη δουλειά του καλλιτέχνη και του πρόσφερε φιλοξενία και ένα συμβόλαιο 15 φράγκα την ημέρα, αμοιβές υλικών και μοντέλων, με αντάλλαγμα την αποκλειστικότητα της παραγωγής των έργων του. Το  διάστημα αυτό υπήρξε το πιο δημιουργικό του καλλιτέχνη, αφού φιλοτέχνησε πάρα πολλά και σημαντικά έργα.

Η προσωπική ζωή του Μοντιλιάνι ήταν πολυτάραχη και βυθισμένη σε κάθε είδους κατάχρηση. Το 1917 γνώρισε τη μέλλουσα γυναίκα του Ζαν Εμπιτέρν που ήταν 19 ετών και φοιτήτρια στην Ακαδημία Κολαρόσι και το 1918 απέκτησαν μια κόρη που πήρε το όνομα της μητέρας τής Ζαν.

Το έργο του Μοντιλιάνι άρχισε να γίνεται γνωστό και εκτός Παρισιού. Το 1919 ο Ζμπορόφσκι οργάνωσε μία έκθεση στο Λονδίνο με 10 έργα του τα οποία υποδέχτηκαν με θερμό ενθουσιασμό οι κριτικοί Έρπ και Άτκιν. Τον Αύγουστο του 1919 ήδη καταβεβλημένος από τη φυματίωση  έγραψε στη μητέρα του να την ενημερώσει για τις τελευταίες επιτυχίες του. Έξι μήνες μετά, μια μέρα του Ιανουαρίου, ο καλλιτέχνης πέθανε, σε ηλικία 35 ετών. Την επόμενη μέρα, μη αντέχοντας την απώλειά του, η γυναίκα του, εννέα μηνών έγκυος, αυτοκτόνησε.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Καθημερινή, Βιβλιοθήκη Τέχνης, τόμος 29 Μοντιλιάνι,2006.

2) Ε.Η Gombrich, «Το Χρονικό της Τέχνης», εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994.

3) Jean Paul Crespelle,  «Η Καθημερινή Ζωή στην Μονμάρτρη τον καιρό του Πικάσο» εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1997.

Η Κατερίνα Κοφφινά είναι πολιτισμολόγος. Σπούδασε «Ευρωπαϊκό Πολιτισμό» με μεταπτυχιακή εξειδίκευση στη Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και Εφαρμοσμένες Εικαστικές Τέχνες στις σχολές Βακαλό και Αrtes (πρώην Δοξιάδη). Έχει εργαστεί πολλά χρόνια στον αρχιτεκτονικό χώρο. Έχει συνεργαστεί με ιδρύματα και συλλόγους στην παραγωγή καλλιτεχνικών και ιστορικών προγραμμάτων, καθώς και με τα περιοδικά «Ιστορία - Πάπυρος», «Science Illustrated», «Ιστορικά Θέματα», "Πολίτες" «Το Περιοδικό». Είναι ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Παραγωγής Δημόσιας Ιστορίας "hιστορισταί". Επίσης είναι μέλος και γραμματέας του Δ.Σ του Συλλόγου Πτυχιούχων Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.